Κωνσταντίνα Μιχαήλ στο TheOpinion: «Ζούμε σε μια “απομονωμένη” ειρήνη»

Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ ξαναζωντανεύει, επί σκηνής, τον θρύλο της Σεβάς Χανούμ και μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

Κωνσταντίνα Μιχαήλ στο TheOpinion: «Ζούμε σε μια “απομονωμένη” ειρήνη»

Με εργαλείο τη χειμαρρώδη συνέντευξη που παραχώρησε η Σεβάς Χανούμ στον Γιώργο Χρονά, ο Κωνσταντίνος Ρήγος επανασυστήνει στο θεατρικό κοινό την «αμαζόνα» του ρεμπέτικου τραγουδιού, μέσα από το υποκριτικό εύρος της Κωνσταντίνας Μιχαήλ· Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ, από 21 Φεβρουαρίου.

«Ο ηθοποιός πρέπει να μαθαίνει πολλά, και στο ξεκίνημα αλλά και κατά τη διάρκεια της πορείας του. Πολλές φορές, βλέπω παιδιά που δεν πηγαίνουν σε σχολές. Θεωρούν ότι το ‘χουν. Ε, δεν το ‘χεις! Πρέπει να μάθεις να είσαι σε μια συνεργασία με τους άλλους, δεν παίζεις μόνος σου.

Προσωπικά, πάντα το κυνηγάω. Το ψάχνω. Για κάθε ρόλο υπάρχει και κάτι, δεν σταματάς ποτέ να μαθαίνεις. Μελετάω τους ρόλους μου με coach. Παρακολουθώ σεμινάρια ανθρώπων που εμπιστεύομαι. Κάνω τραγούδι, χορό.

Τώρα, πια, έχει “ανοίξει” η Ελλάδα και στις ταινίες του εξωτερικού και σε σίριαλ των πλατφορμών· είμαστε, πολλές φορές, σε θέση να δεχτούμε casting πολύ καλών δουλειών. Είμαστε μεν καλοί στο θέατρο, καλούτσικοι στην τηλεόραση, στην κάμερα, όμως, την κινηματογραφική και με ξένο κείμενο, δεν είναι εύκολο».

Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μου με την Κωνσταντίνα Μιχαήλ, για λογαριασμό της «Σεβάς Χανούμ» που κάνει πρεμιέρα στην πόλη μας, η ηθοποιός αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και στα σεμινάρια που παρακολουθεί το διάστημα αυτό, στο πλάι του Γιώργου Καραμίχου. Και, κάπως έτσι, καταλήξαμε στην αναγκαιότητα της εξέλιξης…

Μια εξέλιξη, θα συμπληρώσω, που καλό είναι να «φωτίζεται» και από τη γνώση του παρελθόντος. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αναρωτιέμαι πόσοι, και δη Θεσσαλονικείς, γνωρίζουμε την ιστορία της ρεμπέτισσας Σεβάς Χανούμ -κατά κόσμον Σεβαστής Παπαδοπούλου- η οποία έζησε στη Νεάπολη και ενταφιάστηκε, «αθόρυβα», στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης;

Μια θρυλική μορφή του ρεμπέτικου τραγουδιού η Σεβάς Χανούμ, κυρία Μιχαήλ, της οποίας την ιστορία, όμως, δεν γνωρίζουμε οι περισσότεροι…

Ούτε καν οι μισοί την ξέρανε. Ούτε εμείς, δηλαδή, την ξέραμε, όταν την πιάσαμε. Είναι πάρα πολύ συγκινητική η ιστορία της Σεβάς Χανούμ. Και συγκλονιστική, στο επίπεδο του πόσο αναλώσιμοι είμαστε οι άνθρωποι.

