Νικαίτη Κοντούρη στο TheOpinion: «Έχω νιώσει εξαιρετικά δημιουργική ως σκηνοθέτις»

Η Νικαίτη Κοντούρη σκηνοθετεί το «Έγκλημα και τιμωρία», και μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη.

Νικαίτη Κοντούρη στο TheOpinion: «Έχω νιώσει εξαιρετικά δημιουργική ως σκηνοθέτις»

Η παράσταση «Έγκλημα και τιμωρία», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, σε πρωτότυπη θεατρική μεταφορά Θανάση Τριαρίδη και σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, έκανε χθες πρεμιέρα στη Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός».

Το «Έγκλημα και τιμωρία», «ένα “στοίχημα” που αναγνωρίστηκε και πήρε θετικό πρόσημο από το κοινό της Θεσσαλονίκης την περσινή σεζόν», όπως επισημαίνει η Νικαίτη Κοντούρη στο TheOpinion, μόλις επανήλθε στη θεατρική σκηνή της πόλης.

Αυτή η επιστροφή αποτέλεσε και την αφορμή για μια συζήτηση με τον άνθρωπο που μετέτρεψε τις λέξεις σε δράση και τις «έντυσε» με εικόνες, με σκοπό να οδηγήσει τους θεατές σε μία ακόμα «περιπέτεια». Μία δημιουργό, η οποία προτιμά να «μιλάει» μέσα από το απαύγασμα της τέχνης της…

Νικαίτη Κοντούρη

Κυρία Κοντούρη, έχετε καταπιαστεί, καλλιτεχνικά, με πολλά πράγματα. Η σκηνοθεσία, όμως, πώς μπήκε κι έμεινε στη ζωή σας;

Με προσανατόλισαν σε αυτήν οι δάσκαλοί μου στην Αμερική. Έτυχε να κάνω ένα μεταπτυχιακό, στο Hunter College στη Νέα Υόρκη.

Ήμουν πάρα πολύ δειλή. Κατά βάση, πίστευα ότι είμαι μόνο ηθοποιός και πως όλα τα άλλα είναι απλώς «αποσκευές», «εργαλεία» που θα με βοηθήσουν στην υποκριτική τέχνη.

Οι Αμερικανοί, όμως, είναι πιο πρακτικοί· πάντα κοιτούν να στρέφουν τους φοιτητές τους -και κυρίως τους μεταπτυχιακούς- σε πράγματα, που να έχουν απτό αντίκρισμα στη ζωή τους. Παρόλο που αντιστεκόμουν, κάποια στιγμή ήρθε και ωρίμασε η απόφαση για τη σκηνοθεσία.

Βέβαια, με βοήθησε κι η συγκυρία. Λειτούργησε το Θέατρο Αμόρε και ο Γιάννης Χουβαρδάς απηύθυνε ανοικτή πρόσκληση σε φερέλπιδες σκηνοθέτες να παρουσιαστούν. Κάπως έτσι, έγινα εν μία νυκτί «δεξί χέρι» του Γιάννη Χουβαρδά και σκηνοθέτις στον Εξώστη. Ήταν η τύχη μου αυτό…

Βρεθήκατε, δηλαδή, στην Αμερική, στον κόσμο και τον χώρο του θεάματος, αλλά γυρίσατε πίσω…

Ήταν πάρα πολύ άνισος ο αγώνας εκεί. Και με τέτοια νοσταλγία που είχα για την Ελλάδα αλλά και τόση στενοχώρια που ήμουν μακριά, νομίζω πως έκανα πολύ καλά που γύρισα. Ήταν δύσκολη η απόφαση. Για δύο χρόνια, ήμουν «με το ένα πόδι εδώ και με το άλλο εκεί».

Τελικά, όμως, λόγω του Αμόρε, λόγω των ανθρώπων που συνάντησα και με τους οποίους άρχισα να συνεργάζομαι, βρήκα τον χώρο, τον τόπο έκφρασής μου. Παρέμεινα στην Ελλάδα και αποφάσισα να είμαι μόνο σκηνοθέτις.

