Νοεμή Βασιλειάδου στο TheOpinion: Το «Προσοχή, εκτελούνται έργα» που δε θα τελειώσει ποτέ!

Η ηθοποιός και σκηνοθέτης, Νοεμή Βασιλειάδου μιλά στο TheOpinion και την Άλκηστη Σπυρέλλη με αφορμή τη θεατρική παράσταση που έγραψε ιστορία

Νοεμή Βασιλειάδου στο TheOpinion: Το «Προσοχή, εκτελούνται έργα» που δε θα τελειώσει ποτέ!

Είναι το σωστό και πρέπει να γίνει πράξη! 

Ακόμη και ύστερα από την ολοκλήρωση ενός μεγάλου κύκλου sold out παραστάσεων που τίμησαν την πόλη, αυτές οι φωνές δεν πρέπει να σιγήσουν κι είμαστε εμείς, όσοι είδαμε, που οφείλουμε να κρατήσουμε τη φλόγα αναμμένη.

Να δίνεται συνεχώς χώρος και λόγος σ’ ένα έργο ορόσημο για την πόλη, φτιαγμένο από το μηδέν από μια ομάδα νέων παιδιών, γέννημα θρέμμα Σαλονικιών, που δεν έχουν βιώσει ποτέ το αστικό τοπίο, δίχως τις λαμαρίνες του Μετρό. «Προσοχή, Εκτελούνται Έργα», συνυφασμένο με τη ζωή και την καθημερινότητά τους, να ορίζει τον περιβάλλοντα χώρο και να αναδεικνύει τις πληγές μιας πόλης-φάντασμα που διώχνει τα παιδιά της και ανελέητα εμποδίζει τα όνειρα.

Με εμπνεύστρια και ενορχηστρωτή τη Νοεμή Βασιλειάδου, όλα τα παιδιά της ομάδας «Τροχιές» δούλεψαν, ανέβηκαν στη σκηνή και μοιράστηκαν τα βιώματά τους, κοίταξαν απευθείας στα μάτια και με πάθος διερωτήθηκαν, προσπάθησαν να εξηγήσουν και να βρουν απαντήσεις, συνομιλώντας με όλους μας, δείχνοντάς μας τον τρόπο και τον δρόμο της αναζήτησης και της εξόδου από τη ζώνη βολής. Έθεσαν εύγλωττα όσα έχουν γίνει, ίσως, για όλους μας μια κανονικότητα που απεχθανόμαστε αλλά διστάζουμε να αποτινάξουμε.

Σηκωθείτε, μας είπαν, να φωνάξουμε όλοι μαζί για όσα ανεχόμαστε, βασανιστικά κι όμως τόσο υποταγμένα. Διότι όλα αυτά δεν είναι μόνο δικά σας και δικά μας, είναι και των επόμενων.

Το χρονικό ενός έργου που δεν τελειώνει ποτέ! Ποια ήταν η αρχική διερώτηση που έγινε πάθος και οδήγησε στη δραματοποίηση αυτού του ζητήματος;

Πώς γίνεται ένα έργο που ήταν να παραδοθεί το 2012, να γεμίζει ακόμα την πόλη με εργοτάξια το 2023; Να εγκαινιάζεται διαρκώς αλλά να μην παραδίδεται; Πώς το  «κατασκευαστικό θαύμα» που υποσχόταν την ανάπτυξη, έφερε την απόλυτη στασιμότητα; Και τελικά, ποιοι άνθρωποι εκτελούνται όταν «τα έργα εκτελούνται» και ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη για αυτούς; Αυτά τα ερωτήματα μας τάραξαν από την αρχή με έναν πολύ περίεργο τρόπο. Ύστερα ήρθε το ερώτημα «Γιατί φεύγουν οι άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη;» και ξεκινήσαμε να ερευνούμε τί γίνεται όταν σε έναν χώρο – κυριολεκτικό ή συμβολικό – νιώθεις ότι «δεν μπορείς να μετακινηθείς». Οπότε δημιουργήθηκαν δύο πυρήνες: ένας πολιτικός/κοινωνικός γύρω από το ζήτημα «Μετρό Θεσσαλονίκης» και ένας προσωπικός. Αυτοί οι δύο συναντήθηκαν στην έννοια «μετακίνηση» που παίρνει διάφορες μορφές: είναι αίτημα, υπόσχεση, ανάγκη, ματαιότητα. 