Ο θρύλος της Σεβάς Χανούμ ξεκινάει από τη Δράμα. Ο πατέρας, στην Κατοχή, τους κατέβασε στη Νεάπολη της Θεσσαλονίκης. Εκεί γαλουχήθηκε. Μιλάμε, πάντα, για μια περίοδο κατά την οποία, η Ελλάδα, ήταν φτωχή, μίζερη και δεν μπορούσε να «σηκώσει κεφάλι» από την κατάσταση που περιήλθε μετά τον πόλεμο. 

Ένα κοριτσάκι, λοιπόν, ένα «θρασιμάκι», με πολύ σθένος -που έλεγε ότι είναι και Ποντία, γιατί η καταγωγή της η βαθιά ήταν Ποντιακή και το έφερε με μεγάλη περηφάνια- αγαπούσε το τραγούδι. Δεν την ένοιαζαν ούτε η πείνα ούτε τίποτα. Το ‘σκαγε και πήγαινε και τραγουδούσε. Οι γονείς της την κυνηγούσαν, τη χτυπούσαν… Αυτή, όμως, ήθελε να τραγουδάει. Ήθελε να γίνει κάποια. Και αποφάσισε, σχεδόν απένταρη, να κατέβει στην Αθήνα, όπου «ανακατεύτηκε» με το ρεμπέτικο της εποχής εκείνης.

Από το οποίο ρεμπέτικο, μια Ελλάδα ολόκληρη έπαιρνε «ανάσες». Εκτός από τους κλασικούς ρεμπέτες Βαμβακάρη, Μπάτη, άρχισαν να εμφανίζονται ο Τσιτσάνης, η Μαρίκα Νίνου, η Πόλυ Πάνου, η Σωτηρία Μπέλλου με την οποία ήταν και φίλες, η Καίτη Γκρέυ, μετέπειτα κι ο Καζαντζίδης. Ήταν όλοι εκείνοι που ξεκινούσαν και πήραν μια Ελλάδα στην πλάτη τους και την έφτασαν σε μια ακμή, τουλάχιστον πολιτισμική, γιατί τραγούδησαν, χόρεψαν, είπαν τον πόνο του πρόσφυγα· άρχισαν κι έφευγαν και πρόσφυγες. Τον Καζαντζίδη, ας πούμε, στη Γερμανία και στο εξωτερικό γενικότερα τον είχαν «Θεό». 

Η μετανάστευση, μουσικά, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το όνομα του Στέλιου Καζαντζίδη.

Ακόμη και τώρα. Ήταν και λίγο τσαχπίνης με τις γυναίκες ο Στέλιος, είχε αρκετές αγάπες.

Αυτήν την «τσαχπινιά», νομίζω, μας την εξομολογείται κι η Σεβάς Χανούμ. Σωστά;

Ναι. Και κάποιοι που έρχονται στην παράσταση και αγαπούν τον Στέλιο, παρεξηγούνται κιόλας. Μου το έχουν πει: «Δεν μιλάς καλά για τον Στέλιο μας!». 

Το λέω σαν δείγμα, ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι οι οποίοι είναι φανατικοί του Στέλιου. Φανατικοί του παλιού λαϊκού τραγουδιού, του ρεμπέτικου. 

Κι όσο περνούν τα χρόνια και φεύγουμε από το αναλογικό και πάμε στο ψηφιακό, αυτά είναι κειμήλια. Τα βρίσκεις κινούμενες, ασπρόμαυρες εικόνες. Σαν τον βωβό κινηματογράφο έχουν καταντήσει τα λαϊκά, πια, τα παλιά. Και όλοι οι εκπρόσωποί τους.

