Μελαχρινός Βελέντζας στο TheOpinion: «Η μουσική δεν είναι για να βλέπεται, είναι για ν’ ακούγεται»

Ο Μελαχρινός Βελέντζας μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

Μελαχρινός Βελέντζας στο TheOpinion: «Η μουσική δεν είναι για να βλέπεται, είναι για ν’ ακούγεται»
Εικόνα: Δημήτρης Μανής

Το «Lemon», υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση και σκηνική προσαρμογή του Μελαχρινού Βελέντζα, έρχεται στο Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ για δύο παραστάσεις· Σάββατο 18 και Κυριακή 19 Μαΐου.

Από το 2018, παρουσιάζεται πότε στη στεριά πότε στη θάλασσα και πότε κάπου ανάμεσα. Αυτήν τη φορά, το «Lemon» επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη για να αφηγηθεί την ιστορία του σπουδαιότερου πιανίστα του Ωκεανού, που γεννήθηκε πάνω σ’ ένα καράβι και δεν κατέβηκε ποτέ από αυτό.

«Όσο ωραίες και να είναι οι ιδέες, όταν δεν υπάρχει μια ομάδα να είναι υποστηρικτική και να αντιλαμβάνεται και το όραμα και την πρόθεση που μπορεί να υπάρχει, δεν μπορούν να γίνουν τα πράγματα. 

Το “Lemon” είναι αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας. Αυτό είναι ζητούμενο και με τους θεατές, “πάμε παιδιά, να το φτιάξουμε παρέα”. Το θέατρο θέλει και ενεργούς θεατές», επισημαίνει ο Μελαχρινός Βελέντζας στο TheOpinion.

Μελαχρινέ, το μουσικό κομμάτι προϋπήρξε του υποκριτικού. Πώς, όμως, τα «παντρεύεις» αυτά τα δύο;

Νομίζω πως έχει να κάνει από μια επιρροή, που ξεκίνησε από τον πατέρα μου. Και από το όνομα το οποίο μου δόθηκε· ονομάζομαι Μελαχρινός, αλλά δεν είμαι. Από μικρή ηλικία έμαθα ότι, η ταμπέλα και ο τίτλος που σου δίνουν, μπορεί να μην έχει κανένα απολύτως νόημα. Στην περίπτωσή μου, κιόλας, έχει και πλάκα!

Τίτλος είναι αυτός που θα δώσεις εσύ στον εαυτό σου. Μου αρέσουν τα πράγματα, τα οποία είναι πολύπλευρα. Πιστεύω ότι, εκ φύσεως, είμαστε πολύπλευροι όλοι οι άνθρωποι. Απλώς, μετά, είναι θέμα εκπαίδευσης και συγκυριών για το αν κάποιο στοιχείο θα αναπτυχθεί. 

Για μένα, το θέατρο και η μουσική είναι συμπληρωματικά. Ενυπάρχει το ένα στο άλλο. Για παράδειγμα, στο θέατρο ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, και για τον θεατή, είναι ο ρυθμός· αυτό που λέμε ότι «η παράσταση έκανε “κοιλιά”, κάπου βαρέθηκα». Έχει να κάνει, λοιπόν, με μια ρυθμολογία. Ο λόγος επίσης μπορεί να έχει μουσικότητα. Και από την άλλη όταν παίζει ένας μουσικός, ένας πιανίστας, μπορεί αυτό να είναι ένα θεατρικό γεγονός από μόνο του.

Εάν, λοιπόν, θα έδινες έναν «τίτλο» στον εαυτό σου, ποιος θα ήταν αυτός;

Θα προσθέσω μια τρίτη ιδιότητα, που λέγεται «καλλιτεχνικός παραγωγός». Δηλαδή, στο «Lemon», έχω αναλάβει και την παραγωγή. Κι εδώ μπαίνουν οι σπουδές μου στο κομμάτι της Επικοινωνίας και της Πολιτιστικής Διαχείρισης. 

