«Η νύχτα των αδέσποτων ψυχών» – O Κωστής Ανετάκης στο TheOpinion (ΦΩΤΟ)

«Το μεταφυσικό ήταν, είναι και πάντοτε θα είναι μέρος της ανθρώπινης αντίληψης, γιατί είτε εξηγεί κάθε ανεξήγητο, είτε λυτρώνει από την εικόνα ενός τυφλού Σύμπαντος που τσαλαπατάει στο διάβα του τις ζωές των ανθρώπων, χωρίς κανένα νόημα. Εντάσσεται, δηλαδή, στην τάση και στην ανάγκη του απλού ανθρώπου για ανακάλυψη νοήματος μέσα στο Χάος»

«Η νύχτα των αδέσποτων ψυχών» – O Κωστής Ανετάκης στο TheOpinion (ΦΩΤΟ)
Εικόνα: Αφροδίτη Μιχαηλίδου

Αν κάτι μπορούμε να κάνουμε για να διαχειριστούμε την ζοφερή πραγματικότητα, είναι να δραπετεύουμε πού και πού από αυτήν, για να μπορούμε να βρίσκουμε τρόπο να την αντέχουμε.

Καλύτερη απόδραση ίσως από ένα καλό βιβλίο δεν υπάρχει. Οι συγγραφείς έχουν τα εργαλεία να μας παρασύρουν σε έναν άλλο κόσμο, όπου ο καθένας μπορεί να βρει τόπο να ακουμπήσει, ήρωα ή αντιήρωα να ταυτιστεί. Παρακολουθώντας τις νέες κυκλοφορίες, ξεχωρίσαμε τη νουβέλα του Κωστή Ανετάκη, τη «Νύχτα των αδέσποτων ψυχών» από τις εκδόσεις «Οδός Πανός». Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρουσίαση, εκτός από τον ξεχωριστό Γιώργο Χρονά,  καλεσμένοι συνομιλητές ήταν η Εύη Κουτρουμπάκη, ο Ιωσήφ Μανίκης και ο Γελωτοποιός.

Πρόκειται για μια νουβέλα μαγικού ρεαλισμού, η οποία τραβώντας μια γραμμή στο στερεότυπο, τολμά να σπάσει τις γνωστές λογοτεχνικές φόρμες και σαν νεράκι που κυλά όπου βρει διέξοδο, διαγράφει μια ιστορία μυθοπλασίας, που όμως οριακά παραπλανά, καθώς ο συγγραφέας έχει και το δικαίωμα και την ευχέρεια να κινείται ανάμεσα στα ιστορικά γεγονότα και το πλασματικό. Είχαμε την ευκαιρία, μετά την παρουσίαση του βιβλίου του στην Ζώγια, να συνομιλήσουμε μαζί του περεταίρω τόσο για τον ίδιο όσο και για το βιβλίο.

 

Ξεκινώντας τη συζήτηση λίγο πιο προσωπικά, πριν προχωρήσουμε στα του βιβλίου, να σας πω πως έχετε ένα από τα πιο όμορφα βιογραφικά σημειώματα που έχω δει. Σχεδόν γραμμένο με μαγικό σουρεαλισμό όπως και η νουβέλα που θα συζητήσουμε κι εμφανώς με σαρκαστική διάθεση, μας καταθέτετε όλα όσα θα ήθελα να ξέρω! «Δούλεψε σε ένα σωρό άθλια επαγγέλματα», «ερευνητής», «περιπτεράς», «βαρκάρης», «ρεμάλι», «ακροβάτης του τρόμου»! Είστε πραγματικά πολυτεχνίτης όπως γράφετε;

Είμαι, πράγματι. Έχω κάνει πάρα πολλές διαφορετικές δουλειές, μέχρι να καταλήξω σε αυτήν που κάνω σήμερα. Πάντοτε πίστευα πως έχω χρόνο να δοκιμάσω και κάτι καινούριο, γιατί είναι αλήθεια πως βαριέμαι απελπιστικά να κάνω τα ίδια και τα ίδια. Μέχρι που έφτασα να περάσω τα πενήντα χρόνια ζωής, όπου τότε χτύπησαν καμπανάκια μες στο κεφάλι μου, πως δεν με παίρνει πια να πειραματίζομαι και να φτερακίζω όπως η μέλισσα στα λουλούδια. Όμως κι η δουλειά που διάλεξα, ή που με διάλεξε, φαντάζει και πάλι προσωρινή. Έτσι κι αλλιώς, δύσκολα θα βγω στη σύνταξη, η σύγχρονη ζωή δεν ανέχεται τους γυρολόγους ντιλετάντηδες…