Ήθελα να αφοσιωθώ σε ένα πράγμα. Δεν ήμουν και μικρή· ήμουν τριάντα πέντε χρόνων, όταν έκανα εκείνον τον μονόλογο με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο στον Εξώστη του Αμόρε. Όλα «ήρθαν κι έδεσαν» με έναν «μαγικό» τρόπο.

Με το πέρασμα των χρόνων, έχω πάρει πολύ μεγάλη συγκίνηση και χαρά. Έχω νιώσει εξαιρετικά δημιουργική ως σκηνοθέτις.

Ποιοι άλλοι άνθρωποι σας καθόρισαν επαγγελματικά;

Ως ηθοποιός, είχα συνεργαστεί με το Θέατρο Τέχνης, το Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου και τον Μίνω Βολανάκη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν συναρπαστικοί: ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Μίνως Βολανάκης, ο Κάρολος Κουν, ο Γιώργος Λαζάνης, ο Γιώργος Αρμένης. Ο καθένας τους ήταν ένας διαφορετικός «κόσμος».

Έχοντας αυτήν την πολύτιμη εμπειρία ως ηθοποιός, μετέπειτα θυμόμουν το καθετί· παρατηρούσα και «ρούφαγα» κάθε πληροφορία, χωρίς να το καταλαβαίνω. Όταν είσαι πολύ νέος, δεν συνειδητοποιείς το καλό που σου συμβαίνει. Χρειάζεσαι χρόνο.

Οπότε, πηγαίνοντας και στην Αμερική, άρχισα να βλέπω «με άλλο μάτι» καταρχάς τους δασκάλους μου στο Εθνικό: τον Βόκοβιτς, την Αρώνη, τον Βασιλειάδη, τον Διαμαντόπουλο, τον Λιγνάδη, τη Μαρία Χορς, αυτούς με τους οποίους είχα μια πιο προσωπική σχέση. Τους συναντούσα και κουβεντιάζαμε. Θυμάμαι ότι με αντιμετώπιζαν σοβαρά, ως έναν άνθρωπο που θα κάνει κάτι στο θέατρο. Κανένας, όμως, δεν ήξερε τι ήταν αυτό το «κάτι»…

Αποδείχθηκε ότι, μάλλον, ήταν σωστή η επιλογή που έκανα. Μόνο έναν παράγοντα δεν ήξερα. Δεν υπολόγιζα καθόλου -ήμουν της ομάδας, της μοιρασιάς, της παρέας- τη «μοναξιά» του σκηνοθέτη…

Εάν το κοινό, που χωρίς αυτό δεν υπάρχει θέατρο, δεχθεί ότι πρόκειται για μια αντικειμενικά καλή παράσταση, «μοιραζόμαστε» όλοι τη συνθήκη με πολλή χαρά. Στις περιπτώσεις, όμως, που δεν «κατέβει» η παράσταση στον κόσμο και δεν υπάρχει ανταπόκριση -κι έχει συμβεί αρκετές φορές- «χρεώνομαι» απόλυτα την αποτυχία.

Οι αποτυχίες μού έμαθαν πολλά πράγματα. Μην σας πω τα περισσότερα…

Δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη. Σας συνδέει κάτι με την πόλη;

Ο σύζυγός μου, η αγάπη της ζωής μου ήταν από τη Θεσσαλονίκη. Ερχόμασταν πολύ συχνά. Κάθε γειτονιά, κάθε περιοχή «κουβαλάει» μια πολύ ισχυρή ανάμνηση.

Παράλληλα, έχω έρθει πολλές φορές να σκηνοθετήσω. Ήταν πολύ ευτυχείς αυτές οι περίοδοι.

Ξεκίνησα το 2000 με «Το Κουκλόσπιτο». Συνέχισα το 2006 με το «Μάκιναλ». Το 2009 με τις «Τρωάδες», με τη Λήδα Πρωτοψάλτη στον ρόλο της Εκάβης. Το ’14 με τους «Πέρσες», με τους Γιάννη Φέρτη, Λάζαρο Γεωργακόπουλο και Άκη Σακελλαρίου να είναι οι πρωταγωνιστές μου. Και, πια, με το «Έγκλημα και τιμωρία». Ουσιαστικά, είναι σαν να κάνω μια μεγάλη διαδρομή στο θέατρο.

