«Η ευθύνη του ανθρώπου που διευθύνει την “ορχήστρα” είναι η πιο σημαντική» – Ο Ανέστης Καφάτσος στο TheOpinion

Ο Ανέστης Καφάτσος, παιδί της πόλης, κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο και μιλά στην Άλκηστη Σπυρέλλη και το TheOpinion.

«Η ευθύνη του ανθρώπου που διευθύνει την “ορχήστρα” είναι η πιο σημαντική» – Ο Ανέστης Καφάτσος στο TheOpinion

Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο σε ένα σύγχρονο έργο του Άκη Δήμου στάθηκε η αφορμή, για να υποδεχτεί με χαρά τις ερωτήσεις μας και να απαντήσει με περισσή προθυμία, με την ώριμη σκαναριστική του ματιά για όλα, ο Ανέστης Καφάτσος, παιδί της πόλης και μάλιστα των εμβληματικών περιχώρων της.

Συνέντευξη: Άλκηστις Σπυρέλλη

Γεννήθηκες και μεγάλωσες στη Σίνδο και ζεις ακόμη εκεί, είναι η απόλυτη επιλογή σου να παραμένεις στον τόπο σου και να μην κάνεις το βήμα της εγκατάστασης στο το “κλεινόν άστυ”, στο κέντρο των εξελίξεων;

Θα σου πω, μου αρέσει πάρα πολύ η ζωή στη μικρή μας πόλη, πάντοτε μου άρεσε. Είμαι γέννημα θρέμμα Σινδιώτης και πάντοτε το χαιρόμουν. Η Σίνδος είναι η κωμόπολη που θα μπορούσε να έχει τα πάντα, από όλες τις μεριές- του πολιτισμού και της οικονομικής ανάπτυξης- και που αυτή τη στιγμή είναι μια πόλη που δεν έχει τίποτε. Την έχουν αφήσει να έχει σήμερα τα χαρακτηριστικά ενός ξεχασμένου χωριού, ενώ παίρνουν από εκεί καθημερινά χιλιάδες κόσμου, λόγω της βιομηχανικής ζώνης, του ΤΕΙ κλπ. Θέλω να πω ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά και τις προϋποθέσεις για να γίνει μια αναπτυγμένη περιοχή με ζωή και ωραία πράγματα να κάνει κανείς εκεί. Αγαπώ πάρα πολύ, να ξέρεις τι ζωή στο χωριό και τη θαυμάζω, αλλά αυτό το χωριό πλέον δεν το αγαπώ.

Δεν έτυχε ως τώρα να χρειαστεί να αναζητήσω τη μετεγκατάσταση λόγω των επαγγελματικών μου υποχρεώσεων και να σου πω την αλήθεια πλέον καταφέρνω τη μετακίνηση με το αυτοκίνητο σε όχι παραπάνω από 20′. Δεν είναι για εμένα μια καθημερινή απόσταση η οποία είναι απαγορευτική.

Θα το ήθελα, αλλά προς το παρόν δε μου λείπει κιόλας. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου βρίσκομαι έτσι κι αλλιώς εδώ.

Ένα μοντέρνο (με όλες τις αδυναμίες της λέξης) παζλ πολλών διαφορετικών αισθητικών θυμίζει η πόλη σήμερα, στο δικό μου μυαλό. Θα συμφωνούσες, πώς θα χαρακτήριζες εσύ τη σημερινή της εικόνα; Εκφράζονται οι αισθητικές αυτές;

Έχεις δίκιο έτσι όπως το θέτεις και θα σου πω ότι εγώ θεωρώ ότι όλα εξαρτώνται από το κατά πόσο είναι επιθυμητό να εκφραστούν αυτές οι διαφορετικές αισθητικές. Θα σου μιλήσω για αυτό που απασχολεί εμένα σχετικά με την καλλιτεχνική και ειδικότερα τη θεατρική αισθητική στην πόλη…

Στο μέγεθος που κανείς φέρει τη δική του αισθητική, ως άτομο ή ως ομάδα, την εκφράζει έντονα, με όλες του τις δυνάμεις ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε. Αυτοί είναι και οι άνθρωποι που συναντούν στην πορεία τα περισσότερα εμπόδια και που εγώ έχω κατασταλάξει πλέον ότι με τέτοιους ανθρώπους θα μπορούσα να δουλεύω αιώνες.

