Λένα Κιτσοπούλου στο TheOpinion: «Η μη αρτιότητα στα πράγματα είναι μέρος της άποψής μου»

Η Λένα Κιτσοπούλου, λίγο πριν την παράσταση «Και Λέγε Λέγε», τα…λέει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

Λένα Κιτσοπούλου στο TheOpinion: «Η μη αρτιότητα στα πράγματα είναι μέρος της άποψής μου»

Το έργο της Λένας Κιτσοπούλου, «Και Λέγε Λέγε», έρχεται για τέσσερις παραστάσεις στο Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ· Πέμπτη 26 έως και Κυριακή, 29 Σεπτεμβρίου. 

Πέρυσι το καλοκαίρι, η παράσταση «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου δίχασε κοινό, κριτικούς και opinion leaders. Εισπράττοντας διαφορετικές συμπεριφορές, θετικές και μη, προσπαθούσα να καταλάβω τι, ακριβώς, άφησε αυτό το έργο σε μένα προσωπικά. 

Όπως παραδέχτηκα στην ίδια τη Λένα -με την ευκαιρία της κουβέντας που ακολουθεί- αποχώρησα από το θέατρο σε μια κατάσταση σύγχυσης, στην οποία με οδήγησαν συγκεκριμένες σκηνές που παρακολούθησα. Κοινώς, μέσα μου μπερδεύτηκα! Μου πήρε καιρό για να κατανοήσω επί της ουσίας και να παραδεχτώ ότι πράγματι, ως κοινωνία, κοιμόμαστε τον νήδυμο ύπνο μας…

Η Λένα Κιτσοπούλου δεν καταπιάνεται ποτέ με ένα θέμα. Μέσα από μια διαδικασία αποδόμησης, όπως αναφέρει στο TheOpinion, θίγει επί σκηνής -με ωμό τρόπο, όπως θα το έλεγε και σε έναν δικό της άνθρωπο- ό, τι εισχωρεί μέσα της και την «καίει». 

Τώρα, αν δεν τάσσεσαι μαζί της, δεν πειράζει. Εμείς δεν μπορούσαμε, παρά να διεξάγουμε μια ειλικρινή συζήτηση μεταξύ μας…

Λένα, πώς ήταν φέτος το καλοκαίρι σου; Και το ρωτάω αυτό και σε σχέση με το περσινό, όπου το όνομά σου ήταν πηχυαίος τίτλος σε ό, τι αφορούσε στα θεατρικά δρώμενα.

Το καλοκαίρι μου ήταν ωραίο, πιο ήρεμο. Βέβαια, και η περσινή ένταση μού ήταν πάρα πολύ ευχάριστη· ήταν πολύ δυνατή στιγμή και η συγκεκριμένη παράσταση και η έκβαση που πήρε.

Αυτό για το οποίο μίλαγα, όπου σχολίαζα τα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται, το ότι έχουν όλοι άποψη για όλα και κρίνουν, κατακρίνουν, καταδικάζουν μέσα από τα social, πέτυχα να γίνει με μένα αμέσως μετά την παράσταση και να παίζουν, πια, οι άνθρωποι το έργο μου. Το θεώρησα, κάπως, επιτυχία αυτό. Μου έγινε ένα «δώρο», ας πούμε. Έτσι το βλέπω. 

Φέτος, το «Και Λέγε Λέγε» -που έρχεται και στη Θεσσαλονίκη τώρα- «έπιασε» καλοκαίρι και μετά ετοιμάστηκα για τα επόμενα· για μια σκηνοθεσία στον Στρίντμπεργκ, στο θέατρο Άνεσις, οπότε είχα γραψίματα. Είχα και κάποιες εμφανίσεις στην Ανάφη, στην Κρήτη, με τον Δώρο Δημοσθένους που τραγουδάμε μαζί. 

Πάλι σαν να μην ξεκουράστηκα μου φαίνεται, ενώ δεν είχα καινούργια καλοκαιρινή δουλειά. Πάντα βγαίνουν πράγματα με μένα, δεν σταματάει αυτό. Αλλά πήγα και σε δύο-τρία μέρη, μπόρεσα κι έλειψα.

