Κωνσταντίνος Μωραΐτης στο TheOpinion: «Κάνουμε μια “βουτιά” εντός της ανθρώπινης φύσης, η οποία είναι “σαπισμένη”»
Σαν σήμερα, 45 χρόνια πριν, η υπόθεση της Ελένης Καρυώτη βλέπει το «φως» της δημοσιότητας· μια υπόθεση - πηγή έμπνευσης για την παράσταση «Κωσταλέξι», του Κων/νου Μωραΐτη
Η παράσταση «Κωσταλέξι» έρχεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Αμαλία, την Παρασκευή 10, το Σάββατο 11 και την Κυριακή 12 Νοεμβρίου.
Το 1978, μετά από ανώνυμη τηλεφωνική καταγγελία, η αστυνομία θα εισβάλει στο σπίτι της οικογένειας Καρυώτη κι η ιστορία ενός μικρού χωριού στη Στερεά Ελλάδα, του Κωσταλέξι, θα αλλάξει για πάντα.
Η Ελένη Καρυώτη βρίσκεται έγκλειστη στο υπόγειο του σπιτιού, από τα αδέρφια της, για 29 ολόκληρα χρόνια· βρώμικη και σε ημιάγρια κατάσταση. Νοσεί από σχιζοφρένεια και τα σενάρια σχετικά με το παρελθόν και, κυρίως, την προέλευση της νόσου της είναι πολλά. Ο έρωτας ή το κλίμα του Eμφυλίου τρέλαναν την Ελένη;
Ο Τύπος θα «πέσει» πάνω στην οικογένεια. Μία άνευ προηγουμένου παραφιλολογία θα ξεκινήσει και το κοινό παρακολουθεί την ιστορία της Ελένης από τις εφημερίδες της εποχής, σαν μυθιστόρημα σε συνέχειες. Η αλήθεια θα μπλεχτεί με τον μύθο και η ανάγκη για σιωπή θα οδηγήσει σε συγκάλυψη.
Ένα ολόκληρο χωριό ξέρει, βλέπει και δεν μιλάει. Ακολουθεί η δίκη των αδελφών και η αθώωσή τους. Η Ελένη, αφού εξεταστεί, νοσηλευτεί σε νοσοκομεία και ψυχιατρικά ιδρύματα και γίνει το αγαπημένο θέμα όλων, επιστρέφει στο Κωσταλέξι.
Το 1998 θα εξαφανιστεί για πάντα. Κανείς δεν ξέρει, μέχρι και σήμερα, τι απέγινε η Ελένη Καρυώτη…
Κωνσταντίνε, πότε ήρθες σε επαφή με την υπόθεση «Κωσταλέξι»;
Πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με την υπόθεση μέσα στην καραντίνα όταν, μαζί με την Άλκηστη Νικολαΐδη –που έχουμε την ομάδα και υποδύεται και την Ελένη Καρυώτη- συνειδητοποιήσαμε πόσο σκληρός είναι ο εγκλεισμός. Ο εγκλεισμός όχι μόνον σαν έννοια, αλλά πρακτικά, σαν συνθήκη. Τι «απόνερα» αφήνει, μετά, στην ψυχολογία του ανθρώπου…
Εμείς, καλώς ή κακώς, ήμασταν σε μια «προνομιακή» θέση. Αλλά υπήρχε κόσμος που δεν είχε αρκετά χρήματα. Που μπορεί να ήταν σε μια κακοποιητική οικογένεια. Που μπορεί το σπίτι να ήταν πάρα πολύ μικρό για μια πολυμελή οικογένεια. Κι εκεί, μέσα στην κουβέντα αυτήν που κάναμε, είπαμε: «Φαντάσου τι μπορεί να τράβαγε η κοπέλα στο Κωσταλέξι». Κι αρχίσαμε να ψάχνουμε αυτήν την υπόθεση.