Η Σεβάς ήταν μία από αυτούς. Χωρίς να φωνογραφήσει πάρα πολύ, γιατί δεν κατάφερε να κάνει τέτοιου είδους καριέρα. Για άλλους λόγους· και επειδή τα κυκλώματα επίσης λειτουργούσαν τότε και επειδή εκείνη «χωνόταν» πάρα πολύ και γινόταν χαμός, παρεξηγούνταν με πολύ κόσμο. Τα λίγα τραγούδια που είπε, δεν κατάφερε να τα οικειοποιηθεί. Δηλαδή, «Το Φτωχοκάλυβο», από τα πιο γνωστά της τραγούδια και το οποίο έγραψε ο Χιώτης, ακόμα κι αυτό δεν θεωρείται ότι είναι δικό της. Το τραγούδησε η Μαίρη Λίντα μετά. 

Ήταν και μια περίοδος κατά την οποία, η γυναίκα, είχε καταστήσει ισχυρή την παρουσία της στο μουσικό πάλκο και, σαφώς, ήταν μεγάλος ο ανταγωνισμός του ποια θα επικρατήσει.

Πολύ μεγάλος. Ποια θα σταθεί όρθια, στο νούμερο, να λέει τραγούδια. Ποια θα είναι δίπλα, στο καθιστό. Ποια θα κλείσει μεγάλο συμβόλαιο σε μαγαζί και θα παίρνει μεγάλο μεροκάματο. 

Στην περίπτωση της Σεβάς, εμφανίστηκαν στο μαγαζί η Νίνου και ο Τσιτσάνης και την έδιωξε ο Τζίμης ο Χονδρός, λέγοντάς της ότι δεν μπορεί να κάθεται στην καρέκλα δίπλα στη Νίνου. Μετά παρεξηγήθηκε, πλακώθηκαν στο ξύλο με τη Νίνου…

Υπήρχε αυτός ο γνωστός ανταγωνισμός. Οι άντρες ήταν πολύ δύσκολοι τότε, όπως συχνά και τώρα. Δεν υπήρχε πιθανότητα να κερδίσεις τη θέση που σου αξίζει με τρόπο δίκαιο και αγνό. Θα ‘πρεπε να ‘σαι τσαμπουκαλού, να διεκδικείς. Ως εκ τούτου, όταν μπαίνεις σε μια τέτοια διαδικασία, αρχίζει κι ένας πόλεμος· στρεφόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον. 

Δεν θα ρωτήσω τι κοινό μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε εσάς και την προσωπικότητα που υποδύεστε· προφανώς κανένα, μιλάμε για άλλες εποχές και καταστάσεις. Βρίσκω, όμως, την εξής σύγκλιση: αυτόν τον «τσαμπουκά», με τον οποίο διεκδικείτε τα πράγματα. 

Καταλαβαίνω τι λες… Δεν θέλω να κάνω συνειρμούς και να οικειοποιούμαι ηρωίδες, έστω κι όταν πρόκειται για μια απλή λαϊκή τραγουδίστρια. Σε αυτές τις ερωτήσεις, επειδή κάθε φορά ψάχνουμε να απαντήσουμε κάτι, αν θα ήταν η ερώτηση του εκατομμυρίου, θα απαντούσα αυτό ακριβώς που λες.

Δεν μπορώ να με βάλω σε αυτήν τη διαδικασία. Αισθάνομαι «γατάκι» μπροστά στη Σεβάς και μπροστά σε τέτοιες περιπτώσεις συνθηκών και καλλιτεχνών. Διεκδικώ τον χώρο μου. Διεκδικώ τα πράγματα, για το οποία, όμως, δεν «σφαζόμαστε». Δεν πεινάμε. Βεβαίως είναι δύσκολα και για ‘μένα. Δεν μπορώ να ξέρω, όμως, για τη Σεβάς. 

Ήταν «αμαζόνα». Δεν θα πω ότι το «πλήρωσε», γιατί μπορεί να το «πληρώσει» κι ένας που είναι λιγότερο διεκδικητικός. Αρρώστησε πολύ και δεν την έπαιρναν στη δουλειά. Αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από τη Μελίνα Μερκούρη, τότε. Για όποιον τη θυμόταν, όπως ο Γιώργος ο Χρονάς που της πήρε συνέντευξη για το ραδιόφωνο, ξετυλίγεται μια προσωπικότητα που τη λυπάσαι. Το λέει κι η ίδια: «Ήμουν θρύλος και με ξέχασαν».

