«Humanitarium ή ένα εύστοχο στήσιμο μπροστά στον καθρέφτη» – Η Κατερίνα Συναπίδου στο TheOpinion
Η Κατερίνα Συναπίδου μιλά στο TheOpinion και την Άλκηστη Σπυρέλλη με αφορμή την παράσταση Hum@nitarium στο θέατρο Τ
Ένας πρωινός καφές στην «Πρίγκηπο», στην Αποστόλου Παύλου, ανάμεσα στον ρομαντικό αέρα της Ιστορίας και το πολύβουο της πόλης, ήταν αρκετός για να απευθυνθεί η Κατερίνα της όψης και του ψεύτικου καθωσπρεπισμού της γεμάτης σύνδρομα ΝΥΦΙΤΣΑΣ που υποδύεται επι σκηνής.
Συνέντευξη: Άλκηστις Σπυρέλλη
Κουβαλά μαζί της τον φόρτο του ρόλου της αλλά και ό,τι μπορεί να τον καταστήσει λιγότερο δέσμιο των αβάσταχτων συναισθημάτων που φέρει.
Με ένα βλέμμα κι ένα χαμόγελο ξανακερδίζει τον εαυτό της, το κορίτσι αυτό που με κοφτερή ματιά και λόγο μεστό και κατασταλαγμένο, μιλά για την Τέχνη της, για τις δυσκολίες, για τη ζωή.
Πώς άλλωστε θα μπορούσε διαφορετικά, αφού -όπως εύστοχα ακούγεται μέσα από το κείμενο της Στέλλας Παπαδημητρίου- “το HUMANITARIUM δεν είναι ένα παιχνίδι της ζωής αλλά ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΖΩΗ σ’ ένα παιχνίδι”!
1. Είσαι προσφάτως απόφοιτη του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., του δεύτερου μεγαλύτερου τμήματος ανώτατων σπουδών της χώρας στο αντικείμενο αυτό. Ποιες είναι οι αναφορές σου έχοντας βιώσει το περιβάλλον αυτό, πλάι στους σπουδαίους δασκάλους του τμήματος;
Έχεις δίκιο, θεωρώ ότι είναι καθοριστικός ο ρόλος της διδασκαλίας για τη μετέπειτα πορεία ενός ηθοποιού και όχι μόνο για την πρακτική επιλογή που καλείσαι κάποια στιγμή να κάνεις, υποκριτική ή σκηνοθεσία, αλλά και γιατί η φύση αυτού του πτυχίου είναι τέτοια, ώστε καλείσαι εκ των πραγμάτων να μετέχεις σε πράγματα γύρω από την τέχνη του Θεάτρου, όπως είναι το ιστορικό κομμάτι αλλά και η θεωρία του Θεάτρου ή η Δραματουργία. Είναι όλα κομμάτια που σταδιακά σε οδηγούν στην έμπνευση και τη συγγραφή και σε καθοδηγούν, σου δείχνουν τον δρόμο, τα μονοπάτια σου, σου ανοίγουν κόσμους που δεν ήξερες, απλώς φανταζόσουν και ευελπιστούσες να ανακαλύψεις. Το σημαντικότερο είναι ότι καλείσαι να γίνεις ταυτόχρονα ηθοποιός και δημιουργός, σε πιο συλλογικό επίπεδο, να δεις πώς μπορείς συμμετέχοντας να συνεισφέρεις ο ίδιος το δικό σου κομμάτι σε μια συνολική δουλειά. Σίγουρα, βέβαια, η εμπειρία και το πού εστιάζει κανείς είναι ζήτημα και προσωπικών ενδιαφερόντων. Επομένως, από μια τέτοια σχολή, θα πάρει καθένας αυτό που έχει προσωπικά μεγαλύτερη ανάγκη.