Είναι πολλοί σήμερα οι νέοι άνθρωποι που δε γνώρισαν ποτέ την πόλη τους αλλιώς, χωρίς εργοτάξια. Ποια είναι η πιο ενοχλητική σκέψη που κάνουν;

Το ότι ο δημόσιος χώρος δεν ανήκει στους πολίτες που τον κατοικούν – ότι υπάρχει μια διαρκής παρέμβαση χωρίς καμία φροντίδα για την αισθητική και την βιωσιμότητα – ότι ο χώρος στενεύει διαρκώς. Και μια αίσθηση ανολοκλήρωτου, διαρκούς εκκρεμότητας. 

Αλλαγή σημαίνει πρώτα αποδοχή των λαθών. Πιστεύεις ότι σήμερα έχει η πόλη συνείδηση των λαθών; 

Το ποιος ακριβώς είναι «η πόλη» είναι μια μεγάλη κουβέντα. Είναι όσοι κατέχουν θέσεις εξουσίας; Είναι όσοι ανέλαβαν τα συγκεκριμένα έργα; Είναι οι πολίτες; Νομίζω ότι η συνείδηση των λαθών σε ανώτερες βαθμίδες δεν είναι κάτι που λειτουργεί καθοριστικά ούτε και ανατρέπει τον τρόπο λήψης αποφάσεων. Και αυτό γιατί προέχουν πολύ συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές σκοπιμότητες, που δεν υπακούν σε κάποιου είδους «ψυχική συνειδητοποίηση» αλλά σε πολύ συγκεκριμένα μοντέλα ανάπτυξης, λειτουργίας, οικονομικών στόχων κτλ. Ακριβώς επειδή η συνειδητοποίηση των λαθών δεν μπορεί να υπάρξει ή τουλάχιστον να έχει πρακτικό αποτέλεσμα όταν συμβαίνει άνωθεν, για μένα το ζήτημα είναι η συνειδητοποίηση από μέρους των πολιτών. Όσο ο προβληματισμός των πολιτών ισχυροποιείται και συλλογικοποιείται και εκφράζεται, τόσο πιέζει προς τα πάνω.  Δεν αρκεί να συνειδητοποιήσουμε γενικώς τα λάθη, αν οι αποφάσεις συνεχίζουν να παίρνονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ειδικά τώρα πλέον, που η μη κατασκευή ή η μη συντήρηση των έργων στη χώρα άφησε πίσω της νεκρούς, νομίζω δεν μπορούμε να μιλάμε για «συνειδητοποίηση λαθών» – κάτι πρέπει να ανατραπεί συνολικά και εκ βαθέων. 

Το θέμα που θίγεται στην παράσταση ταυτόχρονα με το ατελείωτο έργο του Μετρό είναι η απόγνωση των νέων ανθρώπων- ηθοποιών που εγκαταλείπουν την πόλη μη έχοντας άλλες επιλογές εδώ. Τι θα τους έκανε να μείνουν; 

