Λ. Παπαληγούρα στο TheOpinion: «Όταν λέει η Νόρα “Θα φύγω”, θα ήθελα να μιλάει εξ ονόματος των γυναικών που έχουν υποστεί κακοποίηση»

Η Λένα Παπαληγούρα πρωταγωνιστεί στο «Κουκλόσπιτο» του Χένρικ Ίψεν και μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

Λ. Παπαληγούρα στο TheOpinion: «Όταν λέει η Νόρα “Θα φύγω”, θα ήθελα να μιλάει εξ ονόματος των γυναικών που έχουν υποστεί κακοποίηση»
Εικόνα: EUROKINISSI

«Το Κουκλόσπιτο» του Χένρικ Ίψεν σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, με τη Λένα Παπαληγούρα στον ρόλο της Νόρας, έρχεται στο Θέατρο Αριστοτέλειον για λίγες μόνον παραστάσεις· Τετάρτη 18 έως Κυριακή, 22 Οκτωβρίου.

«Αποδεικνύεται ότι, “Το Κουκλόσπιτο”, είναι ένα έργο πολύ μεγάλο. Έχει και κάτι αδυσώπητο για την ανθρώπινη ύπαρξη, έχει μια ματαιότητα… Είναι σκληρό έργο, κατά τη γνώμη μου. Όσο κι αν το τέλος είναι ελπιδοφόρο, γιατί, πραγματικά, είναι πολύ γενναία η πράξη της Νόρας και ανοίγει μια πόρτα για να μπει “αέρας”, νιώθω ότι είναι ένα ζοφερό έργο σε ό, τι έχει να κάνει με τις σχέσεις των ανθρώπων.

Κάναμε μια ωραία και γόνιμη διαδρομή με τον Δημήτρη Τάρλοου, από το πώς ξεκινήσαμε και πώς κατέληξε να είναι η παράσταση. Δουλέψαμε πολύ σε βάθος, δουλέψαμε πολύ προσωπικά.

Υπάρχει μεγάλο μέρος όλων των προσωπικοτήτων του θιάσου μέσα στη δουλειά που έγινε. Τον Δημήτρη τον ενδιαφέρει πολύ η προσωπικότητα των ανθρώπων με τους οποίους συνεργάζεται. Άρα, φέτος, που υπήρξε αλλαγή στη διανομή, έγινε εκ νέου δουλειά ώστε να ενταχθούν όλες οι προσωπικότητες, που είναι φοβεροί άνθρωποι και ηθοποιοί», επισημαίνει η Λένα Παπαληγούρα στο TheOpinion.

Κι αν κάτι μέσα μας «μιλάει» ακόμη από την «Κατερίνα» του Κορτώ –το παραδέχεται κι η ίδια άλλωστε- η Λένα Παπαληγούρα έρχεται να μας «συστηθεί», τώρα, ως η Νόρα του Ίψεν…σε ένα περιβάλλον το οποίο έχει, σίγουρα, κάτι και από το δικό μας!

Κυρία Παπαληγούρα, νομίζω ότι η Νόρα του Ίψεν δεν διαφέρει, τελικά, από τη Νόρα της διπλανής πόρτας… 

«Το Κουκλόσπιτο» είναι ένα έργο το οποίο αγαπούσα πολύ. Άλλωστε, όταν κάναμε κάποτε τις «Τρεις Αδερφές», το πρότεινα στον Δημήτρη Τάρλοου και χρόνια μετά ο Δημήτρης επανήλθε. 

Είχα, λοιπόν, στο μυαλό μου ότι είναι ένα σπουδαίο έργο, το οποίο είναι φοβερά συγκινητικό. Τώρα, δουλεύοντας πάνω σ’ αυτό, συνειδητοποιώ ότι είναι πραγματικά σύγχρονο. Οι χαρακτήρες οι οποίοι περιγράφει είναι πάρα πολύ «αιχμηροί» και πολύπλοκοι, που θα μπορούσαν να υπάρχουν σε κάθε εποχή. Για ‘μένα, ένα από τα σημαντικά θέματα που το καθιστά σύγχρονο, πέρα από τη Νόρα και την ψυχοσύνθεσή της –που είναι μια γυναίκα η οποία, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να ζει στο σήμερα με εξαίρεση μικρές λεπτομέρειες- είναι η φύση της σχέσης που έχει το ζευγάρι. 