2.Είναι το δεύτερο πτυχίο σου, ύστερα από σπουδές στη Δημοσιογραφία και ύστερα από κάποια(αρκετά) χρόνια στον χώρο του θεάτρου όπου μετράς ήδη αρκετές συνεργασίες και με την ομάδα σας, την ARS MORIENDI, αλλά και άλλες. Άρα υπήρχε σοβαρό υπόβαθρο και αναζήτηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Τι περισσότερο σου πρόσφερε η δεύτερη φοίτησή σου;
Και στη σκηνική πράξη καθ’ αυτή αλλά και σαν άνθρωπο μου πρόσφερε πολλά.
Τα ερεθίσματα ήταν ποικίλα και μάλιστα σε ένα κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, θα έλεγα, και σε ό,τι άλλο γύρω μας μπορεί κανείς να το πάρει και να το μετουσιώσει σε τέχνη. Νιώθω πως με έκανε λίγο περισσότερο καλλιτέχνη, στην πρόσληψη της ζωής μου συνολικότερα. Πώς θα δω ένα απλό γεγονός και θα το επεξεργαστώ με διαφορετικές οπτικές προκειμένου να ανακαλύπτω πτυχές των πραγμάτων, να μην υπάρχει μονοδιάστατη θεώρηση. Αισθητική και αισθητηριακή προσέγγιση.
Το θέατρο δεν είναι μόνο η σκηνή, δεν είναι μόνο το θα πάμε να κάνουμε πρόβα, να δούμε πώς θα σκηνοθετήσουμε και πώς θα παίξουμε, είναι πάρα πολλά πέρα απ’ αυτό και πιο σπουδαία. Για παράδειγμα, από μια απλή βόλτα μέσα στην πόλη, τι μπορεί να αποκομίσει η ψυχή, τι μπορεί να έλξει την προσοχή και το αισθητηριακό κριτήριο και πώς αυτό μπορεί εκ των υστέρων να αξιοποιηθεί επάνω στη σκηνή, να το κρατήσει κανείς και να το τραβήξει στο παίξιμό του. Πώς μια απλή εικόνα της καθημερινότητας εμπλουτίζει τον κόσμο μας και μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο, επομένως, πώς η πραγματικότητα μπορεί να μετουσιωθεί σε Τέχνη, στη σκηνική πράξη πια. Όλα αυτά με ενδιέφεραν πολύ και προσπάθησα πολύ να τα κατανοήσω και να τα κατακτήσω, έτσι ώστε να μπορώ σήμερα να πω ότι είναι κομμάτι μου.
Δε μ’ ενδιέφερε ποτέ, έτσι κι αλλιώς, να πάω να κάνω τη δουλίτσα και να φύγω, γιατί δεν πιστεύω ότι αυτό είναι ο ηθοποιός, ούτε η παράσταση. Αυτό ακριβώς εμπλουτίστηκε μέσα μου από τη φοίτησή μου, να βλέπω τα πράγματα πιο ανοιχτά. Με αφορά η συνεργασία, οι άνθρωποι που θα εμπλακούν στη δημιουργία και με ποιον τρόπο θα εμπλακούν, φέρνοντας ο καθένας το δικό του “υλικό” και πώς αυτό θα προστεθεί αξιόλογα στο συνολικό αποτέλεσμα.
Θα συμφωνήσουμε με έντονα καταφατικό βλέμμα και με νόημα πλήρους αποδοχής, και οι δύο, ότι από αυτό το σημείο και πέρα είναι που ένας ηθοποιός αρχίζει να δουλεύει ουσιαστικά, αξιοποιώντας την ουσία και την πράξη στο Θέατρο.

