Νένα Μεντή στο TheOpinion: «Το θέατρο μου δίνει παράταση, μου δίνει ζωή»
Η ηθοποιός, Νένα Μεντή, μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη.
Με τη συγγραφική και σκηνοθετική υπογραφή του Πέτρου Ζούλια, η Νένα Μεντή ερμηνεύει τον «Μονόλογο μιας μοδίστρας», αποκαλύπτοντας επί σκηνής του Βασιλικού Θεάτρου τις μεγάλες συγκινήσεις της ζωής.
Μετά από έντεκα χρόνια απουσίας από το πολιτιστικό γίγνεσθαι της Θεσσαλονίκης, η Νένα Μεντή επιστρέφει στην αγαπημένη της πόλη.
Μου εκμυστηρεύεται ότι ανυπομονεί να συναντήσει το κοινό μέσα από τον έκτο μονόλογο της εξηντάχρονης θεατρικής της διαδρομής, και η συζήτησή μας στρέφεται στους ρόλους που τη «σημάδεψαν». Άλλωστε, για την ίδια «το θέατρο είναι βάλσαμο» και η σχέση με τον κόσμο κάτι μοναδικό.

Κυρία Μεντή, αντιλαμβάνομαι ότι είστε ένας δραστήριος άνθρωπος. Πώς κυλάει η ζωή εκτός σκηνής;
Με ψώνια, με μαγείρεμα, με συγύρισμα. Νταντεύω τον εγγονό μου. Πάω στη θάλασσα. Κυλάει κανονικά, όπως όλων των ανθρώπων. Και πολύ αποτελεσματικά, με πολλές δυνάμεις.
Έχω την ενέργεια τριαντάχρονου ανθρώπου, συνέχεια «βρίσκομαι στην τσίτα». «Χτυπάω τα ξύλα» γενικώς, είμαι γερή.
Πέρασα, τελευταία, μία πολύ δύσκολη φάση με τον άντρα μου· ένα πολύ σοβαρό θέμα υγείας επί τριάμισι χρόνια. Το νικήσαμε! Τελειώσαμε! Ξεμπερδέψαμε! Έβαλα, όμως, πολλή δύναμη.
Έχω δοκιμαστεί στη ζωή μου από δύσκολα πράγματα, από απώλειες αγαπημένων ανθρώπων και, μάλιστα, από πολύ νέα. Δεν τα έχω ξεπεράσει, αυτά είναι «σφραγίδες». Τα έχω αντιμετωπίσει, όμως, με γενναιότητα. Είναι θέμα χαρακτήρα, του πώς μεγάλωσα από το σπίτι μου.
Είναι το θέατρο μια διέξοδος στις δυσκολίες;
Πάρα πολύ! Φέτος, κλείνω εξήντα χρόνια… Για μένα, το θέατρο είναι βάλσαμο. Είναι «φάρμακο». Είναι «θεραπεία». Το θέατρο μου δίνει παράταση, μου δίνει ζωή. Και μου προσφέρει φοβερό ενδιαφέρον. Ο κόσμος με συγκινεί βαθιά.
Στη Θεσσαλονίκη έχω να έρθω έντεκα χρόνια. Τελευταία φορά, με την παράσταση της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου συνέβη κάτι πολύ ιδιαίτερο. Ίσως να φταίει κι αυτό που αισθάνομαι για τους ανθρώπους και την πόλη.
Οι ηθοποιοί συνηθίζουμε να λέμε πως μας αρέσει η Θεσσαλονίκη· φεύγουμε από την Αθήνα που έχουμε μάθει και συνηθίσει, που κάπου τη βαριόμαστε, που κάπου έχει γίνει και αφόρητη. Αλλά η Θεσσαλονίκη είναι πράγματι ιδιαίτερη. Έχει τα μειονεκτήματά της, νιώθω, όμως, ανθρώπινα. Θα ήθελα να έμενα πάνω. Έχει έναν άλλον «αέρα», όπως κι όλη η Βόρεια Ελλάδα.
Έχω κάνει πολλές περιοδείες, και περιοδεία σημαίνει όλη η Βόρεια Ελλάδα: από Καστοριά και Φλώρινα μέχρι Διδυμότειχο. Ο κόσμος είναι αλλιώτικος και αγαπάει πολύ το θέατρο.