Έκανε μεγάλες και βαριές εγχειρήσεις. Έπρεπε να πάει στην Αγγλία, γι’ αυτό και ζήτησε να της κάνουν μια συναυλία· έκαναν μια συναυλία υπέρ της, δεν έφτασαν τα λεφτά εκείνα. Θέλω να πω ότι, παρόλο αυτόν τον τσαμπουκά στα νιάτα της, τη φίρμα, το γεγονός ότι ήταν ωραία με φλερτ κι έρωτες, ήρθε το «στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα».

Τη βλέπουμε στην παράσταση πενήντα δύο χρόνων και μετά από μερικά χρόνια πεθαίνει. «Έπεσε» όπως στον μύθο, ας το πούμε, του «καταραμένου» καλλιτέχνη· που πεθαίνει μικρός, άλλος ξεχασμένος, άλλος πένητας, άλλος ατιμασμένος…

Βέβαια, πλάσματα μεγαλύτερου ταλέντου, άλλες προσωπικότητες όπως η Σωτηρία Μπέλλου ή η Καίτη Γκρέυ, θα είναι στον αιώνα τον άπαντα. Η ίδια δεν κατάφερε ποτέ να γίνει πρώτη φίρμα, άλλο αν πέρασε καλά και έβγαλε κάποια χρήματα. Υπήρξε ένα πλάσμα θρυλικό, που πέθανε κι έσβησε σαν πουλάκι. Λησμονήθηκε εντελώς.

Στην αρχή ήταν να κάνουμε τη ζωή της Καίτης Γκρέυ, αλλά δεν το ήθελε όσο ζει. Έτσι, ο Χρονάς μου είπε για αυτήν τη συνέντευξη, που είχε πάρει στη Θεσσαλονίκη, από μια γυναίκα λησμονημένη. Και τώρα, στην πρεμιέρα, θα είναι ο Χρονάς με τον ανιψιό της Σεβάς, ο οποίος μας ανακάλυψε μετά από πάρα πολύ καιρό. 

Στην αρχική συνάντηση με τον Γιώργο Χρονά, μεταφερόμαστε πριν το 2012· πριν το πρώτο ανέβασμα, δηλαδή, της «Σεβάς Χανούμ»…

Ναι, αυτό που κάνουμε είναι μια επανάληψη. Μου έδωσε ο Χρονάς τη συνέντευξη σε μια κασέτα –σε κασέτα άκουσα εγώ την εκπομπή με τη Σεβάς- διάβασα το βιβλίο κι έψαχνα στον πακτωλό πληροφοριών του διαδικτύου. 

Τελικώς, βρίσκω «Το Φτωχοκάλυβο» κι ένα τραγούδι που τραγούδησε ο Πασχάλης Τερζής. Αρχίσαμε, λοιπόν, να δουλεύουμε πάνω σε αυτά. Βρήκα και τα παλιά αμανετζίδικα τραγούδια· μπήκα, πια, σε πολύ βαθύ ρεμπέτικο κόσμο. Κάναμε την παράσταση τότε, πήγε πολύ καλά. Βραβευτήκαμε, κιόλας, στο «Αθηνόραμα». 

Όταν, τώρα, το ξαναπιάσαμε, εκτός του ότι υπήρξαν άνθρωποι-θαυμαστές που ‘καναν κανάλι για τη Σεβάς, βρήκαμε παλιά της κομμάτια και συνεργασίες. Πληροφορίες. Τι έλεγε ο Καζαντζίδης. Διαφημίσεις. Σαν να τη «φωτίσαμε». Σαν να της δώσαμε υπόσταση. Τη «ζωντανέψαμε».  