3. Εφόσον ζεις και εργάζεσαι στην πόλη εδώ και αρκετά χρόνια -και δεν είναι μόνο τέχνη αυτό που κάνεις αλλά και βιοπορισμός- μαζί με μια ομάδα όπως η δική σας που επιθυμεί να δημιουργεί στην πόλη και να έχει κοντά της το κοινό, τι δυσκολίες αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή στη Θεσσαλονίκη;
Είναι η πόλη μας ένα λειτουργικό πλαίσιο για δημιουργούς;
Ξεκάθαρα όχι! Τη Θεσσαλονίκη διόλου λειτουργικό πλαίσιο τη λες και αυτός είναι κι ο λόγος που εδώ και καιρό, μήνα το μήνα πλέον, αποχαιρετούμε φίλους και συναδέλφους, νέους καλλιτέχνες και δημιουργούς από τη σχολή και από την ομάδα μας, οι οποίοι φεύγουν διαρκώς ο ένας πίσω απ’ τον άλλον.
Η Θεσσαλονίκη, είναι η αλήθεια, δε σου δίνει ιδιαίτερη προοπτική, τη στιγμή αυτή. Δε νιώθεις ότι μπορείς να εξελιχθείς ιδιαίτερα, να πας πολύ παραπέρα, γιατί δεν έχεις και ιδαίτερα ερεθίσματα εδώ.
Ξέρω ότι αρκετα παλαιότερα, εκεί περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με 2000, υπήρχαν στην πόλη ομάδες που έκαναν πειραματικά πράγματα, είχαν τους χώρους τους και αυτό είχε εγκαθιδρυθεί κάπως και λειτουργούσαν ως σημεία αναφοράς και ως φυτώρια νέων καλλιτεχνών οπου υπήρχε ένα κοινό που τους ακολουθούσε και τους παρακολουθούσε σε όλα τα βήματα. Υπήρχε αυτό αρκετά έντονα, ότι δηλαδή στηρίζουμε μικρές ομάδες, βλέπουμε πράγματα πιο εναλλακτικά, πιο πειραματικά, τι έχουν να πουν, τι καινούριο φέρουν. Αυτό, σταδιακά άρχισε να μη γίνεται βιώσιμο, νομίζω και λόγω αλλαγής εποχής αλλά και διακοπής των επιχορηγήσεων που δίνονταν πριν χρόνια και που η διακοπή τους λειτούργησε άκρως ανασταλτικά για τις ομάδες της πόλης. Άλλες σταμάτησαν τελείως, άλλες υπήρχαν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αλλά φυτοζωούσαν γιατί δεν είχαν τα μέσα άρα και τον τρόπο να υπάρξουν περισσότερο, όσο κι αν το επιθυμούσαν.
Κάποιες από τις επιχορηγήσεις επανήλθαν αλλά δεν αρκούν και δίνονται και με έναν περίεργο τρόπο που δε βοηθά καθόλου την καλλιτεχνική δημιουργία. Ίσα ίσα, ωθούν προς μια κατεύθυνση τελείως διεκπαιρεωτική, που καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με τη δημιουργία, η οποία χρειάζεται χρόνο και πολύ προσωπικό κόπο από τους καλλιτέχνες. Είναι σαν να μη γνωρίζουν καθόλου τι χρηματοδοτούν, δε μιλάμε καθόλου για budget που μπορούν να στηρίξουν μια επαγγελματική αλλά συνάμα καλλιτεχνική δουλειά. Σου λένε πάρε αυτά και κάνε μια δουλεία γρήγορα και σε περιορισμέμο χρονικό διάστημα για να μπορέσεις να καλυφθείς από τα χρήματα. Το αποτέλεσμα είναι να μη μπορούν να πληρωθούν οι άνθρωποι, οι καλλιτέχνες από την αρχή ως το τέλος με αυτά τα ποσά και μόνο μέσα από μία δουλειά, τη δουλειά τους. Που είναι επίπονη και εξαντλητική, τις περισσότερες φορές.