Αντίθετα, με ανθρώπους που έχουν απλώς κάποια αισθητική- την οποία σέβομαι ως υποκειμενική- και την “περιφέρουν” άσκοπα θεωρώντας ότι είναι η δική τους η καλύτερη αισθητική και έχουν το αλάθητο, με αυτούς τους ανθρώπους μπορώ να υπάρξω μεν, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να ΣΥΝυπάρξω, κάνω αυτό που θέλω, αυτό που αγαπώ!

Κοίτα, όλοι κατά βάθος γνωρίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να είναι το πολιτιστικό και θεατρικό κέντρο των Βαλκανίων και να μην προλαβαίνουμε να βλέπουμε παραστάσεις. Βλέπουμε αρκετές αλλά όλοι μας ξέρουμε τη δυναμική της πόλης. Πώς θα μπορούσε να πάει αυτό λίγο καλύτερα;  Εάν δοθεί η δυνατότητα σε νέους ανθρώπους που φέρουν μια νέα αισθητική ή και παλαιότερη, δεν είναι αυτό το κριτήριο απαραίτητα- το νέο δεν είναι πάντοτε το καλύτερο- να εκφράσουν την αισθητική με τη δική τους δύναμη και φόρα. Εάν δε δοθεί αυτή η δυνατότητα είναι βέβαιο ότι και στα επόμενα 20-30 χρόνια θα εξακολουθούμε να συζητάμε ακριβώς τα ίδια, για μια αλλαγή που ποτέ δεν έρχεται. Ό,τι δεν ανανεώνεται, πεθαίνει!

Ευτυχώς αυτό που βλέπω γύρω μου αυτή τη στιγμή είναι ενθαρρυντικό και ελπιδοφόρο. Νέα παιδιά, σαν εμένα, παλεύουν, θέλουν να δώσουν τη δική τους αισθητική και δεν το βάζουν κάτω, ακόμη και μέσα από δυσκολίες μεγάλες.

Έχεις συνεργαστεί ως τώρα με ομάδες που έχουν στο ενεργητικό τους αξιόλογες δουλειές, εδώ στην πόλη –  την ομάδα θεάτρου ΠΡΟΤΑΣΗ και τη δική σας νεοσύστατη σχετικά ομάδα, την Arion Thetre group. Πιστεύεις στο δέσιμο των ανθρώπων σε αυτή τη δουλεία, στη δυναμική των ομάδων;

Ου…Βέβαια, κατά κόρον!!!

Το πιστεύω χίλια τοις εκατό και αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερός γιατί όταν ξεκίνησα να κάνω αυτήν, την τωρινή μας δουλειά, να στήσω αυτό το έργο, δεν είχα απολύτως κανέναν. Ρώτησα, έψαξα πολύ, έμαθα και ξαφνικά κάπως όλα γίνονταν το ένα μετά το άλλο, ο ένας έφερνε τον άλλον και όλα και όλοι με έβρισκαν, δεν τους έβρισκα εγώ. Κι είναι όλο αυτό κάτι μαγικό, καθόλου αυτονόητο και γι’ αυτό τόσο σπουδαίο. Μάλιστα, το εντυπωσιακό στην δημιουργία της ομάδας μας είναι ότι δεν προέκυψε ποτέ κάποιο παράπονο, κάτι τρομερό ή κάτι που δεν μπορούσε να διορθωθεί ακόμη και μέσα από κάποια διαφωνία. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσα να πω το αντίθετο, να μην πιστεύω στη δυναμική των ομάδων; Όταν οι άνθρωποι φτάσουν στο σημείο να συνεννοούνται με τα μάτια και αφήνουν τα πράγματά να κυλούν όμορφα, χωρίς να τα λογοκρίνουν, τότε γίνονται πράγματα τεράστια. Το κλισέ ότι γράφουν ιστορία οι παρέες, εγώ το υποστηρίζω πλέον ανεπιφύλακτα γιατί, δες… Ακόμη και στενή παρέα να μην κάνεις με κάποιους ανθρώπους, μόνο που ξέρεις ότι θα είσαι μαζί τους σε μια πρόβα ή θα συναντηθείς εκτός πρόβας για άλλα πράγματα, καταλαβαίνεις ότι αυτά σε δένουν και μάλιστα πολύ γρηγορότερα συγκριτικά με μακροχρόνιες φιλίες. Το “θέλω να είμαι εδώ”, αυτό σε δένει!