Από τότε, λοιπόν, και σε όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν, πώς προγραμματίστηκε ότι τώρα είναι η στιγμή να ανέβει ξανά η παράσταση; Φυσικά με ανανεωμένο, εμπλουτισμένο υλικό.

Ο καθένας μας δουλεύει από το δικό του το μετερίζι. Κάποια στιγμή, με τον Κωνσταντίνο τον Ρήγο θέλαμε να κάνουμε κάτι «ψυχής». Και ξαναμαζευτήκαμε γύρω από τη «Σεβάς Χανούμ». Τη ζήτησε ο κόσμος! 

Η δική σας σχέση με το ρεμπέτικο ποια είναι;

Ζούσα στην Αθήνα απ’ τα μικράτα μου. Ζούσαμε στις Τζιτζιφιές, στο Φαληρικό Δέλτα, που υπήρχαν τα μαγαζιά στα οποία τραγουδούσαν όλες οι μεγάλες φίρμες του τότε· Τσιτσάνης, Χρηστάκης… Πολύς κόσμος.

Υπήρχε, λοιπόν, η περιέργεια να ακολουθήσω τους καλλιτέχνες. Έτυχε και «χωνόμουν» με τον πατέρα μου και τη μαμά μου σε κάνα-δυο μαγαζιά. Από μικρή ασχολιόμουν με το τραγούδι, με την τέχνη αυτήν· που έβγαιναν οι άνθρωποι και διασκέδαζαν, τραγουδούσαν. Μου άρεζε το πόσο κοντά σε φέρνει η μουσική και πόσω μάλλον μια μουσική «παράξενη»· τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα που ήταν λίγο πιο πονηρά, πιο ιδιαίτερα. Μερακλίδικα, λίγο πιο «παραπονιάρικα». Είχαν όλο αυτό το «βάρος» των «περίεργων» ανθρώπων, των ρεμπετών και των ρεμπετισσών, γιατί είχαν και μια ιδιαίτερη ζωή. Τότε, το να είσαι ρεμπέτης σήμαινε παρανομίες, σκοτάδι, τέχνη, διασκεδάσεις, γλέντια. Σήμαινε πολλά. Από μικρή μου «ξύπνησε» και δεν έφυγε ποτέ.

Μετά, ως φοιτήτρια, πολύ ρεμπέτικο. Πιο μεγάλη, πολύ λαϊκό. Των καλών λαϊκών· έχω δει Στράτο Διονυσίου, Σωτηρία Μπέλλου, Αγγελόπουλο. Έχω διασκεδάσει πολύ με μπουζούκια της εποχής εκείνης. Ακόμη μου αρέσουν, απλώς έχουν αλλάξει λίγο τα ακούσματά μου.

Τώρα, θα μου πείτε, εκλείπουν και τα μέρη για να ακούσεις αυτήν τη μουσική. Οπότε και οι νεότεροι είμαστε -και κατατάσσω και τον εαυτό μου- μουσικά «αναλφάβητοι».

Στη Θεσσαλονίκη έχετε κουτουκάκια, κάτι γίνεται. Αλλά δεν μπορούμε να έχουμε και τόσο μεγάλη απαίτηση από τη νέα γενιά.

Ο μουσικός της παράστασης, ο Ιάσονας Χρόνης, είναι ένας εικοσιπεντάχρονος ο οποίος γράφει τραγούδια πιο ποπ. Έχει και μια ωραία φωνή. Όταν τον φωνάξαμε –τον είχα δει να τραγουδάει στον «Σταυρό του Νότου», στην Αθήνα, και στο «Μουσικό Κουτί» με τον Πορτοκάλογλου και να λέει αυτά τα ρομαντικά τραγούδια, τις μπαλάντες του Θηβαίου- κι έκανε την οντισιόν και τον πήραμε, έπρεπε να τον βάλω σε ένα κλίμα. Έπρεπε να βάλει τα τραγούδια αυτά, που παίζονται στο μπουζούκι, στην ηλεκτρική κιθάρα του. Και το «τότε» να το κάνει «τώρα». Αυτό, για ’μένα, ήταν μεγάλο «στοίχημα». Οι φίλοι του, που έρχονταν να παρακολουθήσουν -επίσης ίδιας ηλικίας- ούτε τα είχαν ξανακούσει.