Έχει να κάνει με την ανάγκη μου να πω κάτι, το οποίο, αρχικά, αφορά εμένα πάρα πολύ. Αφορά τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι και, μετά, τους θεατές. Στην ουσία, επιστρατεύω ό, τι διαθέσιμο έχω ώστε να μπορέσω να το εκφράσω. 

Τα διαφορετικά μέσα και εργαλεία είναι σαν τα εκφραστικά μέσα. Όπως ο ηθοποιός έχει το σώμα του, τον λόγο, το τραγούδι, αντίστοιχα κι εγώ ως άνθρωπος πότε θα χρησιμοποιήσω το θέατρο πότε τη μουσική πότε την παραγωγή. Παραγωγή όχι με την έννοια των χρημάτων όσο με την έννοια της ετυμολογίας, δηλαδή του παράγω, «γεννώ» κάτι.

Για να το κάνουμε πιο συγκεκριμένο, μέσω της παράστασης «Lemon» τι είναι αυτό που θέλεις να πεις;

Το «Lemon» ξεκίνησε από μια εσωτερική, ψυχική ανάγκη. Υπάρχει ένα σημείο ταύτισης με το έργο, όπου ο χαρακτήρας λέει ότι: «Κανείς δεν είναι ξεγραμμένος, άμα έχει έτοιμη μια καλή ιστορία και κάποιον για να του τη διηγηθεί». 

Το ’18 ήμουν σε έναν χώρο, όπου άκουγα διαρκώς πολλά «αν» και υποθέσεις… Όταν διάβασα το κείμενο, μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η φράση. Έχει, επίσης, ένα μέτρο· δηλαδή, να έχεις μια πολύ καλή σύνδεση με αυτό που κάνεις, μια καλή ιστορία -δεν θέλεις την καλύτερη του κόσμου- και κάποιον για να τη διηγηθείς. Τους θεατές. 

Οπότε, κάπως, σαν να με «απελευθέρωσε». Είναι το κλασικό, αυτό που λέμε ότι αν δεν έχεις τίποτα να χάσεις, μπορείς να το δοκιμάσεις και, τελικά, μόνον κέρδος θα έχει αυτό το οποίο θα επιχειρήσεις. Νομίζω ότι αυτός ήταν ο λόγος, που ξεκίνησε το ταξίδι. Και είναι και ο λόγος, που κρατάει τόσα χρόνια.

Έξι χρόνια, έτσι;

Έξι χρόνια και δεν μιλάμε, πια, για την παράσταση. Η παράσταση είναι μια αφορμή για να ταξιδέψουμε αποκεντρωμένα, να παίξουμε για ανθρώπους και κοινότητες που δεν αποτελούν μέρος της κυρίαρχης πολιτιστικής παραγωγής.

Και να παίξετε και σε πολύ ιδιαίτερα μέρη…

Την πρώτη μας παράσταση την κάναμε πάνω σε αγκυροβολημένο καράβι. Για τον κόσμο είναι μια έκπληξη και μια ανατροπή της πραγματικότητας. 

Στο μυαλό μου είναι τελείως φυσικό, επειδή ακριβώς αυτός ο χαρακτήρας ζει και παίζει πάνω σε ένα πλοίο. Εκεί, μάλιστα, υποκριτικά δεν χρειάζεται να «παίξεις» ότι κουνάει το καράβι. Κουνάει όντως.

Σε ποιον χώρο δεν έχει καταφέρει να πάει ακόμη η παράσταση, αλλά θα ‘θελες πολύ;

Τους χώρους στους οποίους παρουσιάζεται το «Lemon», τους «παλεύω» αρκετά χρόνια μέχρι να φτάσουμε να τους καταφέρουμε. Ένας, λοιπόν, από αυτούς που δεν τα έχω καταφέρει ακόμη και το θέλω πάρα πολύ, είναι το Ναυάγιο στο Γύθειο. 

Υπάρχει ένα καράβι, το οποίο έχει ξεβράσει η θάλασσα. Έκανε, νομίζω στη δεκαετία του ’70, λαθρεμπόριο. Τώρα, πια, είναι σκουριασμένο και ακριβώς στην παραλία πάνω. Για μένα, είναι το Βιρτζίνιαν. Στο έργο, βρισκόμαστε λίγο πριν ή λίγο μετά την έκρηξη του καραβιού. Οπότε, είναι τρομερό φυσικό σκηνικό. 