Μια σχέση πολύ γνώριμη ως προς το θηλυκό και το αρσενικό. Κι έχει ενδιαφέρον και ο τρόπος που το βλέπει η παράσταση αυτό. Γιατί είναι μια παράσταση που, νομίζω, εστιάζει περισσότερο στη σχέση και στο πώς σε μια τελειωμένη σχέση τα πρόσωπα δρουν και συνειδητοποιούν το τέλος, ενώ, πιθανόν, αυτό να έχει συμβεί καιρό πριν. 

Όσο εστιάζει στη Νόρα, εστιάζει και στη σχέση η παράσταση. Άλλωστε, μέσα από αυτήν τη σχέση, ψυχογραφείται και το πρόσωπο της Νόρας. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. 

Ξέρετε, με απασχολεί αν, πράγματι, είναι τα έργα τόσο διαχρονικά ή εμείς δεν αλλάζουμε και δεν εξελισσόμαστε…

Καλά, είναι κι αυτό ένα θέμα… Αισθάνομαι ότι αυτό το έργο είναι γραμμένο σε μια εποχή κατά την οποία ο Ίψεν διαβλέπει ότι, μετά το τέλος, η Νόρα ανοίγει την πόρτα και βγαίνει σε έναν σύγχρονο κόσμο, ο οποίος φαντάζει, πραγματικά, ένας κόσμος όπου δεν υπάρχει καμία σταθερά. 

Ένας κόσμος στον οποίο, όπως λέει κι η ίδια: «Δεν ξέρω τι θα κάνω». Θέλει να τον ανακαλύψει. Είναι ένας χαοτικός κόσμος, όπως ο δικός μας σήμερα. Και πόσω μάλλον όσον αφορά στο τι θα γίνει στο μέλλον. Δηλαδή, για ‘μένα, έχει και μια τέτοια ανάγνωση. 

Το έργο θίγει αυτό που συμβαίνει όταν «Θεός» μας, πια, γίνεται το κεφάλαιο και χάνουμε την πίστη μας. Όταν του λέει στο τέλος η Νόρα: «Αχ, θα μπορούσαμε με ένα θαύμα να είμαστε ξανά μαζί», είναι σαν να έχει χάσει την πίστη της τη στιγμή που το λέει. Από την αρχή του έργου βλέπουμε ότι, αυτό το ζευγάρι, το μόνον πράγμα στο οποίο πιστεύει και το καθορίζει, είναι το χρήμα.  

Και είναι λίγο σαν αυτήν η «είσοδος» στο κεφάλαιο και στην εποχή του χρήματος, να μας κάνει αυτό που σιγά σιγά έχουμε γίνει τώρα· να χάνουμε την πίστη μας. Και δεν εννοώ μόνον την πίστη μας στον Θεό, αλλά την πίστη στον άνθρωπο.

Την πίστη στον άνθρωπο… Μεγάλη κουβέντα είπατε τώρα! Οι ανθρώπινες σχέσεις, πλέον, έχουν γίνει τόσο εύθραυστες.

Από την αρχή των προβών έβλεπα πολύ μέσα στο έργο -και είναι τόσο σημερινό- αυτήν την πλασματική εικόνα του ιδανικού ζευγαριού. Όλο αυτό, μου θυμίζει φοβερά το φίλτρο του instagram με έναν τρόπο. Που μπορεί μέσα μας και μέσα στο σπίτι μας να περνάμε σκατά, αλλά αυτό που θέλουμε να φαίνεται, είναι αυτό με τετρακόσια φίλτρα. 

Η Νόρα με τα ψώνια της, με την ιδανική σχέση, με το κοστούμι που θα βάλει… Που, όμως, έξωθεν γεγονότα την κάνουν να συνειδητοποιήσει ότι όλο αυτό από κάτω δεν έχει τίποτα πια. Κι αν είχε, αυτήν τη στιγμή που την «πιάνουμε», δεν έχει. Σαν να ανοίγει το κουτί και να αποκαλύπτεται το τεράστιο χάος. 