Γιατί πιστεύετε ότι, ο κόσμος, «αγκάλιασε» την παράσταση «Έγκλημα και τιμωρία», με αποτέλεσμα να απασχολεί και φέτος το θεατρικό γίγνεσθαι της συμπρωτεύουσας;

Έχει να κάνει με το ότι, η βάση της, είναι το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Επίσης, η διασκευή του Θανάση Τριαρίδη είναι εκπληκτική· πρόκειται για μια μεταγραφή, με αναφορές στην ιστορία του 20ου αιώνα.

Στον συγγραφικό κόσμο του Ντοστογιέφσκι έχει «περιπλανηθεί» πλήθος αναγνωστών και θεατών· τα τελευταία χρόνια, δε, και στου Θανάση Τριαρίδη. Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτοί οι δύο κόσμοι συναντώνται επί σκηνής;

Έκρηξη! Είναι ένα εξαιρετικά πυκνά υφασμένο κείμενο. Έχοντας και τη «σφραγίδα» του Τριαρίδη, πραγματικά μιλάμε για ένα εκρηκτικό κείμενο από την αρχή μέχρι το τέλος.

Ο Τριαρίδης επιλέγει οκτώ πρόσωπα για να αφηγηθεί τη δική του εκδοχή πάνω στο «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Αυτόματα μιλάμε, δηλαδή, για μια οικονομία, για την «καρδιά» της ιστορίας.

Μαζί με αυτά τα οκτώ πρόσωπα της δράσης, υπάρχει κι ένα σύνολο βουβών προσώπων -πέντε άνδρες και πέντε γυναίκες- που αντιπροσωπεύουν την κοινωνία, η οποία ή «άγεται και φέρεται» ή προωθεί τη δράση. Αυτό μόνο όταν το δείτε ως σύνολο θα είναι, μάλλον, πιο κατανοητό· έχει να κάνει με τη δυναμική δεκαοκτώ σωμάτων επί σκηνής κι όχι οκτώ.

Σας επηρέασε το γεγονός ότι, ένας θεατής, ίσως και να έρθει προϊδεασμένος να παρακολουθήσει κάτι συγκεκριμένο, επειδή ακριβώς γνωρίζει το έργο;

Δεν με επηρέασε καθόλου. Είναι υφασμένο με υλικά τραγωδίας και το κείμενο του Ντοστογιέφσκι και του Τριαρίδη.

Είναι σαν να κάνω την «Ηλέκτρα». Όσοι έρχονται, ξέρουν ποια είναι και τι συμβαίνει. Θέλουν να δουν πώς «διαβάζεις» μια παράσταση και πώς την ερμηνεύεις. Κάπως έτσι συμβαίνει και στη δική μας περίπτωση.

Χαίρομαι αφάνταστα, που είχε τέτοια ανταπόκριση. Θέλω να πιστεύω ότι θα συμβεί το ίδιο και τώρα. Ο θίασος είναι ανανεωμένος, έχουμε κάποιες αντικαταστάσεις από πολύ άξιους ανθρώπους. Οι περισσότεροι ήταν ήδη στο ensemble και η παράσταση «τρέχει στο αίμα» τους, δεν είναι κάτι ξένο γι’ αυτούς. Στην ομάδα προστέθηκαν και κάποιοι ηθοποιοί, νεότερης γενιάς, για να συμπληρωθεί ο αριθμός των δεκαοκτώ.

Αναλύουμε ξανά τα πράγματα από την αρχή. Αυτό είναι πολύ ωραίο και για μένα, εξαιρετικά ανανεωτικό.

Και κάθε φορά ανακαλύπτετε κάτι ακόμα…

Δεν υπάρχει τέλος σε αυτό. Είναι σαν το «πιθάρι των Δαναΐδων», αλλά όχι με την έννοια του βασάνου. Με την έννοια της χαράς, της ανακάλυψης βαθύτερων πραγμάτων.

Είναι ένα κείμενο αστυνομικό. Φιλοσοφικό. Εννοιολογικό. Συγκρουσιακό. Είναι μεγάλα κείμενα και του Ντοστογιέφσκι και η διασκευή του Τριαρίδη.