Και μου αρέσει αυτός ο τόπος, γιατί η φύση γίνεται, με έναν τρόπο, συμπαραγωγός και συμπρωταγωνίστρια. Σου προσφέρει απλόχερα αυτό που, υπό άλλες συνθήκες, θα ‘πρεπε να το βρεις ή να το κατασκευάσεις. 

Ανεξαρτήτως των παραστάσεων, αντιλαμβάνομαι ότι είσαι, γενικότερα, λάτρης της φύσης και του τοπίου.

Εδώ έρχεται το παιδικό βίωμα πάλι, διότι μεγάλωσα με ένα βαν. Είχαμε, δηλαδή, ένα βαν, το οποίο το είχαμε φτιάξει σαν σπιτάκι που είχε τα πάντα μέσα -αυτό με βοήθησε να λειτουργώ ανεξάρτητα από πολύ μικρή ηλικία- και με το οποίο κάναμε διακοπές το καλοκαίρι.

Αλλά όταν λέμε διακοπές, τρεις μήνες είχαμε στα χέρια αυτούς του χάρτες τους παλιούς, τους χειροποίητους, και ανακαλύπταμε χωριό χωριό σε όλη τη διαδρομή. Διαλέγαμε, για παράδειγμα, τη Μακεδονία και πηγαίναμε σε κάθε Νομό και χαρτογραφούσαμε πραγματικά την περιοχή. 

Νομίζω ότι, αυτό, υπάρχει στον τρόπο που λειτουργώ ως καλλιτέχνης. Είναι κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ και «γέννησε» και το motto της καλλιτεχνικής φιλοσοφίας: «το θέατρο υπάρχει όπου υπάρχουν θεατές».

Δεν περιμένω, τόσο πολύ, να έρθει ο κόσμος στην αστική αίθουσα. Πάω εγώ εκεί όπου, θα έλεγα κιόλας, υπάρχει ανάγκη. Γιατί, σε αυτές τις περιοχές που πάμε και παίζουμε, δεν δίνεται η δυνατότητα σε αυτούς τους ανθρώπους γενικότερα. Όχι μόνον στο θέατρο.

Εικόνα: Γρηγόρης Σταθόπουλος

Βέβαια, και μια αστική αίθουσα δεν τη «σνομπάρεις».

Καθόλου! Ίσα ίσα, κάνουμε τα ταξίδια -όπως συμβαίνει και με τα ταξίδια που κάνουμε ως άνθρωποι- για να επαναπροσδιορίσουμε την καθημερινότητά μας. Οπότε, επιστρέφουμε στην αστική αίθουσα, αλλά, πια, με όλη αυτήν την εμπειρία. 

Τώρα, για παράδειγμα, στο ΑΥΛΑΙΑ, που θα κάνουμε τη γιορτή για τα έξι χρόνια ή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, που θα έχουμε και τον Λάντσια, στην ουσία θέλουμε να αφηγηθούμε αυτές τις ιστορίες. Και υπάρχουν και στην ερμηνεία του ηθοποιού την ώρα που παίζει, «κουβαλάμε» όλες αυτές τις παραστάσεις. 

Και υπάρχει και μια ταύτιση με τους χαρακτήρες του έργου. Γιατί κι αυτοί οι άνθρωποι ταξίδευαν. Ο 1900, επειδή δεν είχε κατέβει ποτέ στη στεριά, μάθαινε μουσική από τις αφηγήσεις των ανθρώπων που ανέβαιναν στο καράβι. Εμείς, με έναν αντεστραμμένο τρόπο, «κατεβαίνουμε» απ’ το καράβι για να μαζέψουμε ιστορίες και να ξαναταξιδέψουμε. 