Πώς συνταιριάξατε τη νανοτεχνολογία και τις σπουδές σας με τις υπόλοιπες πτυχές τη ζωής, κάτι που αναμφισβήτητα εγώ το θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρον;

Δεν θα έλεγα ότι η Νανοτεχνολογία έπαιξε κάποιον ρόλο στην υπόλοιπη ζωή μου. Ήταν απλώς μια ενδιαφέρουσα ενασχόληση, για όσο κράτησε. Αρίστευσα και, ως εκ τούτου, ανταμείφθηκα με μια κλοτσιά στα πισινά, λένε πως κανένα καλό δεν μένει ατιμώρητο. Τελικά, με βοήθησε να γράψω μερικά διηγήματα Επιστημονικής Φαντασίας και μέχρι εκεί ήταν η σχέση μας. Μου άνοιξε όμως τους ορίζοντες, δεν έχω παράπονο. Μα τελικά με κέρδισε η Βιοϊατρική κι αυτό είναι το πιο σημαντικό…

Όλα αυτά φαινομενικά διαφορετικά πράγματα, προέκυψαν από την ανησυχία που ενδεχομένως έχετε σαν άνθρωπος ή και εξ ανάγκης για εργασία για παράδειγμα;

Η ανάγκη η πανδαμάτωρ έπαιξε καίριο ρόλο σ’ αυτές τις επιλογές. Πάντοτε είχα ανάγκη για βιοπορισμό και, αφού ήμουν καλός σε πολλά και διάφορα πράγματα, έκανα ό,τι βρέθηκε μπροστά μου, για να επιβιώσω. Τελικά όμως κατάλαβα ότι πίσω απ’ αυτή την ανάγκη κρυβόταν πάντοτε η εσωτερική ανησυχία για κάτι καινούριο.

Η συγγραφή από ποια πτυχή του εαυτού σας προέκυψε;

Ένας από τους πολλούς χαρακτήρες που κατοικοεδρεύει μέσα μου είναι δεινός παραμυθάς, του αρέσει να σκαρώνει και ν’ αφηγείται ιστορίες. Αυτός ο χαρακτήρας ήταν κρυμμένος μέσα μου μέχρι τα 45 μου περίπου, οπότε αποφάσισε να βγει στην επιφάνεια και να διεκδικήσει ένα κομμάτι ζωής, που δικαιωματικά του ανήκει. Προηγουμένως, αυτός ο χαρακτήρας περιοριζόταν να κάνει τον δάσκαλο. Βλέπετε, η διδασκαλία, για να επικοινωνήσει με τους μαθητές, οφείλει να γίνει μια στρωτή κι ενδιαφέρουσα αφήγηση. Σήμερα και πάλι δεν παύει να διδάσκει, μα στην πίσω τσέπη φυλάει κάποιες ξεχωριστές διηγήσεις, από αυτές που μας ταξιδεύουν…

«Η νύχτα των αδέσποτων ψυχών». Στην παρουσίαση του βιβλίου στη Ζώγια είπατε πως ξεκίνησε σαν ένα ας πούμε πιο σύντομο «ταξίδι» αλλά στην πορεία οι ίδιοι οι ήρωες πήραν το πάνω χέρι και προέκυψε η νουβέλα. Να μιλήσουμε λίγο για αυτή τη δύναμη που έχουν οι ήρωες που ζωντανεύουν μέσα από μας;