Το να δίνονται περισσότερες ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους, χώροι να δείξει κανείς τη δουλειά του με ευνοϊκότερους οικονομικούς όρους, και όχι με τους όρους των μεγάλων παραγωγών. Το να επικοινωνούν περισσότερο μεταξύ τους θεσμοί, φορείς, πανεπιστήμιο και καλλιτεχνική κοινότητα. Αλλά κυρίως, κατά τη γνώμη μου, να υπάρχουν σταθερά, ευκαιρίες προβολής των παραστάσεων. Υπάρχουν ηθοποιοί και σκηνοθέτες που δουλεύουν 15 χρόνια στην Θεσσαλονίκη, και πηγαίνουν στην Αθήνα και γράφεται ότι είναι «νέο αίμα». Επίσης, πόσοι από τους ανθρώπους που «αξιολογούν» και «απονέμουν τα βραβεία της χώρας» (και όχι της Αθήνας), γνωρίζουν – έστω και αμυδρά – τί γίνεται στη Θεσσαλονίκη; Δεν είναι ζήτημα ματαιοδοξίας, είναι πολύ πρακτικό ζήτημα, επηρεάζει άμεσα το κοινό και τις επιλογές του, και μακροπρόθεσμα, τι ευκαιρίες θα δοθούν στο μέλλον σε έναν άνθρωπο που έχει σπουδάσει και έχει δουλέψει στο αντικείμενο του. Υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι απογοήτευσης και μια συντριπτική αίσθηση ματαιότητας, όταν νιώθεις ότι οτιδήποτε πρόκειται να κάνεις, αν δεν κατέβει στην Αθήνα, δεν πρόκειται «να υπάρξει» πραγματικά. Στη μουσική και στο σινεμά είναι ίσως μικρότερο το πρόβλημα, επειδή το καλλιτεχνικό έργο ταξιδεύει πιο άμεσα. Στο θέατρο όμως; 

Είναι η δουλειά κι η αγάπη γι’ αυτήν αρκετά ώστε να «κρατήσουν» έναν νέο άνθρωπο σε αυτό που ονειρεύεται;

Ο οικονομικός παράγοντας, να μπορείς να επιβιώσεις κάνοντας αυτό που αγαπάς, είναι πολύ βασικό και δυστυχώς σπάνιο. Τα πρώτα χρόνια – και όσο αντέχεις –  δουλεύεις σε άλλες δουλειές, ψάχνεις, παλεύεις να μην τα παρατήσεις. Εκεί, αν είσαι τυχερός, ίσως να βρεις κάποιους ανθρώπους, μια ομάδα, να σε εμπνεύσει με έναν τρόπο που θα σε κρατήσει εκεί. Προσωπικά με «κρατάει» το να εμπνέομαι αληθινά – και ένα απροσδιόριστο κομμάτι πίστης ότι αυτό που κάνουμε μπορεί να μην είναι απλώς προσωπική κατανάλωση αλλά να αλλάζει πραγματικά κάτι, έστω μικρό!

Η απαξίωση του Πολιτισμού είναι δεδομένη πια σε όλα τα επίπεδα. Πόσο μπορεί να στοιχίζει αυτό σε μια χώρα; Αμβλύνεται ποτέ τέτοιου είδους δυστοπία; 

Αν η τέχνη δημιουργείται από ελεύθερους ανθρώπους που ασκούν το δικαίωμα τους να σκέφτονται ανεξάρτητα, που ψάχνουν εναλλακτικές, που φτιάχνουν κόσμους που δεν μοιάζουν με εκείνους που προτείνονται ως οι μόνοι δυνατοί – αν μπορεί δυνητικά να ανοίξει τέτοιους χώρους αμφισβήτησης, μάλλον θα έχει πολλούς λόγους να απαξιώνεται. Επειδή ζούμε σε μια κατ’ επίφαση δημοκρατία, όπου οι αντιρρήσεις ενσωματώνονται με έναν υπόγειο τρόπο ή αποκλείονται εντέχνως και ευγενικά, και όπου η κυρίαρχη γνώμη επιβάλλεται «συναινετικά», είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη της τέχνης. Σε ένα καθεστώς βίαιων περιορισμών και φανερής βίας, ίσως το κάναμε πιο αυτόματα. Αυτό που μου δίνει ελπίδα είναι το καλλιτεχνικό κίνημα που ξέσπασε από τις σπουδάστριες και τους σπουδαστές πέρυσι. Επειδή δούλευα στον χώρο του θεάτρου ΡΕΞ εκείνη την περίοδο, είχα την τύχη να ζήσω την κατάληψη του ΡΕΞ από την πρώτη μέρα και να συμμετέχω όσο μπορώ στις συζητήσεις που άνοιξαν για τον Πολιτισμό στην Ελλάδα και τη δυστοπία γύρω του. Ήταν μια περίοδος ταυτόχρονη με τις πρόβες μας για το «Προσοχή: εκτελούνται έργα», με ενέπνευσε πολύ. 