Τώρα, τρόπον τινά, μου «προκαταβάλλετε» και τη δική σας σχέση με τα social media;

Για να είμαι τελείως ειλικρινής, το πρώτο που θα σας έλεγα είναι ότι πλήττω φοβερά. Δεν μου φαίνεται καθόλου ενδιαφέρον. Ορισμένες φορές σκέφτομαι ότι μακάρι να μου φαινόταν, γιατί θα μπορούσα να βγάζω και περισσότερα χρήματα· είναι, όντως, ένας τρόπος που θα μπορούσαμε να βγάζαμε κάποια χρήματα παραπάνω στην εποχή μας. Αλλά μου φαίνεται αδύνατον να το κάνω, γιατί δεν ξέρω να το κάνω. Δεν μπορώ να βρω απόλαυση μέσα σε αυτό, άρα δεν ξέρω και να το κάνω. 

Γενικά το ότι όλα, πια, χάνουν την ιδιωτικότητά τους, εμένα με σοκάρει. Δεν είναι καθόλου κοντά σε αυτό που μου αρέσει. Το ότι κάποιος έρχεται να δει μια παράσταση, πάει στο σινεμά να δει μια ταινία, σιγά σιγά φθίνει. Γιατί, ακριβώς, είναι τόσο εύκολο να μπει στο σπίτι σου ο άλλος μέσα από τα social ή μέσα από ένα reality που, αυτό που λέγαμε ο «μύθος» του καλλιτέχνη, εκλείπει σίγουρα. 

Όταν είσαι τόσο εύκολα προσιτός σε όλες τις φάσεις της ζωής σου, μετά κι ο άλλος δεν έχει καμία προσδοκία να έρθει στο θέατρο να πληρώσει για να σε δει. Οι καλλιτέχνες που θαυμάζω, είναι αυτοί που χρειάζεται να διανύσουμε αυτήν την απόσταση για να τους φτάσουμε με έναν τρόπο. Αυτοί οι καλλιτέχνες μου αρέσουν. Και η εποχή μας δεν το ευνοεί αυτό το πράγμα. 

Είναι γεγονός, παρόλα αυτά, ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοηθούν στο να φτάνουν γρήγορα, προς τον καθένα μας, πληροφορίες από όλο τον κόσμο· πράγμα που εάν κανείς μπορεί να το φιλτράρει και να το χρησιμοποιήσει με σωστό τρόπο, είναι αναμφισβήτητα χρήσιμο.

Εννοείται ότι για τη δουλειά μου τα χρησιμοποιώ στο μέτρο του δυνατού και του εφικτού και του απαραίτητου. Γιατί, αλήθεια, είναι ένας τρόπος εύκολος, γρήγορος και αποτελεσματικός να προωθήσεις τη δουλειά σου. Αλλά δεν θα ήθελα να είναι κάτι που να είναι κυρίαρχο στην καθημερινότητα και στη ζωή μου. Δεν μου αρέσει. 

Επειδή δεν μπορούμε να παραβλέπουμε τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα, επηρέασαν, ενδεχομένως, την υποκριτική ματιά και προσέγγιση του ρόλου -πέρα από τις σκηνοθετικές καθοδηγήσεις- όλα αυτά τα γεγονότα ενδοοικογενειακής βίας που ακούμε και βλέπουμε, σε μεγάλη ποσότητα, τελευταία; Με την όποια μορφή τους.

Φυσικά και επηρέασαν την υποκριτική μου! Είναι πράγματα τα οποία σκέφτομαι. Δεν ξέρω αν μιλάμε, ακριβώς, για σχέση βίας μεταξύ του συγκεκριμένου ζευγαριού. Σίγουρα υπάρχει και είναι παρούσα, αλλά δεν είναι τόσο ευδιάκριτη. Με την έννοια ότι, θεωρώ, πως η κακοποίηση είναι πιο «υπόγεια». Είναι ένα ερώτημα εάν η Νόρα τρώει ξύλο, δεν ξέρω… 

Θα μπορούσα να σας πω ότι δεν χρειάζεται να το ξέρουμε αυτό. Γιατί την κακοποίηση που υφίσταται, είναι σχεδόν δύσκολο να τη συνειδητοποιήσει κι η ίδια. Νομίζω έχει να κάνει, περισσότερο, με μια συνολική υποτίμηση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς της. Γι’ αυτό κι η ίδια, αυτό που λέει στο τέλος όταν φεύγει, είναι ότι: «Δεν έχω καμία εικόνα του κόσμου. Πρέπει να δω ποιος έχει δίκιο, ο κόσμος ή εγώ». Σαν να είναι έγκλειστη νιώθω ότι μιλάει, σαν να είναι μέσα σε ένα «γυάλινο» σπίτι που δεν της επιτρέπει να έχει καμία προσωπική άποψη και θέση. 