Τώρα, έρχεστε με τον πέμπτο μονόλογο της πορείας σας;
Είναι ο έκτος. Έχω παίξει την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», το έργο «Ουρανός κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη, τις «Ξένες πόρτες» του Μάνου Ελευθερίου στο Φεστιβάλ Αθηνών, μόλις πέθανε ο Μάνος. Ήταν πολύ φίλος μου και μου εμπιστεύτηκε το κείμενό του. Ένα εξαιρετικό πράγμα, το οποίο παίχτηκε μόνο για πέντε παραστάσεις.
Επίσης, έκανα το μονόπρακτο «Η Σύλβα και ο Δράκος», βασισμένο σε βιβλίο του δικού σας Θεσσαλονικιού και φίλου μου, Θωμά Κοροβίνη. Μια υφάντρα με μικρασιατική καταγωγή και τώρα τον «Μονόλογο μιας μοδίστρας».
Ο μονόλογος λειτουργεί για τον ηθοποιό και σαν ένα είδος προσωπικής εξομολόγησης;
Απολύτως. Και ανάγκης για επικοινωνία με τον κόσμο. Είχα αυτήν την ανάγκη από την αρχή που βγήκα στο θέατρο. Με ενδιέφεραν η σχέση και η επικοινωνία με τον κόσμο, με αυτό που λέμε «κοινό». Ιδιαίτερα μετά τον μονόλογο της Παπαγιαννοπούλου, αυτά «απογειώθηκαν».
Ο κόσμος ήξερε τα τραγούδια, αλλά δεν γνώριζε την προσωπικότητα αυτής της πολύ σπουδαίας και ιδιαίτερης γυναίκας· ένα κράμα διανοούμενης και αλήτισσας. Η παράσταση «πέταξε», όπως συνηθίζω να λέω. Έχω ζήσει στιγμές, που δεν νομίζω ότι θα ξαναζήσω στη σκηνή.
Ο μονόλογος της Ευτυχίας ήταν από τους πρώτους που έγιναν. Δεν υπήρχε, τότε, αυτή η «μόδα». Δικαίωμα να κάνουν μονόλογο είχαν οι σπουδαίοι ηθοποιοί. Εμείς, που δεν ήμασταν σπουδαίοι -και δεν το λέω ειρωνικά, το λέω αληθινά- δεν παίζαμε μονόλογο.
Όταν μου ‘πε ο Ζούλιας να κάνω την Ευτυχία, του απάντησα: «Ψώνιο είμαι; Θα παίζω μόνη μου;». Ήταν κάτι, που το έκαναν οι εξαιρετικοί ηθοποιοί, όπως ο Χορν, η Λαμπέτη… Δεν το έκανε ο καθένας.
Πήρα μεγάλο ρίσκο. Έγινε αυτός ο χαμός, καθώς το θέμα, το πρόσωπο, η εποχή, όλο αυτό το λαϊκό στοιχείο είχαν τρομακτική απήχηση στον κόσμο.
Ο μονόλογος είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πράγμα, ούτε αρέσει σε όλους τους ηθοποιούς κι, επίσης, ούτε σε όλους τους θεατές. Όσα χρόνια έπαιζα την Παπαγιαννοπούλου -765 παραστάσεις στο σύνολο, κατά βάση Δευτερότριτα- έρχονταν, κυρίως, άντρες θεατές και μου έλεγαν: «Με έφερε με το ζόρι η γυναίκα μου, που το βλέπει τρίτη φορά. Εγώ δεν πάω στο θέατρο και ειδικά σε μονόλογο, σκυλοβαριέμαι». Οι άντρες δεν πάνε εύκολα στο θέατρο, τους «τραβάνε», συνήθως, οι γυναίκες τους.
Τώρα, λοιπόν, στο «ΜΙΑ ΖΩΗ – Ο μονόλογος μιας μοδίστρας», το μισό κοινό ήταν άντρες. Κι αυτό είναι υπέροχο. Αλήθεια σου λέω, δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για τον κόσμο…

Σκέφτομαι, κυρία Μεντή, πόσες κόρες και πόσοι γιοι έχουν έρθει ή θα έρθουν με τις μανάδες τους -γυναίκες του μόχθου, της βιοπάλης- να δουν την παράσταση «ΜΙΑ ΖΩΗ – Ο μονόλογος μιας μοδίστρας»…
Στην Αθήνα, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας έρχονταν με τα παιδιά ή τα εγγόνια τους και κάποιες από αυτές τις γυναίκες υπήρξαν μοδίστρες. Ήταν πολύ συγκινητικό, καθώς βρήκαν ένα πράγμα δικό τους, της ζωής τους.