Η ευθύνη του ανθρώπου που διευθύνει την “ορχήστρα” είναι η πιο σημαντική! Να μην επιτρέψει στην τοξικότητα να εισβάλει και στο καταστροφικό “εγώ” που είναι πλήρως δυσλειτουργικό και δημιουργεί μόνο προβλήματα. Εδώ υπάρχει μόνο το “εμείς”, αυτό το δημιουργικό “εμείς” που βέβαια περιλαμβάνει κάθε ξεχωριστό “εγώ”, ως μοναδική οντότητα, με την επιθυμία και την προσφορά του. Κάθε “εγώ” θα πρέπει να περνά μέσα από το “εμείς”! Λειτουργούμε και παίζουμε πρώτα για εμάς είναι η αλήθεια, γιατί αν δε γίνει έτσι, τότε δεν μπορεί αλλιώς να έχει ανταπόκριση. Το προσωπικό βίωμα εκείνης της στιγμής είναι που θα παραλάβει το κοινό αλλά όλα είναι εκεί για να συνεισφέρουν στο “εμείς”.

Είναι το θέατρο μια “παρηγοριά” μέσα στην άγρια πολλές φορές καθημερινότητα, είναι μια διαφυγή από τη δυστοπία ή αυτή η ερμηνεία αδικεί την πραγματικότητα; Πρέπει η Τέχνη να είναι διέξοδος και να παρέχει διεξόδους;

Όχι, δε θα έλεγα ότι το θέατρο είναι “παρηγοριά” και πιστεύω ότι δεν πρέπει να είναι. Για εμένα το Θέατρο πρέπει να είναι όχι όλα αυτά που θέλεις να ακούσεις αλλά εκείνα που δεν περιμένεις να ακούσεις και που καμιά φορά δε θέλεις να ακούσεις αλλά πρέπει. Όσα δεν τολμάς να πεις ο ίδιος στον εαυτό, στον φίλο, στον γονιό, στο αφεντικό, για χίλιους δύο λόγους απολύτως σεβαστούς, είναι εδώ το Θέατρο για να δείξει τον δρόμο να ειπωθούν, μέσα από ρόλους, φυσιογνωμίες, συναισθήματα, μέσα από τους ήρωες, θα δώσει ίσως μια λυτρωτική ταύτιση που θα ξεμπλοκάρει.

Δε θα σου πει, σαν απάντηση, τι ακριβώς πρέπει να κάνεις, αλλά θα θέσει το ερώτημα που μπορεί να δώσει ώθηση προς μία διέξοδο: “Γιατί δε σκέπτεσαι αυτό; ή “Γιατί δεν κινείσαι”, ώστε να γίνει μια  μικρή ή μεγάλη εκκίνηση, ένα πρώτο βήμα. Το Θέατρο είναι εδώ για να προσφέρει μια “συν(Γ) κίνηση”, κάθε ήρωας σου “φωνάζει”, χτυπώντας το χέρι συγκατανευτικά στην πλάτη προς μια “κίνηση” μαζί του. Οι νοεροί φόβοι των ηρώων που κουβαλούν τα αδιέξοδά τους μπορεί να βρίσκονται εντός του καθενός, επομένως η ταύτιση είναι κάτι παραπάνω από πιθανή κι η συνακόλουθη αναμέτρηση με αυτούς, η συνειδητοποίηση και γιατί όχι η παραδοχή του προβλήματος που μπορεί ευκολότερα να φτάσει σε “κάθαρση”.

Η αείμνηστη Μελίνα(Μερκούρη) μιλούσε γι’ αυτό 30-40 χρόνια πίσω και σε τελείως διαφορετικές εποχές, “βγείτε εκεί έξω, έλεγε, και αναμετρηθείτε με τα νεύρα, με την τοξικότητα, με τα άγχη, με τους φόβους, μην τα κλείνεται σε ασφαλή κλουβιά, δήθεν προστατευτικά.”

Έτσι είναι, λοιπόν… Και θα βγεις εκεί έξω και θα διαφωνήσεις με τον άλλον και θα συγκρουστείς, αν χρειαστεί, δε θα κρυφτείς πίσω από την οθόνη.

Σιγή και η αποτύπωση του εντυπωσιασμού στα πρόσωπά μας, του Ανέστη για την τολμηρή επιλογή και του δικού μου για την πρόκληση των καιρών… Δεν υπάρχει το κινητό στην παράσταση, σ’ ένα έργο με βασικό στοιχείο τον εγκλεισμό; Ρωτώ.