Θα σου το δώσω με πολύ πραγματικό παράδειγμα…
Όταν προσπαθείς να κάνεις μία δουλειά, όπου συμμετέχουν, πέντε όκτώ, δέκα άνθρωποι και καλείσαι να συντονίσεις και να οργανώσεις προγράμματα πολυάσχολων ανθρώπων που κάνουν από δύο και τρεις δουλειές ο καθένας, για να καταφέρετε απλώς το αυτονόητο, να κάνετε σαν ομάδα τις πρόβες σας, καταλαβαίνεις ότι σε αυτό το πλαίσιο, το πράγμα δυσκολέυει δραματικά. Παρ’ όλ’ αυτά, για τους καλλιτέχνες είναι τόσο κάθαρο μέσα στο μυαλό ότι υπάρχει δόσιμο και αγάπη γι’ αυτό που κάνουν, που πέρα από κάθε δυσκολία είμαστε πιστοί σε αυτά που επιθυμούμε, είμαστε παρόντες και συνεχίζουμε μέσα σε αυτή τη συνθήκη. Αλλά σε βάθος χρόνου και δεδομένης πια της αλλαγής των ηλικιών -κανένας δε μένει με τις αντοχές της νεότητας- όλο αυτό σε φθίρει σταδιακά γιατί γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι δεν μπορεί να μπαίνει εφ’ όρου ζωής μπροστά η επιθυμία και η αγάπη για το αντικείμενο, χωρίς μέριμνα για όλο το υπόλοιπο, το βιοτικό. Εξαναγκάζεσαι κάποια στιγμή, να μη μπορείς να βάλεις σε προτεραιότητα αυτό που αγαπάς, έναντι του να έχεις να φας ή να μπορείς να πας σ’ ένα σουπερ μάρκετ για τα βασικά ψώνια.
Το δικό μας είναι ένα επάγγελμα που δεν μπορείς να το κάνεις μερικώς, αν θέλεις να θεωρείσαι σωστός και επαγγελματίας. Πρέπει να είσαι εκεί, πρέπει να είσαι δοσμένος!
Ας μην παραβλέπουμε το κομμάτι της έρευνας που καλείται ένας καλλιτέχνης να κάνει πάντοτε προκειμένου να έχει τα εφόδια να αξιοποιήσει ένα κείμενο, για παράδειγμα, στην τέχνη του. Είναι ένα εφόδιο που για να το κατακτήσει κανείς απαιτείται ο ανάλογος χρόνος. Αν, λοιπόν, υπάρχει η ανάγκη να κάνει ο καθένας μας από 2-3 δουλειές, αυτομάτως αντιλαμβάνεσαι ότι όλα τα υπόλοιπα πηγαίνουν πίσω ή στριμώχνονται σε τέτοιο βαθμό που είναι καπνικτικό για έναν καλλιτέχνη να προσπαθεί να το διαχειριστεί. Δεν επιχορηγείται η έρευνα, για να σου δώσω να καταλάβεις, δεν επιχορηγείται μία παραγωγή συνολικά, επιχορηγείται ένα αποτέλεσμα, για το οποίο δεν υπάρχει και κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρον από την πολιτεία, πώς και πόσο επίπονα θα προκύψει. Οπότε αντίστοιχη με τα χρήματα πρέπει να είναι και η προσπάθεια, ώστε να υπάρχει ένα γρήγορο αποτέλεσμα, θα πρέπει πάντα να κόβεις για να μπορέσεις να υπάρξεις έτσι. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να θεωρείται Τέχνη ούτε να παράγεται με αυτόν τον τρόπο Πολιτισμός και λέω δεν μπορεί, τουλάχιστον όπως αντιλαμβανόμαστε εμείς τα πράγματα, ως καλλιτέχνες. Για την πολιτεία προφανέστατα όλο αυτό είναι αρκετο.