Όταν, δηλαδή, δεν δημιουργείς κάτι -αν υπάρχουν τέτοιοι περίοδοι στη ζωή σου- πώς περνάς μια πιο συνηθισμένη, πιο flat ημέρα;

Δεν υπάρχει, γιατί δεν θέλω να υπάρχει. Ακόμα και η flat μέρα έχει μέσα τη σκέψη για κάτι δημιουργικό, απλώς πιο χαλαρά. Μπορεί να θέλω να είμαι μέσα σε ένα ατελιέ ή να θέλω να φτιάξω γλυπτά. Κάτι βρίσκω να κάνω. Μου αρέσει να σκιτσάρω, ακόμα και να ψιλογράφω κάτι για πάρτη μου χωρίς να έχει στόχο. Δεν μπορώ, ακριβώς, να κάθομαι.

Μ’ αρέσει και το «κενό», αλλά δεν κρατάει πολύ. Σκέφτομαι, όλα τα μεταβάλλω σε κάτι, όλο μια ιδέα έχω. Μ’ αρέσει να «τρώγομαι» λίγο. Και μ’ αρέσουν πολύ τα χειρωνακτικά, οπότε, όταν βρίσκω χρόνο, ψάχνομαι να ασχοληθώ με τέτοια πράγματα· να ζωγραφίσω, να κάνω κεραμικά. Βρίσκω χρόνο για αυτά που δεν μπορώ να κάνω, όταν είμαι στο θέατρο. 

Έναν άνθρωπο, ο οποίος ασχολείται με όλα αυτά που μου περιγράφεις, θα τον χαρακτήριζα ως μια ευαίσθητη ψυχή. Εσένα, ο κόσμος γιατί σε «φοβάται»;

Αυτό, δεν ξέρω γιατί γίνεται. Κι εγώ αισθάνομαι έτσι, όπως λες. Και σίγουρα υπάρχει και μια μεγάλη μερίδα κόσμου, που επίσης το αισθάνεται· έχω δεχτεί, δηλαδή, πάρα πολύ θετικά πράγματα και feedback.

Το άλλο, νομίζω, ότι είναι μια αντίδραση ανθρώπων που, μάλλον, δεν με αφορούν και πολύ. Είναι μια μερίδα ανθρώπων που ίσως, με αυτόν τον ωμό τρόπο με τον οποίο σχολιάζω τα πράγματα, νιώθουν ευάλωτοι· δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν τον εαυτό τους και αντιδρούν σαν να μην θέλουν να ακούσουν κάτι. Αυτό φαντάζομαι.

Πράγματι, δεν μπορούμε να τα έχουμε καλά με όλους. Όπως, λοιπόν, δεν σε αφορούν κάποιοι άνθρωποι, κάποιους άλλους δεν τους αφοράς κι εσύ. Είναι το φυσιολογικό, αν θες. Το θέμα είναι ότι, όσοι δεν σε θέλουν, είναι αυτοί που εξακολουθούν να ασχολούνται και με σένα και με το έργο σου. Ε, αυτό πώς προκύπτει;

Μπορεί κάτι να βλέπουν, να μην θέλουν να το δεχτούν αλλά να τους εκνευρίζει. Δεν μπορείς, τελικά, να κρυφτείς από τον εαυτό σου. Μπορεί κάτι να τους διαολίζει κιόλας. Δεν ξέρω…

Αρέσκεται και ο κόσμος στην κακία, του αρέσει ο φθόνος. Το βλέπουμε αυτό και στην κοινωνία, βλέπουμε το πρόβλημα του γείτονα με τον γείτονα. Έχει ο άνθρωπος το βλέμμα του στον δίπλα και φθονεί, ζηλεύει, μιμείται, κουτσομπολεύει. Είναι αυτό το ανθρώπινο σύνδρομο, που ασχολείται κάποιος με τον άλλο κι όχι με τον εαυτό του όσο θα έπρεπε. 

Πώς θα χαρακτήριζες την τέχνη, που παράγεις;

Ούτε να περιαυτολογώ μ’ αρέσει ούτε να κρίνω εγώ τον εαυτό μου, αλλά νιώθω ότι, σίγουρα, εκτίθεμαι πολύ. Δεν φοβάμαι να είμαι ευαίσθητη, να εκτίθεμαι μέσα σε μια «αρένα». Θα πω αυτό που θέλω να πω, με τον τρόπο που θα το έλεγα στον πιο κοντινό μου άνθρωπο. Έτσι λειτουργώ και μπροστά σε ένα ευρύ κοινό. 