Διαβάζοντας για την παράσταση, στάθηκα σε ένα ερώτημα: «Γιατί οι άντρες σκοτώνουν και οι γυναίκες σώζουν»;

Αυτό ξεκινάει από τον Ντοστογιέφσκι και το τονίζει πάρα πολύ ο Τριαρίδης. Δυναμώνει πολύ τις γυναίκες.

Η Σόνια, που έτσι κι αλλιώς είναι πλασμένη από τον Ντοστογιέφσκι με τα υλικά του αγγέλου, είναι ο κινητήριος μοχλός της αγάπης και της συγχώρεσης. Το ίδιο και η μάνα, η οποία είναι πιο «αδύναμη» στο μυθιστόρημα σε σχέση με την εκδοχή Τριαρίδη.

Δίνουμε τον σωστό χώρο στην αγάπη;

Όλα αυτά τα κλασικά κείμενα, εκεί μας στρέφουν και θέτουν τα ερωτήματά τους. Δεν μπορούμε να έχουμε απαντήσεις, ούτε είναι σωστό να δώσω εγώ απάντηση σε αυτό.

Ξέρω, όμως, ότι αν δεν υπήρχε η Σόνια και η αγάπη της, ο Ρασκόλνικοφ δεν θα δεχόταν να τιμωρηθεί. Θα γύρναγε, ίσως, σαν μια σκιά στους αιώνες των αιώνων.

Αλλά ο βασικός ήρωας ερωτεύεται τη Σόνια, κι αυτό ακριβώς δημιουργεί τη μεγάλη «ρωγμή» μέσα του: η αγάπη τον οδηγεί να αντιστρέψει όλη την ιδεολογία του, αυτήν την κοσμοθεώρηση ότι θα διορθώσει τον κόσμο.

Αυτό το αντεργκράουντ στοιχείο της ρωσικής λογοτεχνίας…

Ακριβώς, το στοιχείο των «κοσμοδιορθωτών». Ουσιαστικά, είναι μια διαταραγμένη προσωπικότητα που θεωρεί ότι «όποιος είναι σάπιο δόντι, πρέπει να βγει». Άρα να σκοτωθεί.

Κυρία Κοντούρη, τι καθιστά το θέατρο μοναδικό για εσάς;

Η σχέση και η επικοινωνία με τους θεατές, αυτό το «σπαρταριστό» έχει το θέατρο. Και το γεγονός ότι είναι θνησιγενές. Μια παράσταση τελειώνει, ξεπερνιέται και μετά αναζητούμε νέες φόρμες, ψάχνουμε άλλα πράγματα.

Οι θεατές, πια, έχουν αυξηθεί. Είναι γεμάτα τα θέατρα. Κι εδώ πρέπει εμείς να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε… Έχουμε ευθύνη!

Τι σας οδηγεί, κάθε φορά, να καταπιαστείτε με ένα συγκεκριμένο έργο;

Η εσωτερική συναισθηματική μου «μετακίνηση», πώς επικοινωνώ με το έργο κι αν με εμπνέει. Και σε δεύτερο αλλά εξίσου σημαντικό επίπεδο, πού και με ποιους θα το κάνω.

Ένα κρατικό θέατρο προσφέρει αφειδώς τις δυνάμεις του, την υλικοτεχνική του υποδομή. Έχει πολύ καλούς τεχνικούς, εξειδικευμένους ανθρώπους που ξέρουν να βρίσκουν λύσεις.

Πρόκειται για μια τέχνη, η οποία έχει να κάνει με την ψυχή των ανθρώπων. Είναι κατ’ εξοχήν ανθρωποκεντρική. Όταν, λοιπόν, υπάρχει ένας μηχανισμός που ευνοεί τη διαδικασία, είναι πιο άρτιο και το αποτέλεσμα.

Μετά το «Έγκλημα και τιμωρία», τι ακολουθεί;

Έκανα πολλά πράγματα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Πρέπει, λοιπόν, να μαζέψω τις δυνάμεις μου, να μελετήσω, να δω τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον…

«Βαραίνουν» αλλιώς τα πράγματα, μεγαλώνοντας. Όσο καλά και να πάει μια παράσταση, το ψυχικό κόστος, πλέον, είναι μεγαλύτερο.