Το HUMANITARIUM, για να σου περιγράψω λίγο το δικό μας εγχείρημα, ήταν ένα πολύ μεγάλο project εξ’ αρχής, για το οποίο δουλεύουμε από πέρσι τον Σεπτέμβρη, οπότε και ξεκινήσαμε τις πρόβες μας. Σαν ιδέα, όμως, σα σκέψη, σαν κείμενο άρχισε να δουλεύεται πολύ νωρίτερα. Το γεγονός ότι όλοι μας αφιερώσαμε τόσες ώρες έρευνας και δουλειάς, δεν έγινε εξ ‘ουρανού! Να γράφεται κείμενο παράλληλα και να δουλεύεται σε πραγματικό χρόνο, σαν ζωντανός οργανισμός εν μέσω προβών, δεν μπορούσε να γίνει και αλλιώς, αφού πραγματεύεται κάτι που αλλάζει συνεχώς, γιατί είναι η ίδια η ζωή και πρέπει να βλέπεις πόσο λειτουργικό είναι, πώς πρέπει να διαμορφωθεί κάθε φορά, είναι μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο κι ο χρόνος αυτός δεν δίνεται αναλογικά. Ζούμε σε μια εποχή μου ο χρόνος μας κυνηγά έτσι κι αλλιώς και η πίεση αυτή, να γίνουν πράγματα σε πολύ λίγο, με το μικρότερο δυνατό κόστος, είναι σίγουρα ανασταλτικός παράγοντας για τη δημιουργία.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι και από μέρους της τοπικής αυτοδιοίκησης θα έπρεπε να δίνεται περισσότερη σημασία στον πολιτισμό και να γίνονται προσπάθειες στήριξής του. Διοργανώνεται ένα φεστιβάλ, το οποίο είναι αναμφίβολα κάτι σημαντικό, αλλά εγώ εννοώ βήματα ουσιαστικής στήριξης, όπως είναι το να παρέχεται σε μια ομάδα ο χώρος για να δουλέψει, ζήτημα απολύτως ζωτικό για την ύπαρξη της.
Δε γίνεται εκ των πραγμάτων να μπαίνουν όλα από την τσέπη μας, να χρειάζεται, ας πούμε να αφαιρούμε πρόβες από τη δουλειά μας γιατί δεν μπορούμε να τις πληρώσουμε και να καταλήγουμε τελικά να τις κάνουμε στα σπίτια μας.
Θέλω να πω, ότι η συνολική αντιμετώπιση απέναντι στον πολιτισμό -δίχως μέριμνα και φροντίδα για τους ανθρώπους του και τη δουλειά τους- είναι απαξιωτική και είναι σαν να μην έχει κάποιο νόημα για την εποχή, σαν να μη μας αφορά το κομμάτι αυτό, το οποίο για τη χώρα μας ειδικά, που γέννησε τον πολίτισμο, είναι μόνο κρίμα!
Η ασχολία με κείμενα νέων συγγραφέων που έχουν να καταθέσουν ποιότητα και σοβαρά κοινωνικά μηνύματα, είναι για εσάς πρόκληση;
Πρέπει να σου πω ότι δε μας απασχολεί τόσο η απόδοση μηνύματος, όσο το να ανοίξει ένας διάλογος. Ο διάλογος, για εμάς πρέπει να είναι σχετικός με τα ποικίλα ζητήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ως κοινωνία και θέλουμε αυτός ο διάλογος να είναι συλλογικός. Μπαίνει η διάδραση πλέον στο παιχνίδι μεταξύ σκηνής και θεατών και αυτό είναι κάτι που γίνεται τελευταία σε παραστάσεις όλο και περισσότερο. Θεωρώ ότι είναι μέρος του επιδιωκόμενου διαλόγου. Από το πού θα καθίσει ο θεατής μέχρι την ολοζώντανη εφαρμογή που τον τοποθετεί στο παιχνίδι του αποτελέσματος και τον “εξαναγκάζει” να πάρει θέση για τα πράγματα. Είναι ένας τρόπος συνομιλίας και ένα εύστοχο μέσο να τεθούν και να ανοίξουν ερωτήματα, μέσω των οποίων θα μπορέσουμε να φτάσουμε τελικά στην ουσία των ζητημάτων που μας απασχολούν. Τι είμαστε ως άνθρωποι, είμαι εγώ αυτό που προσπαθώ να φτιάξω; Συγλίνει η εικόνα με αυτό που είμαστε πραγματικά ή όλα γίνονται καθ’ υπαγόρευση του συστήματος που τα θέλει έτσι;

4.Τι είναι, επομένως, αυτό που ενοχλεί εσένα περισσότερο αυτή τη στιγμή, πρακτικά; Αυτό που παρατηρείς στον διπλανό και λες “δεν μπορεί” να είναι τόσο εξώφθαλμο κι όμως να μη γίνεται αντιληπτό απ’την πλειοψηφία;
Θα σου πω πώς ξεκίνησε το project αυτό, γιατί συνδέεται άμεσα και με το τι ενοχλεί όλους μας σαν ομάδα, σε σχέση με το τι παρακολουθούμε γύρω να εκτυλίσεται.