Ξέρω ότι αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις, να «κατακρεουργηθεί», να αρέσει ή να μην αρέσει. Αλλά μόνον με αυτόν τον τρόπο ξέρω να το κάνω και παίρνω το ρίσκο. Σαν να έχω άγνοια κινδύνου.

Έτσι θέλω να είμαι, το επιλέγω. Οι παραστάσεις πάντα σπάνε αυτόν τον θεατρικό «τοίχο» και απευθύνονται στον κόσμο. Πάντα θα μιλήσω προσωπικά, θα βάλω τον εαυτό μου μπροστά με έναν ρόλο και θα βγω να πω κάτι πολύ βαθύ, δικό μου. Είναι μια έκθεση μεγάλη, έτσι νιώθω για μένα. 

Κοινωνικά τι είναι αυτό που σε «ενοχλεί» και σε ωθεί, κατ’ επέκταση, να το «πολεμήσεις» με όπλο σου το θέατρο;  

Είμαι στα πάντα ευαίσθητη, όπως, νομίζω, κάθε άνθρωπος που ασχολείται με αυτήν τη δουλειά. Είμαι μέλος αυτής της κοινωνίας. Βλέπω κι εγώ την αδικία, τους νόμους που δεν ισχύουν, τις οικογένειες να «πνίγουν» ή να κακοποιούν τα ίδια τους τα παιδιά με χιλιάδες τρόπους, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για σωματική βία. Βλέπω όλα τα άσχημα του ανθρώπου αλλά και τα ωραία του· τον έρωτα, την ευτυχία. 

Αυτά «εισβάλλουν» μέσα μου, τα σκέφτομαι και με απασχολούν. Εκφράζω οτιδήποτε περιέχει αυτή η καθημερινότητά μας· από όσα θα ακούσω στην τηλεόραση για έναν πόλεμο μέχρι τον γείτονα, που θα φερθεί άσχημα στη γυναίκα του ή που θα ακούσω να λέει κάτι στο παιδί του. 

Έχω μ’ αυτά πολλή ευαισθησία, οι «κεραίες» είναι ανοιχτές όπως σε κάθε άνθρωπο της τέχνης. Είμαστε παρατηρητικοί και, κάπως, ευάλωτοι, ευαίσθητοι. Εισχωρεί μέσα μας ο κόσμος.

Γενικά, σε πολλές περιπτώσεις είμαστε απλοί θεατές, παρατηρητές. Διατηρούμε, δηλαδή, μια στάση ωχαδερφισμού απέναντι στις καταστάσεις. Πιστεύεις ότι, αυτό το «σοκ» που προκαλείς, είναι, τελικά, ένα αναγκαίο εργαλείο στην τέχνη προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας αλλά και τον κόσμο γύρω μας;

Νομίζω πως όσο πιο ανοιχτά εκθέτεις τα πράγματα, πιο καθαρά και τα λες με το όνομά τους τόσο περισσότερο «ταρακουνάς»… Δεν λέω ότι θα αλλάξει η κοινωνία με την τέχνη, αλλά κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί να έχουν ανάγκη να πιαστούν από κάπου, ίσως να βρίσκουν ένα αποκούμπι εκεί. Ή να μην νιώθουν τόσο λάθος, που σκέφτονται το ίδιο. Υπάρχει αυτή η επικοινωνία, είναι ωραίο. 

Σε μένα συμβαίνουν αντιπαραθέσεις στο κοινό, υπάρχει πάντα μια «μάχη»· κάποιοι μισούν, άλλοι γουστάρουν, κάποιοι τσακώνονται. Νομίζω ότι αυτό είναι το θέατρο, αυτός είναι ο λόγος να υπάρχει αυτό το «ζωντανό» πράγμα. «Κάτι» να γίνεται μετά. 