Όσο ψάχναμε τόσο περισσότερα πράγματα μαθαίναμε, που δεν είχαμε ιδέα ότι είχαν γίνει. Όπως, για παράδειγμα, ότι η Ελένη Καρυώτη είναι ακόμη εξαφανισμένη. Ή ότι η οικογένειά της, τα αδέρφια της συγκεκριμένα, αθωώθηκαν. Ενώ ο εισαγγελέας είχε προτείνει να είναι υπόδικο όλο το χωριό. Αρχίσαμε να μπαίνουμε βαθιά σ’ αυτό το πράγμα και καταλήξαμε στο ότι πρέπει να κάνουμε μια πιο σοβαρή έρευνα, πια. Κι υποβάλαμε, έτσι, πρόταση στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Στο πλαίσιο της έρευνας, πού, κυρίως, στηριχτήκατε; Για παράδειγμα, είχε ασχοληθεί και ο Πάνος Σόμπολος. Υπάρχει, ας πούμε, το ενδεχόμενο να ήρθατε σε επαφή μαζί του, για να μάθετε περισσότερες λεπτομέρειες;
Όχι όχι, δεν ήρθαμε σε επαφή με τον κύριο Σόμπολο. Η Έλενα Τριανταφυλλοπούλου και η Άρτεμις Ψιλοπούλου, που έκαναν την έρευνα, πήραν τα πρακτικά, αρχικά, της δίκης από την παλιά Βουλή. Μετά, είδαμε όλοι αρκετά ντοκιμαντέρ, διαβάσαμε βιβλία… Αλλά πήραμε και δυο-τρεις συνεντεύξεις από ανθρώπους που ήταν εκεί.
Οπότε, διαμορφώθηκε κάπως έτσι το κείμενο· ένας σκελετός, γιατί μετά προέκυψαν, στις πρόβες, κι άλλα πράγματα που ενσωματώθηκαν. Αλλά το 90%, ας πούμε, του κειμένου είναι πραγματικά γεγονότα και το 10% είναι κάποιοι μονόλογοι-μυθοπλασία, καθώς η ίδια η Ελένη είχε ξεχάσει να μιλάει.
Και μου δίνεις μια καλή αφορμή, για να σε ρωτήσω: πού σταματά, τελικά, η μυθοπλασία και ξεκινά η πραγματικότητα στην υπόθεση της Ελένης Καρυώτη; Επειδή, τότε, ακούστηκαν και γράφτηκαν διάφορα… Τι προέκυψε μέσα από την αναζήτησή σας, το οποίο και πραγματεύεστε στην παράσταση;
Είναι πολύ μεγάλη κουβέντα αυτό… Για να απαντήσω σύντομα, νομίζω, σταματά η μυθοπλασία κι αρχίζει η πραγματικότητα ή και το ανάποδο, όταν κάποιος κάνει σωστά τη δουλειά του.
Το «κάνω σωστά τη δουλειά μου» μπορεί, όμως, να σημαίνει ότι «θέλω η εφημερίδα (ή το site σήμερα) να πουλήσει». Οπότε, πάλι κάνω σωστά τη δουλειά μου, απλώς φεύγει το ηθικό κομμάτι. Το «κάνω σωστά τη δουλειά μου», κατά το δικό μου ηθικό σύστημα, είναι να λες τα πράγματα έτσι όπως έχουν γίνει. Αρέσει δεν αρέσει.
Η παράσταση θέτει και τα τρία ενδεχόμενα. Η Ελένη Καρυώτη είτε αγάπησε έναν αντάρτη, οι γονείς της ήταν βασιλόφρονες και γι’ αυτό την ‘κλεισαν στο μπουντρούμι. Είτε υπήρχε πρόβλημα που έχρηζε ψυχιατρικής βοήθειας. Είτε και τα δύο.
Η ουσία, όμως, δεν είναι αυτήν, κατά την ταπεινή μας άποψη. Είναι ότι, μια οικογένεια, έκλεισε για 29 χρόνια έναν άνθρωπο σε ένα μπουντρούμι. Και το ήξερε μια ολόκληρη κοινότητα.