Αυτό είναι, νομίζω, μια μορφή κακοποίησης, που είναι αρκετά συχνή και δυσδιάκριτη. Κι, ενδεχομένως, είναι και δυσδιάκριτη και για τα ίδια τα πρόσωπα που την υφίστανται. Μπορεί κάποιος που βρίσκεται σε μια τέτοια σχέση, να θεωρεί ότι έχει τον ιδανικό γάμο, ας πούμε, ώσπου να καταλάβει ότι πραγματικά είναι φυλακισμένος μέσα σε μία συνθήκη που τον καθιστά ανελεύθερο. 

Όλα αυτά τα γεγονότα, εμένα με συγκλονίζουν. Χωρίς να είναι σε πρώτο πλάνο, επειδή πραγματικά πιστεύω ότι μιλάμε για μια άλλου είδους σχέση σε αυτό το έργο, όταν λέει η Νόρα: «Θα φύγω», αισθάνομαι ότι θα ήθελα να μιλάει εξ ονόματος όλων αυτών των γυναικών που έχουν υποστεί κακοποίηση. Είτε αυτή είναι πιο δυσδιάκριτη, όπως ανέφερα και πριν, είτε είναι μια καθαρά σχέση βίας που συναντάται, δυστυχώς, στις μέρες μας πιο συχνά από ό, τι θα ήλπιζε κανείς. 

Η Νόρα, με αυτήν τη φυγή, απελευθερώνεται;

Πραγματικά, δεν μπορώ να σας απαντήσω… Νομίζω ότι το έργο είναι γραμμένο με τέτοια μαεστρία, που αυτήν την απάντηση τη δίνει ο κάθε θεατής προσωπικά. 

Όταν το είχε γράψει ο Ίψεν, τον κατηγόρησαν ότι είναι πάρα πολύ σκληρό αυτό που έγραψε τότε. Μάλιστα, λένε ότι, όταν πρότεινε τον ρόλο σε μια μεγάλη ηθοποιό, αυτή απάντησε: «Δεν μπορώ να παίξω τη γυναίκα που εγκαταλείπει την οικογένειά της, γιατί δεν θα ξαναβρώ ποτέ δουλειά». Κι έγραψε ένα τέλος, όπου η Νόρα γυρίζει πίσω. 

Τώρα, γιατί το είπα όλο αυτό; Δεν ξέρω πώς είναι αυτήν η γυναίκα όταν φεύγει από ‘κει. Ούτε με τι έρχεται αντιμέτωπη ως προς το περιβάλλον στο οποίο βγαίνει και ως προς την ίδια της την ψυχοσύνθεση. Αλλά και πόσο είναι έτοιμη για αυτό το πράγμα. Το ότι αφήνει τα παιδιά της, πρέπει να είναι πάρα πολύ σκληρό για αυτήν τη γυναίκα. Έχει τεράστιο κόστος. 

Αυτό που ξέρω σίγουρα, είναι αυτό που η ίδια λέει· ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Εκεί εστιάζω, πιστεύοντας ότι πράττει αυτό που αν πραγματικά δεν έκανε εκείνη τη στιγμή, πιθανόν να έκανε κακό στα παιδιά της, στον εαυτό της. Σίγουρα έχει φτάσει «ο κόμπος στο χτένι» και δεν μπορεί παρά να το κάνει. Είναι σχεδόν μονόδρομος, ο μόνος τρόπος να «αναπνεύσει», ακόμα κι αν δεν ξέρουμε πώς θα είναι το έξω για αυτήν. 

Και μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια εποχή που γράφτηκε το έργο –μπορεί στην παράσταση να μην τονίζεται αυτό γιατί δεν μας ενδιαφέρει, αλλά είναι χρήσιμο να το ξέρουμε- κατά την οποία η Νόρα δεν δουλεύει. Φεύγει έτσι, με τα ρούχα της. Δεν έχει τίποτα!  

