Κωσταντίνος Ντέλλας στο TheOpinion: «Υπάρχει ακόμη η θέση της μεγαλύτερης γυναίκας ως αυτής που θα καθορίσει τα πράγματα»

Ο Κωσταντίνος Ντέλλας μοιράζεται στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη τις μυστικές ιστορίες των γυναικών της Θεσσαλίας

Κωσταντίνος Ντέλλας στο TheOpinion: «Υπάρχει ακόμη η θέση της μεγαλύτερης γυναίκας ως αυτής που θα καθορίσει τα πράγματα»

«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», σε έρευνα, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία Κωσταντίνου Ντέλλα, έρχονται στο Θέατρο Αμαλία από 09 έως 11 Φεβρουαρίου.

Μια σκηνική προσέγγιση του γυναικείου σώματος της Τρίτης Ηλικίας και της σύνδεσής του με τη λαϊκή μαγεία, τη μαγειρική και τις τελετουργικές πρακτικές, με αφετηρία την περιοχή της Θεσσαλίας.

«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» συνδιαλέγονται μεταξύ του οικείου και του αρχετυπικού, της «ακίνδυνης» γιαγιάς και της «επικίνδυνης» θεραπεύτριας. Μιλούν για τις ζωές τους, για αυτά που έμαθαν από τις παλιές κι έπαθαν ως γυναίκες, αλλά και για όσα παραδίδουν στις επόμενες.

Ο Κωσταντίνος Ντέλλας, δημιουργός της εν λόγω work in progress παράστασης, ασχολείται με το κομμάτι των παραδοσιακών χορών, του τραγουδιού και της μουσικής. Παράλληλα, όμως, το πάζλ των πεδίων έρευνας, στα οποία κινείται το έργο «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», συμπληρώνει κι ο ακαδημαϊκός δρόμος που ο ίδιος ακολουθεί κι ο οποίος αφορά την εθνογραφία, το έμφυλο στοιχείο και τη σκηνική επιτέλεση.

Κωσταντίνε, καταρχάς τι σε συνδέει με τον Θεσσαλικό Κάμπο;

Με τον Θεσσαλικό Κάμπο με συνδέει η καταγωγή από την πλευρά του πατέρα μου· από το Πρίνος Τρικάλων, στους πρόποδες του Κόζιακα. Αυτή είναι, ουσιαστικά, η εμπειρία αλλά και τα βιώματά μου από τη Θεσσαλική γη.

Και δόθηκε αυτή η δυνατότητα συνεργασίας με το Θεσσαλικό Θέατρο, να ασχοληθώ παραπάνω με τον τόπο πάνω στα πεδία που ήδη μελετούσα· σε σχέση, δηλαδή, με το υλικό στοιχείο, την ηλικιωμένη γυναίκα, τις μαγικές πρακτικές, τη μαγειρική και πώς αυτά συνδέονται μεταξύ τους.

Είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεσαι με τον τόπο σου;

Θεματικά, μπορώ να πω πως ναι. Όπως και να ‘χει, όποτε ασχολείσαι με την ανθρώπινη φύση, εννοείται ότι περνούν πράγματα από μέσα σου έτσι κι αλλιώς· από τα βιώματά σου κι απ’ αυτό που φέρεις τη δεδομένη στιγμή. Τώρα, έγινε λίγο πιο συγκεκριμένα. Πιο ονοματισμένα.

Για να ασχοληθείς με τη γυναικεία φύση στην παρακμή της, να το θέσω έτσι, μπορώ να ψυχανεμιστώ, ίσως, και μια ιδιαίτερη σχέση με τις δικές σου γιαγιάδες…

Η αλήθεια είναι ότι, τους παππούδες μου, δεν τους θυμάμαι. Έχω μεγαλώσει, κυρίως, με γιαγιάδες. Αυτό το μοντέλο γυναίκας, μού είναι πολύ οικείο.

Επομένως, έμμεσα, στις «γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» χαρτογραφούνται συμπεριφορές και από τις δικές σου γιαγιάδες;

Εννοείται, πολύ καθαρά! Κι όχι μόνον στο λεκτικό μέρος της παράστασης –που έχει πολύ λόγο η παράσταση- αλλά, μην σου πω, περισσότερο στον μη λεκτικό κώδικα. Δηλαδή, στη σωματικότητα των γυναικών, σε κινήσεις που κάνουν οι τρεις ηθοποιοί πάνω στη σκηνή.

Αυτό ήταν και το ζητούμενο: το πώς περνάει ο σωματικός κώδικας από γενιά σε γενιά, ανεξάρτητα από το βιολογικό ή κοινωνικό φύλο, κυρίως σε όσα δεν λέγονται.