Το τραγικό του πράγματος είναι ότι, τέτοια φαινόμενα, δεν εκλείπουν κι από τη σημερινή εποχή. Παρότι θέλουμε να μιλάμε για πρόοδο. Εννοώντας ότι συμβαίνουν περιστατικά και κανείς δεν «βλέπει». Ενώ βλέπει…
Έχουμε προοδεύσει αλλά σε ένα επιδερμικό επίπεδο, από τη στιγμή που υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που λένε: «Και τι να έκανε η οικογένεια;»· υποστηρίζουν, δηλαδή, αυτήν τη στάση. Από τη στιγμή που υπάρχουν παρόμοια περιστατικά, πρέπει να αποδεχτούμε –θα είναι αυτό ένα βήμα εξέλιξης- ότι η φύση του ανθρώπου, καλώς ή κακώς, είναι αυτή. Μόνον έτσι, νομίζω, μπορούμε να πάμε ένα βήμα παρακάτω.
Το θέμα είναι όταν αντιλαμβανόμαστε κάτι, για να το πούμε, οφείλουμε να έχουμε αποδείξεις και να μην μένουμε στις κουβέντες του «καφενείου». Θα πρέπει, πάντα, όλα να περνούν από ένα φίλτρο και να σταματήσουμε να είμαστε «δικηγόροι», «δικαστές», «ψυχολόγοι» ή οτιδήποτε. Και να αφήσουμε τη δουλειά να την κάνει κάποιος ο οποίος έχει την απαραίτητη γνώση.
Σε σχέση, τώρα, με το Κωσταλέξι, υπήρχε εκεί το θύμα. Το ήξεραν όλοι, ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να πάνε να τη δουν. Η Ελένη είχε δραπετεύσει κάποια στιγμή κι είχε χορέψει σε ένα γλέντι γάμου, οπότε είναι εντελώς μια άλλη συνθήκη από αυτήν του «Α, μαθαίνω για κάποιον…», «Έχει φτάσει στα αυτιά μου κάτι…».
Αναφορικά με την κοινότητα του χωριού, το Κωσταλέξι, ήξεραν όλοι… Θέλω να πω δεν είναι τυχαίο ότι, με το που έγινε η καταγγελία, την επόμενη μέρα πήγε εισαγγελέας, φωτογράφοι, δημοσιογράφοι κι αστυνομία. Σήμερα, που είμαστε σαράντα πέντε χρόνια μετά, αν τώρα εγώ πάρω τηλέφωνο και κάνω μια καταγγελία, δεν θα έρθει κανένα κανάλι ούτε ο εισαγγελέας· θα έρθουν δυο αστυνομικοί για να δουν αν ισχύει αυτό που λέω.
Καταβαίνω, λοιπόν, ότι η πληροφορία ήταν γνωστή. Απλώς αποφάσισε κάποιος να κάνει την καταγγελία.
Επί σκηνής, χρησιμοποιείτε και τον πηλό ως υλικό. Δεν σου κρύβω ότι, η τεχνική, μου θύμισε αυτήν του Olivier de Sagazan.
Ναι, φυσικά. Κι ο Olivier έχει «πατήσει» πάνω στη μάσκα. Η χρήση της μάσκας, άλλωστε, είναι κάτι το οποίο χρησιμοποιείται από την αρχαία τραγωδία. Παίρνουμε έμπνευση από διάφορους καλλιτέχνες, όπως κι άλλοι καλλιτέχνες μπορούν να πάρουν έμπνευση από ‘μας.
Χρησιμοποιήσαμε τον πηλό γιατί με το συγκεκριμένο υλικό -επειδή είναι από τα πιο αγνά υλικά που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή σε σχέση με τα στοιχεία της φύσης- δημιουργούμε αυτήν τη μάσκα στο πρόσωπό μας καθώς έτσι, στην ουσία, είναι όλη η κοινωνία που έκρυβε αυτό το μυστικό, χρόνια.