Τι θα έλεγες; Αφήνει στο τέλος μια «ξινόπικρη» γεύση, σαν αυτήν του λεμονιού, ή το ευωδιαστό άρωμά του;

Είναι σκηνοθετημένο με πολύ μεγάλη ευφυΐα, από τη Γεωργία την Τσαγκαράκη, ούτως ώστε να κάνει έναν «κυματισμό» στα συναισθήματα. Κι εκεί που γελάς, να συγκινείσαι. Περνάει απ’ το ένα στο άλλο σαν «φουρτούνα». 

Αυτό που αφήνει, νομίζω ότι είναι αυτό που μου αρέσει να γίνεται στις παραστάσεις. Δηλαδή, να έχουν «ανοιχτό» τέλος. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, όταν διαφοροποιούνται και οι απόψεις και η πρόσληψη απ’ τον θεατή.  

Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, μετά από μια παράσταση, που είχε έρθει μία θεατής η οποία είχε διαγνωστεί στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου. Και, κάπως, είχε ταυτιστεί με τον χαρακτήρα κι έλεγε ότι: «Κρίμα που δεν είχα “κατέβει” όλα αυτά τα χρόνια από το καράβι μου και τώρα, πια, που τ’ αποφάσισα, δεν έχω χρόνο».

«Παίζοντας μουσική για το μοναδικό παιδί του χωριού»

Αναφερθήκαμε στο τέλος του «Lemon» ως πράξη. Εσύ, ως καλλιτεχνικός παραγωγός, έχεις σκεφτεί το οριστικό τέλος της παράστασης και την αρχή, ενδεχομένως, της επόμενης;

Τελειώνει και αρχίζει συνέχεια. Κάπως, βγαίνει έργο μέσα από το έργο. Και βλέπω ότι, τώρα, με οδηγεί και στο επόμενο. Σίγουρα, το πρώτο αφήνει μια πολύ γλυκιά αίσθηση. Φτιάχτηκε με πολύ μεράκι κι αγάπη, διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και νομίζω ότι έχει πολύ δρόμο ακόμη. 

Το εξελίσσουμε έτσι, που θα μπορεί οποιοσδήποτε ντόπιος κάτοικος οποιασδήποτε περιοχής να μας καλέσει στον τόπο του. Έχουμε μια ανεξάρτητη παραγωγή και μπορούμε να στήνουμε τις παραστάσεις. Kαι προσπαθούμε να βρίσκουμε έναν τρόπο, αδιαμεσολάβητα πια, να πηγαίνουμε όπου υπάρχουν θεατές. Αυτή είναι η εξέλιξη του «Lemon». Και το εξωτερικό, το οποίο βάζουμε σιγά σιγά στο «κάδρο». 

Σκέψη για επόμενο έργο υπάρχει. Έχει ξεκινήσει μια έρευνα, όπου πηγαίνω και μαζεύω ιστορίες παλιών πιάνων -τα οποία είναι εγκαταλειμμένα σε σπίτια- και μέσα από αυτά και τις ιστορίες των ανθρώπων. Και προσπαθούμε να τα «επαναφέρουμε» στη ζωή. 

Με απασχολεί, ως καλλιτέχνη, ο κλειστός και ο ανοιχτός χώρος. Ή τι έχουμε σε έναν περιορισμένο χώρο. Τι έχουμε σε ένα κουτί… Στο «Lemon» υπάρχει αυτό ως νόημα. Έχουμε, δηλαδή, έναν άνθρωπο περιορισμένο, ο οποίος μέσα στο πιάνο του γίνεται «απέραντος» και δεν κατεβαίνει στην απέραντη πολιτεία, που είναι έξω από το καράβι. 

Υπό την ίδια έννοια, έχουμε ένα πιάνο ως αστικό σύμβολο και το έχουμε προσδώσει -λανθασμένα, θα έλεγα- μια πολύ συγκεκριμένη λειτουργία. Ας πούμε, μια μεγάλη παρεξήγηση με τα πιάνα είναι ότι δεν πρέπει να παίζονται, γιατί χαλάνε. Αυτό που συμβαίνει, είναι το τελείως ανάποδο· αν δεν υπάρχουν τα δάχτυλα να παίξουν, αυτό το πράγμα, μετά, αργοπεθαίνει. 