Πιστεύεις ότι, η συγκεκριμένη εικόνα των τριών γιαγιάδων πάνω στη σκηνή, «σοκάρει» τους νεότερους; Πλέον, επικρατεί μια πιο μοντέρνα εκδοχή τους. Άλλες εποχές, βλέπεις…

Έχεις δίκιο. Έχει αλλάξει το εξωτερικό περίβλημα. Έχουν αλλάξει και πολλά άλλα πράγματα, βέβαια.

Αλλά μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση ότι, παρόλο που το σχήμα αυτής της γυναίκας είναι ανοίκειο, πλέον δεν είναι γνώριμο, «χτυπάει» κάτι πυρηνικό. Γιατί, και λόγω της δραματουργίας, αυτές οι μορφές σκηνικά «φλερτάρουν» τόσο με το οικείο όσο και με το πιο αρχετυπικό μοντέλο της γυναίκας.

Η ανιψιά της Μαρίζας Τσίγκα, που έχει κάνει την επιμέλεια της κίνησης, ζει στη Γερμανία. Τελειώνοντας η παράσταση, την οποία είδε στην Αθήνα όταν ήρθε, της είπε: «Δεν το ξέρω αυτό, αλλά καταλαβαίνω από πού έρχομαι».  

Και στις πιο σύγχρονες μορφές των γυναικών, που είναι στον κοινωνικό ρόλο της γιαγιάς, κάτι «μεταλλάσσεται». Γι’ αυτό και συνειδητοποιείς πως σε πολλά πράγματα, που λες ότι μέσα στη συνθήκη της εποχής έχουν ξεπεραστεί -θέματα, για παράδειγμα, λαϊκής μαγείας (το «μάτι» είναι πολύ χαρακτηριστικό και ανήκει στη δικαιοδοσία των ηλικιωμένων γυναικών) ή ο ρόλος της ηλικιωμένης γυναίκας στην αρχή της ζωής ενός ανθρώπου (στη φροντίδα του βρέφους και της λεχώνας) ή στις κηδείες ή κι αν υφίσταται γάμος στη ζωή του ανθρώπου- υπάρχει ακόμη η θέση της μεγαλύτερης γυναίκας ως αυτής που θα κανονίσει και θα καθορίσει τα πράγματα.

Γιατί επέλεξες να ενσαρκώσουν τους τρεις γυναικείους ρόλους, άντρες ηθοποιοί; Και, συγκεκριμένα, νέοι ηλικιακά;

Η ηλικιωμένη γυναίκα ανήκει ακόμη σε δύο περιθωριακές ομάδες, παλιότερα πολύ πιο καθαρά, τώρα, ίσως, όχι τόσο. Και στην κοινωνική ομάδα της γυναίκας, που από μόνη της έχει υποστεί μεγάλο έλεγχο και καταπίεση και καταστολή, όσο και της Τρίτης Ηλικίας· μιας ύπαρξης που δεν ανήκει σε αυτό που λέμε «παραγωγική ομάδα» και με κάποιον τρόπο ξεχνιέται. Είναι αυτές οι φιγούρες, που βλέπεις στα μπαλκόνια να κάθονται και απλώς ζουν με τις φωτογραφίες πάνω στο κομοδίνο. Αυτό υπάρχει ακόμη και σήμερα.

Αυτές τις περιθωριακές ομάδες ήθελα να τις φέρω σε μια αντίστιξη μέσα από ένα νεαρό αρσενικό σώμα, έχοντας, όμως, κάνει μια καταβύθιση στην προσωπική του εμπειρία από τη δική του γιαγιά. Και πώς αυτό το στοιχείο προσεγγίζεται σκηνικά και τι φέρνει, πώς ενώνονται διαγενεακά αυτά τα δύο φαινομενικά τόσο αντίθετα και διαφορετικά πράγματα. Που, στην πορεία, αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο διαφορετικά…

Εν τω μεταξύ, πρόκειται για μια παράσταση η έρευνα της οποίας συνεχίζεται… Παρότι ξεκίνησε με άλλα δεδομένα, έχει πάρει άλλη τροπή.

Δραματουργικά, ο άξονας, δηλαδή, της παράστασης παραμένει ο ίδιος. Αυτό που αλλάζει ως στοιχείο -γιατί είναι κι αυτό που λέμε «in progress»- είναι το ότι δίνεται ένα χαρτάκι στο κοινό, το οποίο λέει να επικοινωνήσουν κάποια ιστορία ή κάποιο βίωμα, που να γνωρίζουν, και τα οποία να έχουν σχέση με αυτούς τους τρεις άξονες: ηλικιωμένη γυναίκα στην οικογένεια – μαγικές πρακτικές – μαγειρική.

Ξεκίνησε από τη Θεσσαλία, αλλά έχει «ανοίξει» γεωγραφικά αυτό. Η αλήθεια είναι ότι έχει μαζευτεί πολύς όγκος. Μέσα από αυτό, λοιπόν, προκύπτει ένα υλικό είτε ηχητικό, το οποίο εμπλουτίζει την παράσταση, είτε προσαρμόζεται σε θεατρικό λόγο και μπαίνει εμβόλιμα μέσα στο ήδη υπάρχον κείμενο.