Δηλαδή, δεν είναι ο κύριος με το κοστούμι –που βγαίνουμε με κοστούμια- ο «ήσυχος» άνθρωπος που θα πάει στην εκκλησία και μεγαλώνει την οικογένειά του με αρχές… Αλλά το πραγματικό του πρόσωπο είναι αυτό, όταν εμείς καλύπτουμε τα πρόσωπά μας με τον πηλό και δημιουργούμε αυτήν τη μάσκα· είναι, στην ουσία, μια «σαπισμένη» κοινωνία.

Πολλά τα μηνύματά σου, μέσα από αυτήν τη δραματουργία. Αν σου ζητούσα να μου τα συνοψίσεις; Φεύγοντας, δηλαδή, από την παράσταση ο θεατής και ζώντας την ιστορία αυτήν μέσα από τη δική σας ματιά και οπτική, τι παίρνει μαζί του;
Δεν ξέρω… Δεν μπορώ, εννοώ, να το συνοψίσω σε μια φράση. Είναι σαν να ζητάς από κάποιον, παραδείγματος χάριν, που πιστεύει σε κάτι ή είναι ερωτευμένος με κάποιον, να πει σε μια φράση πώς αισθάνεται για τον άλλον άνθρωπο.
Θα πάω σε ένα κλισέ τσιτάτο, τα οποία, προσωπικά, απεχθάνομαι… Αν θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω κάπως, είναι ότι πάμε να κάνουμε μια «βουτιά» εντός του ανθρώπου που, σήμερα, έχει ξεχάσει να λειτουργεί με την καρδιά του. Γιατί απλώς αυτή η καρδιά έχει «σαπίσει» με τα χρόνια. Κάνουμε μια «βουτιά» εντός της ανθρώπινης φύσης, η οποία είναι, δυστυχώς, «σαπισμένη».
Και μετά το «Κωσταλέξι», ακολουθεί κάτι άλλο;
Από την Άνοιξη, θα έχουμε άλλη μια πρεμιέρα. Αρχίζουμε πρόβες για την παράσταση «ULTRAS – Μέρος Β’».
Είχαμε κάνει πέρυσι, με την Άλκηστη Νικολαΐδη, μια παράσταση σε σχέση με τον χουλιγκανισμό, στην κεντρική σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Πήγε πάρα πολύ καλά κι αποφασίσαμε να κάνουμε και το Μέρος B’, που συνδέεται και με τις δύο τεχνικές που έχουμε εγώ -Animal Movement- κι η Άλκηστις, που είναι εκπρόσωπος της τεχνικής Meisner κι έχει και το Ινστιτούτο.
Οπότε προσπαθούμε, εδώ και τέσσερα χρόνια, να βγάλουμε μια δική μας μέθοδο, κάνοντας ερευνητικά σεμινάρια. Αποφασίσαμε αυτό να το κάνουμε παράσταση, για να δούμε λίγο -στην πράξη, πια- ποια είναι τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας.

Πληροφορίες
«Κωσταλέξι»
Θέατρο Αμαλία (Αμαλίας 71, Θεσσαλονίκη)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 10/11 & Σάββατο 11/11 στις 21.00, Κυριακή 12/11 στις 20.00
Εισιτήρια: 15€ Γενική Είσοδος, 13€ Μειωμένο (Φοιτητικό – Ανέργων – ΑμεΑ)
Προπώληση εισιτηρίων: more.com, ταμείο Θεάτρου Αμαλία
Πληροφορίες – Κρατήσεις: 231 084 2509
Συντελεστές
Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Δραματουργία: Κωνσταντίνος Μωραΐτης
Σύνθεση κειμένου: Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, Άρτεμις Ψιλοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Τάσος Μπίμης
Φωτισμοί: 812 Coal Theatre Company
Φωτογραφίες – Trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας
Παραγωγή: Λυκόφως
Ηθοποιοί
Άλκηστις Νικολαΐδη
Ζωγραφιά Μεντεσίδου
Κωνσταντίνος Μωραΐτης