“Γι’ αυτό έχουμε επιλέξει να μη χρησιμοποιηθεί στην παράσταση ως εργαλείο επικοινωνίας και διαφυγής. Ναι, το κινητό απουσιάζει από την παράσταση, μπήκαμε στον πειρασμό και το αφαιρέσαμε εσκεμμένα”, θα δηλώσει απόλυτα, κατηγορηματικά,  δείχνοντάς το, κουνώντας το επιδεικτικά μπροστά μας, στη συζήτηση, πλήρως απενοχοποιημένα εν μέσω μιας τελείως άλλης σημερινής συνθήκης που το κινητό είναι προέκταση των πάντων και μαζί δικαιολογία για τα πάντα.

Σε κινεί κάτι ενστικτώδες προς την κατεύθυνση της επιλογής έργων, με πιο σκληρή, πιο δύσκολη και γι’ αυτό πιο ουσιαστική-για την ψυχή- αλήθεια; Με αφορμή και προηγούμενες συνεργασίες σου, το ρωτώ, σε παραστάσεις όπως το “Noigandres”, σε σκηνοθεσία του Στέλιου Βραχνή.

Θα σου έλεγα, πώς το πιο γοητευτικό, έως σαγηνευτικό πράγμα για εμένα είναι να παρακολουθείς έναν άνθρωπο να προσπαθεί να βρει απαντήσεις σε “δύσκολες” ερωτήσεις. Τώρα βέβαια, παίζει τον ρόλο του ποιος θέτει τις ερωτήσεις και αν/ γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να απαντούμε πάντοτε. Εγώ θεωρώ πως κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να απαντά σε όλα ή να έχει την απάντηση. Οι ήρωες του έργου μας, για παράδειγμα, ψάχνουν να βρουν απαντήσεις σε ερωτήσεις που και οι ίδιοι θέτουν στον εαυτό τους αλλά και άλλες που τις κουβαλούν από το παρελθόν τους. Όσο φτάνουν στο αποκορύφωμα της έντασης και της προσπάθειάς τους να ξεσπάσουν όλο αυτό που κλειδώθηκε μέσα τους, τους παρακολουθούμε να αρχίζουν να κατανοούν ότι δε χρωστούν απάντηση σε κανέναν, παρά μόνο στον εαυτό τους.

Γιατί; Θα ρωτήσει κάποιος… Γιατί έτσι!

Δεν υπάρχει γιατί. Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση! Όταν κάποιος ρωτήσει… Γιατί έκανες αυτήν  ή την άλλη επιλογή; Θα πεις: Έτσι! Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να εξηγούμε πάντα και να δίνουμε λογαριασμό σε όλους για όλα. Για πολλούς λόγους ο καθένας μας, ενώ θα μπορούσε να ζει τα πάντα, κλειδώνεται από τους φόβους του και ξεχνά την ουσία, την ίδια τη ζωή. Όμως δε χρωστά απάντηση σε κανέναν γι’ αυτό. Το ίδιο κάνουν και αυτά τα τρία παιδιά, οι ήρωές μας, κλειδώνονται μέσα στην εικόνα που νομίζουν ότι έχουν ανάγκη να παίρνουν προς τα έξω. Κάποια στιγμή, όμως, έρχεται η συνειδητοποίηση της δυστοπίας που φέρει όλη αυτή η κατάσταση και εκεί τίθεται το ερώτημα. Δεν το απαντούν ποτέ!  Ψάχνουν μόνο. Ψάχνουν ακόμη και την Καλημέρα που δεν ακούγεται ποτέ.

Οτιδήποτε δε φέρει ερωτηματικό, για εμένα δεν είναι υγιές! Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι υποχρέωση η απάντηση. Δεν είσαι υπεύθυνος για την απάντηση ποτέ, είσαι υπεύθυνος για να διεκδικήσεις την απάντηση, τώρα το τι θα ακούσεις είναι άλλο θέμα. Ποιος είναι εκείνος που θα πει αυτό είναι και τέλος, δε δέχομαι τίποτε άλλο; Μόνο ένας φασίστας. Αυτή είναι η κοινωνία μας, φοβική και ενοχική, με απολυτοσύνες και αδιέξοδα. Γι’ αυτό κι εγώ όλο προς τα εκεί γυρίζω, σε έργα που θέτουν ερωτήματα δύσκολα. Μήπως και ξορκιστεί κάπως το απόλυτο, το τελεσίδικο, το μη αναστρέψιμο.