Κάποια πράγματα μπορεί να φαίνονται, καμιά φορά, «άφτιαχτα», άναρχα, αλλά τελικά, νομίζω, πως καταφέρνω να πω αυτό που θέλω. Και αυτή η μη τελειότητα, η μη αρτιότητα στα πράγματα, είναι μέρος της άποψής μου. Μ’ αρέσει ως στιγμή ζωής. 

Προέχει να πω αυτό που θέλω να πω κι ας μην ξέρω τα λόγια μου. Βγαίνω με κάτι χαρτιά στο χέρι, αλλά δεν το κάνω επειδή «φτύνω» κάποιον. Κάνω όλα τα υπόλοιπα και δεν πρόλαβα να τα μάθω, αλλά πρέπει να στα πω κι ας κρατάω το χαρτί στο χέρι. Κάπως έτσι, ίσως, δημιουργώ και μια αισθητική… Μου αρέσει, γιατί αυτή δημιουργείται από ανάγκη.

«Και Λέγε Λέγε»: από τη μία αντιλαμβάνομαι μια ανάλωση σε αερολογίες, από την άλλη κάνω την ταύτιση με το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι· μια ασχολία, ένα ταλέντο, που πολλοί, ίσως, δεν γνωρίζουν ότι έχεις.

Ναι, τραγουδάω πολλά χρόνια. Το κάνω «παράπλευρα». Είχα σχέση με τη μουσική από μικρή ηλικία και πάντα μου άρεζε να τραγουδάω. Έτυχε και «μπλέχτηκα» με κάτι φίλους και σαν να έγινε συνήθεια, άρχισε να μου αρέσει αυτό το πράγμα. Είναι και ένας τρόπος διασκέδασης που πάντα επέλεγα, να πάω, δηλαδή, σε ρεμπετάδικα. Και σκέφτηκα ότι, αφού βγαίνω σε αυτά τα μέρη, δεν δουλεύω κιόλας; 

Δεν είναι η δουλειά από την οποία βιοπορίζομαι. Είναι τόσο όσο ώστε να εκτονώνομαι, να πηδάω σε έναν άλλον κόσμο από τον θεατρικό, που έχει μια λαϊκότητα. Έχει μια ατμόσφαιρα που με ησυχάζει, με ηρεμεί. 

Στο «Και Λέγε Λέγε» είμαι με τη θεατρική μου ιδιότητα. Ο τίτλος προέκυψε, επειδή ήθελα να κάνω ένα έργο που να μιλά για τον έρωτα. Ήταν η εποχή που μ’ άρεζε και αυτό το τραγούδι πολύ, με την έννοια -όχι ότι πιστεύω στη βία- αλλά «που λένε, κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς». 

Η εποχή που ζούμε, ίσως, έχει παραγίνει. Ίσως αρχίζει και φανατίζεται στο να μην λέμε, στο να μην μιλήσουμε και χάνεται αυτό το «ζουμί» που έχει το φλερτ, το ερωτικό πάθος· το ότι μπορεί και να κακιώσεις, να θυμώσεις, μπορεί να πετάξεις και ένα τασάκι στο σπίτι σου από τα νεύρα. Συν του ότι, στον έρωτα, δεν φταίει, ίσως, αυτός που θα βρίσει τον άλλον. Μπορεί να έχει υποστεί κι αυτός, πριν, μια βία «με το γάντι». Κάπου, τα όρια μπερδεύονται. 

Μπορεί, κιόλας, να έχει πολλές σημασίες· είναι και αυτό που είπες, ότι λέμε, λέμε, λέμε και τι καταλαβαίνουμε, στο τέλος, πάνω στη ζωή, στον έρωτα, πάνω στην ύπαρξη; Τίποτα!

Στο πώς «συναντώνται» η ατμόσφαιρα ενός σκυλάδικου και ο έρωτας, μπορώ να το συλλάβω. Οι ήρωες του Τσέχωφ;

Εγώ δουλεύω, χτίζοντας. Δουλεύω λίγο σαν γλύπτης, δεν προαποφασίζω τι θα γίνει. Προκύπτει κάτι επί τόπου, με τους ανθρώπους που δουλεύω μαζί, ή υπάρχει μια ανάγκη εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή στο τι θέλω να εκφράσω. 