«Σε κάθε δράση υπάρχει η παραδοχή μιας παράλειψης»! Ακούγεται μέσα στην παράσταση μαζί με άλλα πολλά, ως αγωνία, να γίνουν κατανοητά τα αυτονόητα! Χρειάζεται «αρετή και τόλμη» η Δράση κατ’ αρχάς, για να μπορούμε να συζητάμε για Ελευθερία; 

Αυτή η φράση μάλλον σημαίνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα – ήρθε στο κείμενο μας ξεπηδώντας από το «Κουτσό» του Κορτάσαρ και ξεκίνησε για να περιγράψει την κατάσταση των νέων ανθρώπων που κάνουν, κάνουν, κάνουν συνεχώς πράγματα, και ποτέ δεν είναι ευτυχισμένοι επειδή πάντα κάτι λείπει», πάντα «κάτι δεν είναι αρκετό». Από την άλλη, μοιάζει να σημαίνει ότι κάθε επόμενη πράξη αφήνει πίσω της νέες παραλείψεις και σφάλματα. Σαν να μην μπορεί μια δράση να υπάρξει ολόκληρη, ακέραια, παρά μόνο με τρύπες. Έτσι κάπως είναι και η ιστορία του Μετρό της Θεσσαλονίκης: Ένα βήμα μπρος, δύο πίσω. 

Σε κάθε περίπτωση, ναι, νομίζω πώς πρέπει να δρούμε και ας χάνουμε κάτι. Δεν ξέρω τι μπορεί να μεταβληθεί από μία θέση ακίνητη, εξωτερική, από μια θέση παρατηρητή! Επομένως πρέπει να είμαστε στη δράση, δεν πρέπει να χάνεται ούτε μέρα! 

Δεν είναι πλάσματα «ψεύτικα» οι καλλιτέχνες, ούτε καλογυαλισμένες πορσελάνινες κούκλες, πανέμορφες για το στόλισμα στο σκρίνιο, αν και η υφή της καλλιτεχνικής τους ιδιότητας θα δικαιολογούσε απόλυτα τέτοια αίσθηση. Είναι άνθρωποι πραγματικοί, πιο πραγματικοί και με ουσιαστική ματιά και επιχειρηματολογημένη οπτική απέναντι στα πράγματα από οποιονδήποτε. Δε λαμβάνουν σεβασμό, δε δέχονται το χειροκρότημα της πολιτείας έτσι όπως θα άξιζε στην καλλιτεχνική δημιουργία που παράγει Πολιτισμό. Κι όμως είναι εδώ, πάνω στη σκηνή, για να απλώσουν το χέρι και να συμπαρασύρουν στο ποτάμι της συνειδητοποίησης και της δράσης, που ξεκινά άπαξ και δεν έχει γυρισμό.

Νοεμή, Βασίλη, Χάρις, Δημήτρη, Σοφία, Μαρία και Γρηγόρη

Σας ευχαριστούμε για το δώρο σας στην πόλη και στις ψυχές μας.

* Η απαξίωση της σπουδαιότητας του μνημειακού συνόλου και η τελική αποξήλωσή του από τον Σταθμό της Βενιζέλου είναι μια  δραματική πράξη αυτής  μακροχρόνιας ιστορίας του Μετρό που θα πληγώνει την πόλη και θα θυμίζει για πάντα σε όλους τη βαθιά ριζωμένη αναλγησία και τις παθογένειες της πολιτείας. Ηττήθηκαν η επιστημοσύνη και η υπεράσπιση του δικαίου κι ήταν μια ήττα πικρή που χάραξε τις ψυχές όσων πάλεψαν για την in situ παραμονή των αρχαιοτήτων.

Αναμετρήθηκε το δίκαιο με τα συμφέροντα και σε μια αναμέτρηση τέτοια, τόσο άνιση, τα συμφέροντα μπορεί να νικούν αλλά τα δίκαιο πάντα θα βρίσκει κάποιον τρόπο να λάμπει!