Η υπερβολική ενασχόληση όλων ανεξαιρέτως με τα social media την περίοδο της καραντίνας -ως πρώτη σκέψη ξεκίνησε τότε- που έδωσε και την αφορμή για τη σύλληψη από τον Θάνο Νίκα της γενικής ιδέας. Μεγάλο ζήτημα για εκείνον και για όλους μας ήταν η τρομερή τάση για ανθρωποφαγία. Μια τάση που καθόριζε και συνεχίζει ως σήμερα να καθορίζει τη δημόσια εικόνα που θέλουμε όλοι να χτίσουμε και να προβάλλουμε μέσα από τα social media. Μια πραγματικότητα πλάστή, υποκριτική και εν πολλοίς ψεύτικη που ξαφνικά έγινε για όλους ανάγκη. Μιλάμε για μέσα που φαινομενικά μας καθιστούν όλους ίσους αλλά στην πραγματικότητα πόσο αληθινό είναι όλο αυτό; Πόσο αδυσώπητα απομακρύνεται το ίδιο το άτομο από την εικόνα του τελικά!
Ο δικαιωματισμός της γνώμης, ακόμη και όταν δεν υπάρχει κανενός είδους υπόβαθρο, έφτασε να γίνει απολύτως ρεαλιστικός έως και ωμός, με μοναδικό στόχο την υπερπροβολή. Το αποτέλεσμα, δε, του δικαιωματισμού στη γνώμη, όπως τον περιγράφουμε, ήταν και είναι το τραύμα και το πλήγωμα σε ψυχές που καταλήγουν συνήθως σε μη διαχειρίσιμα αδιέξοδα.
Είναι η εποχή που τα φωτισμένα μυαλά έχουν φτάσει να μην ξέρουν τον τρόπο να συνδιαλαγούν με την κοινωνία και γι’ αυτό να σιωπούν. Είναι, κατά τη γνώμη μου, μείζον πρόβλημα αυτό, γιατί φανερώνει κάποιου είδους ματαιότητα των πραγμάτων. Αλίμονο αν γίνει συνήθεια η ματαιότητα, πόσο μάλλον να γίνει συνήθεια η σιωπή των φωτισμένων ανθρώπων λόγω γενικευμένης ματαιότητας! Τότε η κοινωνία δε θα έχει να “ακουμπήσει” πουθενά.

5. Υπάρχει, λοιπόν, ματαιότητα για κάθε αγώνα, για κάθε προσπάθεια ή μπορούμε ακόμη να ελπίζουμε σε φωνές που παλέυουν να ακουστούν και να δίνουμε βήμα, να επιμένουμε και να συνδράμουμε με τον τρόπο μας στο “ταρακούνημα” του θυμικού;
Ειλικρινά, είναι ένα ερώτημα και για εμένα την ίδια, αλλά και για το τι είδος θεάτρου θα ήθελα να βλέπω και να κάνω.
Θα πω ότι έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, υπάρχουν δύο τρόποι ή το in your face ή η Ποίηση. Να το πεις κατευθείαν “μέσα στα μούτρα” ή να αφήσεις την ποίηση να κανει τη δουλειά. Να λειτουργήσει λυτρωτικά και για εσένα, να σε απαλλάξει από το ένα μέρος του “βάρους” να βρίσκεσα σε συνεχή επαγρύπνηση και να προσπαθείς να ξυπνήσεις και τους άλλους.