Τι γίνεται με τα λάθη, όταν δεν υπάρχει κάποιος να σου δείξει μια εκδοχή του σωστού;

Θα σου μιλήσω πρώτα για την επικαιρότητα του έργου, γιατί τα λάθη είναι διαχρονικά “ανθρώπινο προνόμιο” και η αποτύπωση ως προς αυτό είναι εύγλωττη στο έργο. Γράφτηκε πριν από 26 χρόνια κι όμως σήμερα εξακολουθούμε να μιλούμε για τα ίδια λάθη και τα ίδια αδιέξοδα των ανθρώπων, ίσως λίγο μεταλλαγμένα, πιο εξελιγμένα αναλογικά με τις συνθήκες.

Ο ένας από τους ήρωες του έργο, ο Γρηγόρης, είχε κάνει στο παρελθόν ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, χτύπησε την κοπέλα του. Κοίτα τι συμβαίνει γύρω μας σήμερα. Τα πράγματα είναι ήδη πολύ χειρότερα. Σκέψου ότι ο ήρωας αυτός ίσως και να είχε γεννηθεί τότε, όταν γράφτηκε το έργο, το 1998 και ζει τώρα, στα 26 του χρόνια, κουβαλώντας στις πλάτες του το βάρος μιας πράξης που του συγχωρέθηκε μεν από το θύμα, του δόθηκε χάρη, ας πούμε, αλλά που ο ίδιος είναι σαν να μην μπορεί να λυτρωθεί. Κλείνεται και παλεύει με τους δαίμονές του, τρώει την ψυχή του.

Και θα με ρωτήσεις τώρα εσύ… Είναι αυτό κωμωδία;

Μα όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να ξεπεράσει το δράμα του, εκεί, πάνω στον αγώνα αυτόν κάνει και πράγματα τα οποία μπορεί πολλές φορές να προκαλούν το γέλιο. Δεν είναι γέλιο όμως που προκύπτει μέσα από γκριμάτσες και χαζά νοήματα, είναι ένα γέλιο γλυκό που προκαλείται από τον ιερό αγώνα του ανθρώπου να βρει τον δρόμο προς τη συγχώρεση του εαυτού.

Είναι, επομένως, δραματικό το λάθος πολλές φορές, μα πιο δραματική ακόμη είναι η συνειδητοποίηση και η ανηφόρα που τραβά κανείς προς τη συγχώρεση, μαζί με την ατολμία και τον φόβο αρκετές φορές να εκφράσει την τεράστια ανάγκη του για συγχώρεση. Είναι ακόμη, οι κοινωνικές συμβάσεις και τα ανελέητα αδιέξοδα που φέρουν και αγκυλώνουν τους ανθρώπους, αφήνοντάς τους δίχως ανάσα να τραβούν τις ανηφόρες τους. Οι βαριές αλυσίδες στα πόδια, οι σιδερένιες μπάλες, αυτές είναι τα λάθη και αντί να πάρει κανείς παράδειγμα από τα τόσα που αντιμετωπίζει κι από τους άλλους και να παρηγορηθεί ότι δεν είναι μόνος στον δρόμο των λαθών, αντί να αποτινάξει τις δεσμεύσεις, εγκλωβίζεται.

Για εμάς εκεί, μπροστά, στην κουβέντα, δημιουργήθηκε ένας  μικρός κόσμος όμορφος, ένα ταξίδι σύντομο, σε συνειδητά βαριά αντικείμενα συζήτησης και λέξεις όμορφα ειπωμένες, λυτρωτικά κάπως, θα έλεγες, αφού η ζέση της ομιλίας του Ανέστη συνεπήρε και τη Μυρτώ, τη μικρή μου κόρη που ήταν εκεί μαζί μας κι έγινε η αφορμή να είμαστε κι εμείς λίγο πιο αληθινοί και ανοιχτοί κι ας γνωριστήκαμε πριν λίγη ώρα.

Μπήκαμε μέσα στους προβληματισμούς αυτής της ιδιότυπης κωμωδίας και νιώσαμε τον εσωτερικό πόνο των ηρώων που διψά να αποκαλυφθεί, μπας και λυτρώσει κι άλλους με το παράδειγμά του.

Κυρίες και Κύριοι, λοιπόν… Τα  Λουλούδια Στην Κυρία.