Ποιος ο ρόλος του πίνακα, που κυριαρχεί στο σκηνικό;

Μπορεί να έχεις έναν φρικαλέο πίνακα σπίτι σου ή να έχεις κατασκευάσει τη ζωή σου σαν έναν φρικαλέο πίνακα κι απλώς εσύ, από τον πίνακα της φρίκης, να επιλέγεις να βλέπεις μόνον τα σταφύλια και το όμορφο φως. Μέχρι που, ξαφνικά, κάποιος σε αναγκάζει να τον κοιτάξεις και βλέπεις τα σφαγμένα ζώα και το αίμα. Και συνειδητοποιείς ότι ζούσες με αυτόν τον πίνακα οχτώ χρόνια και το μόνον που έβλεπες είναι πως πρόκειται για έργο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, αντί να βλέπεις αυτό που απεικονίζει: τη φρίκη που υπάρχει μέσα στο σπίτι σου. Που μπορεί κι εσύ ο ίδιος να μην τολμάς να την αντικρίσεις με έναν τρόπο. 

Το λέω, γιατί θεωρώ ότι, αυτό που υφίσταται η Νόρα από τον Τόρβαλντ, είναι μια ισοπέδωση της προσωπικότητάς της. Αυτή, για ‘μένα, είναι και η μεγαλύτερη βία. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι «αμέτοχη» η Νόρα σε αυτό…

Όταν η ίδια στο τέλος λέει ότι: «Ο πατέρας μου κι εσύ, έχετε κάνει μεγάλη αδικία εις βάρος μου. Έχετε κάνει έγκλημα εις βάρος μου», είναι γιατί, επί της ουσίας, αυτό που είχε μάθει να είναι με τον πατέρα της, το αναπαρήγαγε με τον σύντροφό της. Ο ρόλος που της δόθηκε ως κόρη είναι κι ο ρόλος που συνέχισε να ακολουθεί ως σύντροφος και σύζυγος. 

Στο ξεκίνημα του έργου βλέπουμε μια σχέση δύο ανθρώπων που παίζουν καλά τους ρόλους τους. Είτε τους έχουν επιλέξει ή όχι είτε έχουν εγκλωβιστεί μέσα σε αυτούς είτε κάποτε –γιατί μπορεί να υπάρχει και αυτό- αυτά τα πρόσωπα, μέσα σε αυτήν τη σχέση, να ήταν εντάξει και τώρα, πια, να ασφυκτιούν. Αλλά βλέπουμε ένα ζευγάρι που είναι, κάπως, συμφωνημένοι οι ρόλοι. Και γι’ αυτό θεωρώ ότι είναι ακόμα πιο δύσκολο αυτό που κάνει. Θεωρώ ότι είναι ηρωικό ότι το συνειδητοποιεί, έχει το κουράγιο να το αρθρώσει και φεύγει. Γιατί θα μπορούσε να φύγει έτσι…

Και να, που ποτέ δεν είναι αργά μια γυναίκα να βρει τον εαυτό της στην κοινωνία…

Ακριβώς αυτό! Νομίζω –κι όχι επειδή είμαστε γυναίκες- ότι τέτοιες πράξεις είναι πιο κοντά στη γυναικεία ιδιοσυγκρασία. Δυσκολότερα φαντάζομαι τον Τόρβαλντ να έφευγε από αυτήν τη σχέση, ακόμα κι αν συνειδητοποιούσε πόσο κατεστραμμένη είναι.

Έχει πολύ κουράγιο η ηρωίδα, είναι γενναία. Κι επαναλαμβάνω, για ‘μένα δεν είναι γενναία μόνον επειδή φεύγει, είναι επειδή το επικοινωνεί. Είναι σαν, φεύγοντας, να θέλει να «μετακινήσει» και κάτι σε αυτόν τον άντρα. Αλλιώς δεν βρίσκω τον λόγο να κάνει όλη αυτήν τη σκηνή του τέλους, που είναι και η πιο συγκλονιστική κατά τη γνώμη μου. Θέλει να τον «μετακινήσει», θέλει να του εξηγήσει. Έχει κάτι φροντιστικό, όσο σκληρή κι αν είναι η πράξη της. 