Αυτό δεν έχει πάψει να με εκπλήσσει, όσο κι αν το ’χω βιώσει ξανά και ξανά. Το ενδιαφέρον είναι πως όταν ξεκίνησα να γράφω τη Νύχτα των αδέσποτων ψυχών, που ακόμα τότε ήταν διήγημα, οι κυριότεροι πρωταγωνιστές του έργου και κυρίως ο παππούς Αντώνης δεν υπήρχαν καν στο νου μου. Μα ζωντάνεψαν ξαφνικά, ο Γελιντζίκης, η Ροδή, ο Σαρρηγιώργης, μαζί με κλέφτες, καπεταναίους, αγάδες και κοτζαμπάσηδες, και διεκδίκησαν τη θέση τους μέσα στην αφήγηση, το δικαίωμά τους να πουν κι αυτοί την ιστορία τους. Όπως είπα και λίγο προηγουμένως, πιστεύω ότι μέσα στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι ζωντανοί χαρακτήρες, με δική τους βούληση και σκέψη. Όταν, λοιπόν, αφήνεσαι στο ροϊκό φαινόμενο της μυθοπλασίας, αυτοί βρίσκουν διέξοδο και παίρνουν το απάνω χέρι. Θα έλεγα πως αυτή η εσωτερική συνομιλία με το ασυνείδητο εαυτό ή εαυτούς είναι για τον συγγραφέα η πιο δελεαστική και διασκεδαστική πτυχή της περιπέτειας που ονομάζουμε λογοτεχνία.

Θα είναι ενδιαφέρον να μιλήσουμε κι εδώ για τη σύνδεση με το «Μαγγανοπήγαδο» του Κυπουργού…

Σε μια αφήγηση Μαγικού Ρεαλισμού, κάθε δοξασία της τοπικής παράδοσης διαφόρων περιοχών, κάθε μύθος, έχουν τη θέση τους, γιατί οι άνθρωποι ζούσαμε σε κάθε εποχή, και ζούμε ακόμα, παρέα με το παράδοξο και το μεταφυσικό, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πραγματικότητάς μας. Το συγκεκριμένο κομμάτι του Νίκου Κυπουργού το άκουσα πριν από μερικά χρόνια και το βρήκα ιδιαίτερα ανατριχιαστικό. Πραγματεύεται τον θρύλο της Κυράς του Πηγαδιού, που ξεγελάει τα μικρά παιδιά να πέσουν μέσα και να πνιγούν. Κατόπιν ανακάλυψα πως το αρχέτυπο αυτό υπάρχει και σε άλλους λαούς, όχι μόνο σ’ εμάς. Πιθανώς πρόκειται για κάποιου είδους αποτροπή, ώστε να φοβούνται να παιδιά να σκύβουν μέσα στα πηγάδια ή μια εξήγηση για τόσους άδικους θανάτους. Τέλος πάντων, όταν μπήκε στην αφήγηση ένα πηγάδι, η Κυρά του Πηγαδιού ξεπήδησε από μόνη της στην ιστορία, χωρίς καμία σκέψη ή προγραμματισμό. Η κατάλληλη δοξασία στην κατάλληλη θέση…

Το βιβλίο δομείται από δύο ιστορίες. Τι κρύβεται στις ζωές αυτών των ανθρώπων;

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την ίδια ιστορία ιδωμένη από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Νομίζω ότι αυτό που κρύβεται στις ζωές των ηρώων είναι πόνος, δυστυχία και υπαρξιακή αγωνία, που με κάποιον τρόπο γυρεύουν να κατευνάσουν, να διασκεδάσουν λίγο τις συνέπειές τους.

Τι πλάσμα είναι ο Αντώνης;

Ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, έξυπνος και γενναίος, που ξεκίνησε τη ζωή του πάμφτωχος, ορφανός και κυνηγημένος και κατέληξε άρχοντας με καστρόσπιτο, ιδιόκτητο νησί και Άγγλο μπάτλερ. Μόνο που αυτή η ανέλιξη είχε ένα βαρύ τίμημα που το πλήρωσαν οι απόγονοί του. Πιθανώς ήρθε η ώρα να επιστρέψει κοντά τους για να τους απαλύνει τον πόνο, να τους σώσει από τις κακοτοπιές, που ο ίδιος, άθελά του, έστρωσε στον δρόμο τους…

 