Είναι έργα, που έχουν μέσα πάρα πολύ τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Είμαστε «ποτισμένοι» από τον Τσέχωφ, με τα ανικανοποίητα θέματα της ζωής· «για αλλού ξεκίνησα, άλλα είναι εκείνα που αγαπώ», που λέει κι ο Ελύτης.

Ξεκινώντας και δουλεύοντας σε αυτό, άρχισε να μου βγαίνει και ένα μεγάλο σχόλιο για την τέχνη. Δουλεύοντας με τον Τσέχωφ, άρχισα να «παίζω» πολύ με την ιδέα που έχουμε για τον Τσέχωφ ή με τον τρόπο που, καμιά φορά, δεν θέλουμε να «αγγίξουμε» τα παλιά έργα και τα αντιμετωπίζουμε, λίγο, με μια σοβαροφάνεια. Άρχισε να γίνεται ένα πολύ δυνατό σχόλιο πάνω σε αυτούς τους τρόπους και πάνω στο τι είναι τέχνη, τελικά. 

Είναι και έργο για την τέχνη, για το πώς εμείς τη βλέπουμε και πώς θέλουν να μας την παρουσιάσουν, για το τι είναι mainstream. Είναι μια παρωδία, που σχολιάζει και την τέχνη και τη ζωή μας και την Ελλάδα, διότι καταλήγουμε και σε ένα τρίτο κεφάλαιο. Με τρεις τρόπους μιλάω, κάπως, για τα ίδια πράγματα· την τέχνη, τον έρωτα και την απελπισία. 

Αφού, λοιπόν, ένας άξονας είναι και ο έρωτας, τι είναι ο έρωτας για σένα; Τον ζεις με τον ίδιο έντονο τρόπο, με τον οποίο δημιουργείς;

Ναι, πάρα πολύ έντονα. Με πολύ πάθος. Έχω πολλή ανάγκη να βρίσκομαι στα «κόκκινα», να μην τον αφήνω, να μην συνηθίζεται. Παλεύω, δηλαδή, γι’ αυτό το πράγμα και το ζω.

Όλα τα ζω, γενικά, έντονα. Την ίδια στιγμή που κατακτώ κάτι, θέλω και το παραπάνω. Επειδή αποζητώ αυτήν την αδρεναλίνη, όλη την ώρα, ζω και τα hangover της. Αλλά έχω πάρει απόφαση ότι θέλω να «πληρώνω» το τίμημα, προκειμένου να κυνηγάω τα πάντα στο 100%.

Με την ευκαιρία αυτήν, προετοίμασέ μας και για τη νέα σου παράσταση, την «Ορέστεια του Στρίντμπεργκ», για όταν, με το καλό, έρθετε και εδώ.

Μακάρι να έρθουμε και με αυτήν την παράσταση. Είναι πάντα χαρά μου να πηγαίνω Θεσσαλονίκη, δεν έχω περάσει ποτέ άσχημα. Όλη μου η Θεσσαλονίκη είναι ένα γλέντι!

Εδώ έχουμε τρία έργα του Στρίντμπεργκ, βασίζομαι κυρίως στον «Χορό του Θανάτου». Το θέμα, στο έργο του Στρίντμπεργκ, είναι ο γάμος. Αυτό τον απασχολεί πολύ, γιατί είχε και ο ίδιος θέματα με τους γάμους του. Με αφορμή αυτό, μια σχέση ενός ζευγαριού είκοσι πέντε χρόνων, «ανοίγω» πάλι πάρα πολλά θέματα και αρχίζει η αποδόμηση.

Το ονόμασα «Ορέστεια», γιατί παίρνω στοιχεία από τρία έργα του. Και τα θέματα εκδίκησης, των Ερινύων και των ενοχών, με τα οποία καταπιάνεται η «Ορέστεια», κάπως μου έκανε ότι μπορούν να μπουν στο ζήτημα του Στρίντμπεργκ· ότι, αυτή η τεράστια τραγωδία, μπορεί να χωρέσει σε ένα μικρό στιγμιότυπο ενός έγγαμου βίου. Μπορεί να είναι και αυτός μια τραγωδία…

Αυτό το «πάντρεμα», τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και τους τίτλους των παραστάσεών σου, δεν άκουσα, πάντως, κάποιον να το συσχετίζει με το γνωστικό υπόβαθρο που πρέπει να έχει κάποιος για να το κάνει…

Προσπαθώ να το ψάχνω, όσο μπορώ. Δεν έχω τις γνώσεις ενός Ακαδημαϊκού ή Πανεπιστημιακού. Παλεύω, κάθε φορά, όταν θα πιαστώ με κάτι ή όταν θα βγάλω έναν τίτλο, να τον «υπηρετήσω».