Πέρα από «Το Κουκλόσπιτο», καλλιτεχνικά, μας απασχολείτε με πάρα πολλά πράγματα ακόμα… 

Έχουμε καιρό που έχουμε τελειώσει τα γυρίσματα για τον «Όρκο», εσείς έχετε να δείτε τον δεύτερο και τον τρίτο κύκλο. Ο δεύτερος κύκλος κάνει πρεμιέρα 18 Οκτώβρη. Έχει πολλές ανατροπές και μέχρι να κλείσει αυτήν η ιστορία, έχετε να δείτε πολλά. 

Ετοιμάζουμε με τον Γιώργο Νανούρη και τον Μιχάλη Σαράντη -που είμαστε πολύ αγαπημένοι κι έχουμε δουλέψει πολλές φορές μαζί και το γουστάρουμε πραγματικά- το φανταστικό αυτό έργο «Συρανό ντε Μπερζεράκ». Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα «ανέβει» αρχές Δεκέμβρη και περιμένουμε ότι θα έρθουμε και στη Θεσσαλονίκη κάποια στιγμή. Χαίρομαι, είναι ένα έργο μιας παραμυθένιας ατμόσφαιρας. Είναι ένα έργο που μιλάει πάρα πολύ για τη διαφορετικότητα, με μια φοβερή ποίηση. Και νομίζω ότι, στην εποχή μας, έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε και για τη διαφορετικότητα. Αλλά έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε και με ποίηση. Και τα δύο είναι πολύ κρίσιμα για εμένα. Σε μια εποχή τόσο σκληρή, μου φαίνεται ότι αυτό το έργο λειτουργεί σαν βάλσαμο. 

Και, ταυτόχρονα, ξεκινάω γυρίσματα για το STAR, για τους «Μαύρους Πίνακες». Μια αστυνομική σειρά με φοβερό ενδιαφέρον. Μια σειρά δέκα επεισοδίων· mini σειρές, αυτές που μου αρέσουν να συμμετέχω. Και με ένα πολύ ενδιαφέρον καστ. Θα προβληθεί από τη δεύτερη σεζόν. 

Εν τω μεταξύ, έχει προηγηθεί και μία βράβευση για την ταινία μικρού μήκους «AirHostess-737», την οποία είδαμε και σε αφιέρωμα του New Yorker.

Αυτήν η ταινία ήταν μια απίστευτη έκπληξη για ‘μας. Μια ταινία που εγώ την αγάπησα πάρα πολύ, από την πρώτη στιγμή που διάβασα το σενάριο. Εξελίχθηκε σε φοβερή φιλία και σχέση η δουλειά μας με τον Θανάση τον Νεοφώτιστο· σχέση αλληλοεκτίμησης και έμπνευσης. 

Είναι μια ταινία που ξεκίνησε σαν μικρού μήκους και τελικά η «πτήση» έχει κάνει πάρα πολλά ταξίδια. Έχει πάρει πολλά βραβεία σε όλα τα φεστιβάλ του εξωτερικού και έχω πάρει κι εγώ επτά βραβεία ερμηνείας. Το οποίο είναι κάπως απίστευτο για μια ταινία μικρού μήκους, ούτε εγώ το πιστεύω δηλαδή. Και, μάλιστα, μια μικρού μήκους που έγινε με πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια, όπως όλα τα πράγματα γίνονται στον κινηματογράφο εδώ στην Ελλάδα. Αλλά με πολλή πίστη από όλους μας. 

Η δική σας η σχέση με τα αεροπλάνα και τα ταξίδια, ποια είναι; Το οξύμωρο θα ήταν να παραδεχτείτε ότι, στην πραγματικότητα, φοβάστε…

Τρελαίνομαι για τα ταξίδια! Θα ήθελα να ταξιδεύω συνέχεια. Αν με ρωτήσετε τι θυσία έχω κάνει για το θέατρο, είναι ότι δεν ταξιδεύω όσο θα ‘θελα.

Δεν μπορώ αν δεν φεύγω. Είμαι πολύ αφοσιωμένη, πολύ πιστή, αλλά πρέπει πού και πού να φεύγω. Να αλλάζω παραστάσεις. Αλλιώς βαλτώνω.