Η φύση κυριαρχεί και μάλιστα συχνά παίζει ρόλο στην πλοκή, σίγουρα ως στοιχείο και της εποχής μαζί με τα λαογραφικά στοιχεία που την συμπληρώνουν. Έτσι ενώ περιγράφει το «πραγματικό» της αφήγησης της ιστορίας, χτίζει την ατμόσφαιρα του «φανταστικού» συμβάλλοντας σε αυτό το παιχνίδι του χρόνου που συμβαίνει και διαπερνά και τον ίδιο τον ήρωα κάποιες φορές. Πώς λειτουργεί αυτή η σχέση, φύσης – χρόνου, πραγματικού – φανταστικού;

Σίγουρα αυτή η σχέση λειτουργεί αδιόρατα κι ανεξιχνίαστα και είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο. Είναι ένα παιχνίδι μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, μέρος της «συναινετικής εξαπάτησης», όπως το έχει θέσει ο Τόλκιν. Εκεί όπου όλα φαίνονται να λειτουργούν φυσιολογικά, ακριβώς εκεί θα πρέπει να κοιτάς πίσω απ’ τον ώμο σου και να προσέχεις. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται…

Να σχολιάσουμε λίγο τη διέξοδο που προσφέρει από την ζοφερή πραγματικότητα ο μαγικός ρεαλισμός, δίνοντας έτσι και συγγραφικά  την ελευθερία προς οτιδήποτε μεταφυσικό;

Όπως είπαμε νωρίτερα, το μεταφυσικό ήταν, είναι και πάντοτε θα είναι μέρος της ανθρώπινης αντίληψης, γιατί είτε εξηγεί κάθε ανεξήγητο, είτε λυτρώνει από την εικόνα ενός τυφλού Σύμπαντος που τσαλαπατάει στο διάβα του τις ζωές των ανθρώπων, χωρίς κανένα νόημα. Εντάσσεται, δηλαδή, στην τάση και στην ανάγκη του απλού ανθρώπου για ανακάλυψη νοήματος μέσα στο Χάος, μια ασπίδα κατά του μηδενισμού της εποχής μας. Φυσικά, και ο συγγραφέας αυτό ακριβώς έχει ανάγκη, να δώσει μορφή στο άμορφο και νόημα στο μη νοητό…

Οι ήρωες μπλέκονται στον πόλεμο και στο παιχνίδι του θανάτου. Τελικά τους γλιτώνει από αυτό το παιχνίδι;

Πόλεμος πατήρ πάντων, κατά τον Ηράκλειτο. Η ετερότητα, η σύγκρουση, η εναντίωση, είναι αυτά που κινούν τους τροχούς της Ιστορίας και της καθημερινής ζωής. Οι άνθρωποι πάντοτε θα πολεμούν με κάποιον τρόπο, γιατί αυτό δίνει διέξοδο στις αναζητήσεις τους και γεννά την αίσθηση της σημαντικότητας, ότι είναι ενεργοί παίκτες της ζωής τους, που χωρίς την έξαψη της μάχης μοιάζει θαρρείς υποκινούμενη από κάποιον συμπαντικό μαριονετίστα. Όσο για τον θάνατο, αποτελεί τη μόνη σίγουρη κατάληξη όλων μας. Μα μέχρι να έρθει η ώρα του, εμείς τον κοροϊδεύουμε χορεύοντας προκλητικά μπροστά του, ξορκίζοντας έτσι τον αποτρόπαιο φόβο της ανυπαρξίας. Κανένας δεν γλυτώνει, μα τίποτα δεν τελειώνει…

Στον κόσμο του Αντώνη και των ανθρώπων του, «τίποτα ποτέ δεν τελειώνει» και τελικά αυτό ανακουφίζει και τον αναγνώστη. Είναι αυτό μία παρότρυνση για να διατηρούμε την ελπίδα;

Δεν είχα σκοπό να κάνω οποιαδήποτε διδαχή ή παρότρυνση προς τους αναγνώστες. Ο καθένας εκλαμβάνει την ιστορία που διαβάζει με τον δικό του τρόπο. Ίσως απλώς ν’ ανακουφίζει εμένα αυτό το «τίποτα δεν τελειώνει» και σίγουρα και κάποιοι άλλοι θα νιώσουν το ίδιο, μα δεν είναι απαραίτητο. Για κάποιους αυτή η ιδέα αποτελεί μαρτύριο, όπως για τον Νίτσε, που τον τρομοκρατούσε η αιώνια επιστροφή…