Το πιάνο είναι φτιαγμένο για να ηχεί, όπως ακριβώς ένας άνθρωπος. Αν του πεις ότι δεν θα μιλήσει για το υπόλοιπο της ζωής του, είναι σαν να του αφαιρείς τη φωνή του.

Αναρωτιέμαι, μετά από όλα αυτά, πόσα πιάνα να έχεις αλλάξει…

Έχω το ίδιο πιάνο, έχω αλλάξει πάρα πολλά σπίτια! Επειδή γράφω και διηγήματα -που, νομίζω, έρχεται η ώρα να προχωρήσω σε μια έκδοση- έχω τη σκέψη του πώς αυτό το πιάνο αφηγείται τις διαφορετικές διαδρομές. 

Τι συμβαίνει στον κόσμο σου, όταν ακουμπάς τα χέρια σου στα πλήκτρα;

Νομίζω ότι έχω μια υπαρξιακή σύνδεση. Από μικρός κατάλαβα ότι δεν με ενδιαφέρει η δεξιοτεχνία. Το θεωρώ, πολλές φορές, «εγκλωβιστικό», γιατί συνδέουμε το πιάνο με το εξαιρετικό παίξιμο. 

Όταν κάνω μαθήματα, είναι το βασικό πρόβλημα που έχουν οι μαθητές μου. Έρχονται και δεν μπορούν να παίξουν κάτι πάρα πολύ απλό, που μπορεί να έχουν ακούσει με τ’ αυτί τους. Γιατί φοβούνται ότι κάποιος θα τους δει να παίζουν. Η μεγάλη παρεξήγηση είναι ότι η μουσική δεν είναι για να βλέπεται, είναι για ν’ ακούγεται. 

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι, συνήθως, κλείνω τα μάτια μου. Μ’ αρέσει πολύ να ακούω τον ήχο και με χαλαρώνει. Το πιάνο έχει και μια σωματικότητα· ακουμπάς τα δάχτυλά σου, το σώμα σου είναι εκεί. Το πιάνο το βλέπω, επίσης, σαν ανθρώπινο κύτταρο. Είναι μια σχέση οργανική.

Εικόνα: Χάρης Γερμανίδης

Πληροφορίες

«Lemon»

Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ (Τσιμισκή 136, Πλατεία ΧΑΝΘ)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Σάββατο 18 & Κυριακή 19 Μαΐου στις 21.00

Εισιτήρια: 18€ κανονικό, 15€ μειωμένο (ανέργων, κάτω των 18, άνω των 65, ΑμεΑ, φοιτητικό, πολυτέκνων, οικογένειες 4 μελών και άνω, ομαδικά άνω των 10 ατόμων)

Προπώληση εισιτηρίων: more.com, ταμείο Θεάτρου ΑΥΛΑΙΑ

Προαγορά ομαδικών εισιτηρίων: 697 777 3875

Πληροφορίες – Κρατήσεις: 231 023 0013

Διάρκεια: 70 λεπτά

Η παράσταση παρουσιάζεται με αγγλικούς υπέρτιτλους

Συντελεστές

Ιδέα – Καλλιτεχνική διεύθυνση – Σκηνική προσαρμογή: Μελαχρινός Βελέντζας

Συγγραφέας: Alessandro Baricco

Mετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου

Διασκευή – Σκηνοθεσία – Κίνηση: Γεωργία Τσαγκαράκη

Σκηνογραφία: Νατάσα Τσιντικίδη

Κατασκευή πιάνο: Θωμάς Μαριάς

Κοστούμια: Κέλλυ Σταματοπούλου

Ήχος – Φώτα: Λευτέρης Δούρος

Χορηγίες: Κατερίνα Ποδηματά

Social Media Ads: Αφροδίτη Πρέβεζα

Φωτογραφίσεις – Κινηματογράφηση περιοδείας: Γιώργος Παπασπύρου

Παραγωγή: MV Productions

Παίζουν

Μελαχρινός Βελέντζας (1900) & Γιώργος Δρίβας (Τιμ Τούνυ)