Ελπίζεις ότι θα ακουστείς, σαφώς, παλεύεις γι’αυτό και αγωνίζεσαι επί σκηνής, όπως σου είπα, να τεθούν τα ερωτήματα και να πυροδοτήσουν τον πολυπόθητο διάλογο. Όχι από τη βολή του καναπέ, αλλά μέσα στη ζωή, στις δουλειές, στις παρέες, στον δρόμο.
Από την άλλη, βλέπεις ότι απελπιστικά ξαναζωντανεύουν τα ίδια! Κοιτάζεις γύρω σου και παρακολουθείς την τραγικότητα να επανέρχεται ακόμη πιο δραματική. Νόμιζες ότι κάποια πράγματα, όπως ο πόλεμος, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί και όμως βλέπεις ότι κάθε χρόνο ξεκινά και ένας καινούριος ακόμη πιο ανελέητος, ακόμη πιο φρικαλέος, τόσο κοντά μας, τόσο μαζί με εμάς. Σου προκαλεί τρόμο και αυτόματα η απελπισία δίνει χώρο στη ματαιότητα.
Όμως, πρέπει τώρα, περισσότερο από ποτέ, να προσπαθούμε! Ίσως, μέσα από τη λογοτεχνία και τη δραματουργία αλλά και μέσα από σύγχρονα κείμενα να χτίζουμε σιγά σιγά αντιστάσεις, να κάνουμε τον πόνο λέξεις μήπως και ακουστεί καλύτερα. Όσο περνούν οι γενιές και απομακρύνονται από την τραγικότητα των πολέμων που βίωσαν οι παλαιότεροι, δεν έχουν συναίσθηση των συνεπειών. Μόνο μέσα από κείμενα και τροφή για σκέψη μπορεί να περιμένουμε να διαφανεί μία αντίδραση.
Πόσο μεγάλη πρόκληση περιέχει αυτό που καλούμαστε να κάνουμε όμως, πόσο πρέπει να παλεύουμε με το συναίσθημά μας…
Να ξυπνάς το πρωί να βλέπεις τι γίνεται στη Γάζα κι όμως να πρέπει να πας στην πρόβα, να πασχίσεις να βρεις λόγια και ψυχή για να ειπωθούν όσα πρέπει. Ωραία, κάνεις τέχνη, θέλεις να πεις πράγματα, αλλά είναι πραγματική σύγκρουση με το μέσα μας αυτό που βιώνουμε και ξέρουμε ότι πρέπει να βρούμε τον τρόπο. Πόσο μπορείς να μιλήσεις πάνω από το παράλογο και μέσα στον παραλογισμό του πολέμου και του θανάτου; Φορτώνεσαι ενοχές αλλά οφείλεις να αντιπαλεύεις τη ματαιότητα. Είναι αισθητική επιλογή και στάση ζωής.
Ύστερα από την περσινή επιτυχημένη σειρά παραστάσεων και την επιστροφή του HUMANITARIUM από το Διεθνές Φεστιβάλ X-Fest στο Τeatrul Excelsior στο Βουκουρέστι, τα παιδιά της ARS MORIENDI καταθέτουν αυτά διά στόματος Κατερίνας Συναπίδου και ανεβαίνουν στη σκηνή του Θεάτρου Τ, υπό την καθοδήγηση του Θάνου Νίκα και ελπίζουν να προκαλέσουν και να “φυτιλιάσουν” λιγάκι τη φλόγα του συναισθήματος μιας κοινωνίας βολεμένης και πάρα πολύ καθησυχασμένης ότι “όλα βαίνουν καλώς”.
Παραστάσεις: 10,11,12 και 17,18,19 Νοεμβρίου στις 21:00.
Άλκηστις Σπυρέλλη