Πάντως, στο άκουσμα του ονόματος Λένα Παπαληγούρα, τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον και χωρίς αυτό να υποβαθμίζει τις υπόλοιπες δουλειές σας, κουβαλάμε πάντα κάτι από την «Κατερίνα»…

Ε βέβαια… Εδώ κουβαλάω εγώ, είναι δυνατόν να μην το κουβαλάτε εσείς;

Νομίζω ότι αυτός ο ρόλος ήταν ένα δώρο που μου δόθηκε από τη ζωή και από τον Γιώργο Νανούρη και τον Αύγουστο Κορτώ. Μπορώ να πω ότι μου άλλαξε τη ζωή σίγουρα επαγγελματικά, αλλά πιστεύω και προσωπικά. Με την έννοια ότι με έκανε να δημιουργήσω μια φοβερή σχέση με τον Γιώργο. Συν του ότι η πορεία της παράστασης αυτής και τα χρόνια μέσα στο οποία έχει δοκιμαστεί, μου έχουν αποδείξει ότι, όταν εσύ αγαπάς κάτι πολύ, το αγαπάει και ο κόσμος. Άρα, με έχουν κάνει να εμπιστεύομαι το κριτήριο και το ένστικτό μου. Επίσης, με έχουν εξελίξει τρομερά ως ηθοποιό, γιατί έχει δοκιμαστεί σε φοβερά διαφορετικές και δύσκολες συνθήκες αυτήν η παράσταση. 

Είχαμε βάλει ένα «στοίχημα» με τον Γιώργο. Αν νιώσουμε ότι «στεγνώνει» ή «χάνει τους χυμούς της», θα το σταματήσουμε. Κι αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη… Η παράσταση είναι εκεί, ζωντανή, και πάλλεται. Είναι κάτι που, πια, δεν εξαρτάται ούτε από ‘μένα ούτε από τον Γιώργο. Είναι κάτι που το έχει η παράσταση από μόνη της και όποτε γίνεται, απλώς συμβαίνει. Κι αυτό συμβαίνει μια φορά στη ζωή του ηθοποιού και αν… 

Πληροφορίες

«Το Κουκλόσπιτο», του Χένρικ Ίψεν

Θέατρο Αριστοτέλειον (Εθνικής Αμύνης 2, Θεσσαλονίκη)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 18/10 στις 19.00, Πέμπτη 19/10 και Παρασκευή 20/10 στις 21.00, Σάββατο 21/10 και Κυριακή 22/10 στις 18.00 & 21.00

Εισιτήρια: Α Ζώνη 20€, Β Ζώνη 17€, Θεωρείο 17€, Εξώστης 15€

Εκπτωτικά εισιτήρια: 17€ Senior (άνω των 65), 15€ Φοιτητικό – Νεανικό (κάτω των 22) – Ανέργων, 12€ ΑΜΕΑ (67% και άνω) με την επίδειξη βεβαίωσης αναπηρίας 

Προπώληση εισιτηρίων: more.com, ταμείο Θεάτρου Αριστοτέλειον

Τηλέφωνο: 231 026 2051

Διάρκεια παράστασης: 120 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Συντελεστές

Μετάφραση – Απόδοση – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου

Συνεργάτις δραματουργός: Έρι Κύργια

Σκηνικά: Θάλεια Μέλισσα

Κοστούμια: Αλέξανδρος Γαρνάβος & Τζίνα Ηλιοπούλου

Πρωτότυπη μουσική: Κρυσταλία Θεοδώρου (CORNIZA)

Κίνηση: Εύη Οικονόμου

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Κουτσοκώστα

Βοηθός σκηνογράφου: Νάντια Κασσάρα

Βοηθός φωτιστή: Ναυσικά Χριστοδουλάκου

Διερμηνέας Νοηματικής: Μυρτώ Γκανούρη

Σχεδιασμός κομμώσεων: Θωμάς Γαλαζούλας

Σχεδιασμός μακιγιάζ: Olga Faleichyk

Διανομή

Νόρα Χέλμερ: Λένα Παπαληγούρα

Τόρβαλντ Χέλμερ: Νικόλας Παπαγιάννης

Κρόκσταντ: Χρήστος Σαπουντζής

Ράνκ: Ιερώνυμος Καλετσάνος

Λίντε: Κατερίνα Δημάτη

Ελένη: Όλγα Δαλέκου

Μουσικός επί σκηνής: Κρυσταλία Θεοδώρου (CORNIZA)