Ο Ιάσονας «μπήκε» τόσο πολύ μέσα στην κατάσταση, ενδιαφέρθηκε και του άρεσε. Κι ενώ περιμέναμε ότι θα έχουμε μεγάλο κόσμο, είχαμε πάρα πολλούς νεαρούς. Ανακάλυπταν τα μπλουζ της Ελλάδας. Δεν είναι «μαυσωλειακά» όλα αυτά που τους λέμε. Είναι ζωντανός οργανισμός, είναι κάτι που εξελίσσεται. Ο πόνος θα ειπωθεί, είτε έτσι είτε αλλιώς. Κάτι καψούρικα που λέει η Σεβάς, είναι τα καψούρικα που λέει η Πάολα σήμερα. Η οποία ήρθε και μου είπε: «Δεν θα κοιμηθώ καμιά βδομάδα με αυτό που είδα». Είναι συγκλονιστικό το γεγονός ότι μας διέπουν οι ίδιοι νόμοι σε αυτήν τη ζωή. 

Απλώς, ήταν άλλου τύπου κοινωνίες οι παλιές των παππούδων μας και των προπαππούδων μας. Ήταν πολύ πιο σκληρές. Εμείς, ας πούμε ότι ζούμε σε μια «απομονωμένη» ειρήνη. Δεν είμαστε σε πόλεμο, αλλά δεν μπορείς να πεις ότι είμαστε και οι ευτυχέστεροι στον κόσμο.

Είμαστε σε κάτι σπίτια, μόνοι μας, που ψαχνόμαστε με κάτι κοινές παρέες δυο μέρες την εβδομάδα. Παλιά ήμασταν όλη τη μέρα στον δρόμο και τώρα διασκεδάζουμε με τα stories του instagram. Πάμε στα μπουζούκια και βλέπουμε τον καλλιτέχνη μέσα από τις κάμερες που είναι σηκωμένες. Δεν το γλεντάς το ίδιο, αυτό είναι για να δείξεις ότι πήγες στο πρώτο τραπέζι. Εμείς έχουμε συνηθίσει αλλιώς το γλέντι και το τραγούδι. 

Πληροφορίες

«Σεβάς Χανούμ», του Γιώργου Χρονά

Η ιστορία μιας τραγουδίστριας του ’50

Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ (Τσιμισκή 136, Πλατεία ΧΑΝΘ)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 21/02 έως Σάββατο 24/02 στις 21.00 & Κυριακή 25/02 στις 19.00, Τετάρτη 28/02 έως Σάββατο 02/03 στις 21.00 & Κυριακή 03/03 στις 19.00

Εισιτήρια: 18€ κανονικό, 16€ φοιτητικό – ανέργων – ΑμεΑ

Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr, ταμείο Θεάτρου ΑΥΛΑΙΑ

Τηλέφωνο: 2310 230013

Διάρκεια: 70 λεπτά

Ταυτότητα παράστασης

Κείμενο: Γιώργος Χρονάς

Σκηνοθεσία – Διασκευή: Κωνσταντίνος Ρήγος

Φωτισμοί: Χρήστος Τσιόγκας

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Ρήγος

Δημιουργικό αφίσας: Κωνσταντίνος Γεωργαντάς

Γραφείο Τύπου – Προβολή: Γιάννης Δαλάκας

Παραγωγή: Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ

Ερμηνεύει η Κωνσταντίνα Μιχαήλ

Στον ρόλο του δημοσιογράφου ο Ιάσονας Χρόνης