Αυτό είναι η παράσταση: αφηγείται τη ζωή μιας μοδίστρας, η οποία έχει πάρα πολλά κοινά με άλλους ανθρώπους. Έχει και ιδιαίτερα στοιχεία, αλλά πρόκειται για κοινές αναφορές. Αυτό είναι που συγκινεί. Θυμίζει πράγματα, τα οποία ζήσαμε όλοι μαζί.
Πρόκειται για αναφορές σε πραγματικά γεγονότα, με πολιτική και κοινωνική χροιά.
Βέβαια. Εξορία, Μακρονήσι, Τρίκερι, Πολυτεχνείο, Χούντα, κορωνοϊό και φτάνουμε στα Τέμπη.
Πριν ολοκληρώσω τα λόγια μου, ο κόσμος καταλαβαίνει τι θα πω… «Ωχ, Παναγία μου», ακούω από κάτω κάθε βράδυ…
Αυτό, σας «ακούμπησε», ίσως, πιο προσωπικά;
Νομίζω και όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα, ποτέ.
Μία τέτοια τραγωδία, με όλα τα παιδιά και τους ανθρώπους που χάθηκαν, δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα! Δεν πήγαν στον πόλεμο να χαθούν για την πατρίδα. Δεν υπάρχει πιο τραγικό πράγμα από αυτό.
Κάνει ο πατέρας απεργία πείνας στο Σύνταγμα, για να του δώσουν το πτώμα του παιδιού του… Δεν υπάρχει αυτό που συμβαίνει!
Αυτή η μεγάλη συγκέντρωση που έγινε, ήταν απίστευτη. Είχαμε χρόνια να δούμε τόσο κόσμο. Ο κόσμος, πια, δεν μαζεύεται για να διαμαρτυρηθεί. Τα έχουμε «καταπιεί» όλα…

Στην κοινή συνείδηση, η τηλεοπτική σας καριέρα ξεκινάει με τις «Τρεις Χάριτες». Ένα έργο, το οποίο, μέχρι προχθές, παιζόταν σε επανάληψη. Το είδατε;
Έπαιζα, βέβαια, ήδη είκοσι πέντε χρόνια θέατρο. «Οι Χάριτες» και «Το δις εξαμαρτείν» είναι δύο εξαιρετικές κωμωδίες. Για μένα, δεν έχουν ξαναγίνει τέτοια πράγματα. Όχι επειδή συμμετείχα, αλλά δεν γράφουν, πια, όπως έγραφαν τότε.
Αυτό το χιούμορ και αυτή η κατάσταση που δεν έχουν καμία χυδαιότητα, καμία ευκολία και βγάζουν πραγματικούς ανθρώπους στην οθόνη, είναι σπάνια. Δεν ήταν, δηλαδή, καρικατούρες οι άνθρωποι, ούτε υπήρχε κάτι χυδαίο ή εξυπνακίστικο. Τέτοια γεγονότα μπορεί να συμβούν στον καθένα. Έκανα κι άλλα σίριαλ φυσικά, και οι «4 (Τέσσερις)» του Παπακαλιάτη ήταν πολύ καλό.
Αν θα δω τις «Χάριτες», τυχαία. Πέρα από το ότι τις έχω παρακολουθήσει πολλές φορές, οι άλλες δύο συνάδελφοί μου δεν ζουν πια. Δεν μου είναι ευχάριστο να τις βλέπω.
Πληροφορίες
«ΜΙΑ ΖΩΗ – Ο μονόλογος μιας μοδίστρας»,
με τη Νένα Μεντή
Βασιλικό Θέατρο, Θεσσαλονίκη
Πρεμιέρα: Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025
Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων: more.com
Συντελεστές
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά: Άννα Ζούλια
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης
Μουσική: Παναγιώτης Τσεβάς
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα – Μαρία Κατσουλάκη
Επικοινωνία Θεσσαλονίκης: Γίνονται Έργα
Παραγωγή: Θέασις Δράσεις Πολιτισμού