Διαβάζετε πολύ, έτσι δεν είναι;

Πολύ! Έχω μάθει να βρίσκομαι με πολλά βιβλία. Τώρα, βέβαια, με απασχολεί το «Έγκλημα και τιμωρία»· διαβάζω ξανά όσα διάβαζα πριν έναν χρόνο, προτού έρθω στη Θεσσαλονίκη. Τις σημειώσεις μου…

Τι είδους βιβλίο, δηλαδή, θα αναζητήσετε στη βιβλιοθήκη σας;

Η «επαγγελματική διαστροφή» δεν θα μπορούσε να αφήσει εμένα ανέγγιχτη. Είναι ένα περίεργο πράγμα, όλα συνδυάζονται.

Εκεί που διαβάζω μια απλή ιστορία -μια συλλογή διηγημάτων που μου αρέσουν πολύ και με κάνουν να μην σκέφτομαι- εάν αυτή εξάπτει τη φαντασία μου και δονεί την ψυχή μου, τη φαντάζομαι δυνητικά να αναπαρίσταται στη σκηνή.

Αυτή η…«επαγγελματική διαστροφή», αφορά και στη θέαση μιας παράστασης;

Νομίζω ότι έχω καταφέρει να βλέπω με χαρά τις παραστάσεις. Ακόμα και σε κακές παραστάσεις, ψάχνω να βρω πάντα το καλό.

Μεγαλώνοντας, έμαθα να κατανοώ πιο ουσιαστικά συνθήκες, ανθρώπους, δυσκολίες, γεγονότα, αποτελέσματα. Δεν διαγράφω. Θέλω να πηγαίνω, πηγαίνω και βλέπω θέατρο.

Πληροφορίες

«Έγκλημα και τιμωρία»

Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός», Μονή Λαζαριστών (Κολοκοτρώνη 25-27, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης)

Πρεμιέρα: Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: κάθε Τετάρτη στις 19:00, Πέμπτη & Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 & 21:00, Κυριακή στις 19:00

Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων: more.com

Διάρκεια: 115’ (συν το διάλειμμα)

*Κατάλληλο για άτομα άνω των 16 ετών

Συντελεστές

Πρωτότυπη θεατρική μεταφορά: Θανάσης Τριαρίδης

Σκηνοθεσία: Νικαίτη Κοντούρη

Συνεργάτης σκηνοθέτης: Γιάννης Παρασκευόπουλος

Κοστούμια – Σκηνικά: Ευαγγελία Κιρκινέ

Μουσική: Μάνος Μυλωνάκης

Τραγούδι παράστασης: Γιάννης Αγγελάκας

Χορογραφία: Τάσος Παπαδόπουλος

Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα

Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Σόνια Καϊτατζή

Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη

Φωτογραφίες: Mike Rafail (That Long Black Cloud)

Διανομή

Δημήτρης – Τάρικ Ελ Φλάιτι (Ρασκόλνικοφ)

Αγγελική Κιντώνη (Σόνια)

Φανή Καλογήρου – Βαλτή (Ντούνια)

Γιάννης Παρασκευόπουλος (Πορφύριος)

Στέλιος Καλαϊτζής (Σβιντριγκάιλοφ)

Αλέξανδρος Ζαφειριάδης (Ντοστογιέφσκι)

Δημήτρης Καυκάς (Ντιμίτρι Ραζουμίχιν)

Έφη Σταμούλη (Πουλχερία)

Φίλοι, Κατάδικοι, Θαμώνες Ταβέρνας, Κλώνοι των Ηρωίδων και των Ηρώων: Θανάσης Δισλής, Εύη Κουταλιανού, Τίτος Μακρυγιάννης, Μάρα Μαλγαρινού, Μαρία – Νεφέλη Παρασκευοπούλου, Γιώργος Σφυρίδης, Εύα Σωφρονίδου, Στέλιος Χρυσαφίδης

Φιγκυράν, Φίλοι, Κατάδικοι, Θαμώνες Ταβέρνας, Κλώνοι των Ηρωίδων και των Ηρώων: Κλειώ Λάγιου, Νίκος Χάψαλης