Θέλω να υπάρχει νόημα, θα μελετήσω. Κάνω την «πλάκα» μου, αλλά προσπαθώ να εμβαθύνω.

Λένα, δεν σου κρύβω ότι νιώθω και λίγο τυχερή που τα είπαμε, καθώς δεν δίνεις πολλές συνεντεύξεις. Γιατί συμβαίνει αυτό; Δεν εμπιστεύεσαι ή και δεν γουστάρεις, ενδεχομένως, τους δημοσιογράφους; Γιατί το «ακούω» και αυτό… Ή ό, τι έχεις να πεις, προτιμάς να το επικοινωνείς μέσα από την τέχνη σου;

Εάν μπορούσα, δεν θα μιλούσα καθόλου. Θεωρώ ότι επικοινωνώ μέσω της δουλειάς που κάνω. Και αυτό που κάνουμε τώρα, όμως, είναι χρήσιμο και βοηθητικό. Θέλουμε ανθρώπους από κάτω, και ανθρώπους που, ίσως, δεν μας ξέρουν. Μέχρι ένα σημείο, το θεωρώ μέρος της δουλειάς μου και το κάνω.

Όταν, για μια παράσταση έχω μιλήσει δύο φορές, δεν θα μιλήσω και μια τρίτη ή τέταρτη φορά. Τι άλλο να πω μετά; Δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι. Ούτε θέλω να πολυφαίνομαι ούτε να λέω τα ίδια και τα ίδια.

Πολλές φορές, βέβαια, έχω δει και πράγματα που δεν μου άρεσαν, που είχαν παρερμηνευτεί. Έχω κακοπάθει, λίγο, και από τέτοια. Γενικά, προσέχω. Νιώθω μια ευθύνη όταν μιλάω, νιώθω ότι κάτι θα μείνει. 

Έτσι όπως με βλέπουν, πολλοί θεωρούν ότι είμαι «άνετη», ίσως επειδή έτσι γράφω, κι ότι θα τους πω για τη ζωή μου, για το ερωτικό μου… Πράγματα, που αρχίζουν και μου φαίνονται γελοία. Οπότε, το πάω πιο ήπια, πιο ήρεμα, πιο απόμακρα ώστε να μπορούμε να κάνουμε και τη δουλειά μας.  

Πληροφορίες

«Και Λέγε Λέγε», της Λένας Κιτσοπούλου

Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ (Τσιμισκή 136, Πλατεία ΧΑΝΘ)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη 26/09 – Παρασκευή 27/09 – Σάββατο 28/09 στις 21.15 & Κυριακή 29/09 στις 19.30

Εισιτήρια: 20€ κανονικό, 18€ εκπτωτικό (άνω των 65, πολυτέκνων, φοιτητικό, ανέργων, ΑμεΑ, ατέλειες)

Προπώληση εισιτηρίων: more.com, Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ (Δευτέρα έως Παρασκευή, ώρες 10.00 – 15.00)

Διάρκεια: 120’ λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Τηλέφωνο επικοινωνίας: 231 023 0013

Συντελεστές

Κείμενο – Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου

Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Βοηθοί σκηνοθέτριας: Μαριλένα Μόσχου, Σαβίνα Τσάφα

Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Βασιλική Ζωχιού

Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης, Γιάννης Μπουρνιάς

Σχεδιασμός αφίσας – banner: Αντώνης Γλυκός

Υπεύθυνος επικοινωνίας για τη Θεσσαλονίκη: Απόστολος Λιάπης

Παραγωγή: Constantly Productions Μ.ΕΠΕ

Ηθοποιοί

Αμαλία Ζαμπέτα

Λένα Κιτσοπούλου

Γιάννης Κότσιφας

Νικόλας Μαραγκόπουλος

Ιωάννα Μαυρέα

Πάνος Παπαδόπουλος

Γαλήνη Χατζηπασχάλη