Απλώνεται το πράγμα και βλέπεις αυτό που σου έλεγα και πριν· τα τόσο φαινομενικά διαφορετικά πράγματα πώς περνούν στις γενιές και συμπεραίνεις ότι η «μήτρα» είναι η ίδια. Αλλάζουν οι γλώσσες, οι κώδικες, αλλά ως γνώση φτάνει και στον εικοσιπεντάρη του σήμερα.

Είναι μεγάλο «στοίχημα» να μην γίνει γραφικό. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη έγνοια μου από την αρχή και η μεγαλύτερη δουλειά που κάναμε, ανάμεσα σε άλλα, και με τους ηθοποιούς· να μην βγουν οι συμπαθητικές γιαγιάκες που είναι ένα πράγμα «εξωτικό», γραφικό, το τοποθετείς κάπου και λες «Α, οι γιαγιάδες». Μόνον αυτό δεν ήθελα να βγει και χαίρομαι που δεν έχει γίνει, γιατί εδώ πέρα παίζει ρόλο το διαφορετικό φύλο και η ηλικία. Νομίζω ότι το πάμε καλά.

Μέσω της έρευνάς σου, υπάρχει κάτι το οποίο να ανακάλυψες και σου έκανε εντύπωση ή και σε «τάραξε»;

Αυτό που ήδη ήξερα και αυτό που θυμάμαι από τις δικές μου γιαγιάδες –η μία είναι Θεσσαλή, η άλλη Πόντια από το Κιλκίς- ή από τις μεγαλύτερες γυναίκες στα χωριά μου: το αυτονόητο. Η αίσθηση ότι είναι αυτονόητες. Το οποίο δεν έχει να κάνει με το μεταφυσικό. Ή έχει να κάνει κιόλας.

Δηλαδή, για οτιδήποτε, είναι αυτονόητη η παρουσία τους. Κι όταν αυτό σταματάει, παύει, παθαίνει σοκ το σύστημα. Αυτό το έχω ζήσει εγώ με την έλλειψη των γιαγιάδων μου και την απουσία από θείες μου, που δεν είναι στη ζωή.

Από την άλλη, ξαναζώντας μέσα από την παράσταση αυτήν την αλυσίδα των πραγμάτων και της τεχνογνωσίας και της θηλυκής ενδοεπικοινωνίας –που, επειδή δεν είχε περιθώρια, κάπως έβρισκε, σαν το νερό, χώρο μέσα στα βράχια να περάσει- και από τις ιστορίες, τους μονολόγους που λένε οι τρεις ηθοποιοί, συνειδητοποιείς ότι είναι ένα πράγμα του οποίου το μέγεθος δεν το χωράς· το πόση σιωπή και το πόσο «ποτέ δεν ρωτήθηκα, κιόλας, αν θέλω». Σε αυτό το κομμάτι του αυτονόητου, δεν τέθηκε ποτέ το θέμα αν δεν είναι κάποτε εκεί…

Σκέψου ότι, μετά το Λύκειο, ξεκίνησα να παίρνω συνεντεύξεις -και λόγω λαογραφικής έρευνας- από πρόσφυγες, κυρίως Καππαδόκες, Πόντιους. Δεν πήρα ποτέ από τις γιαγιάδες μου…

 

 Πληροφορίες

«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», του Κωσταντίνου Ντέλλα

Θέατρο Αμαλία (Αμαλίας 71, Θεσσαλονίκη)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 09/02 στις 21.00, Σάββατο 10/02 στις 21.00, Κυριακή 11/02 στις 20.00

Εισιτήρια: 17€ Γενική είσοδος, 15€ Μειωμένο (ανέργων – φοιτητών – ΑμεΑ)

Προπώληση εισιτηρίων: more.com, ταμείο Θεάτρου Αμαλία

Διάρκεια: 70’

Ταυτότητα παράστασης

Έρευνα – Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Κωσταντίνος Ντέλλας

Ηχητικό περιβάλλον – Πρωτότυπη μουσική: Αλέξανδρος Κτιστάκης

Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα

Κατασκευή μάσκας: Μάρθα Φωκά

Κοστούμια: Κωνσταντίνα Μαρδίκη

Βοηθός σκηνοθέτη: Μαντώ Κατσούγκρη

Φωτογραφίες promo: Παναγιώτης Λαμπής

Σχεδιασμός αφίσας – Flyer: Μουτζούρα

Trailer: Δημήτρης Βάλλας, Life of Film Production

Παραγωγή: Θεσσαλικό Θέατρο, Experimenta Art Company, Θέατρο Αμαλία

Ερμηνεύουν

Μιχάλης Αναγνώστου

Μανούσος Γεωργόπουλος

Πλάτωνας – Γιώργος Περλέρος