Γιάννης Σύριος στο TheOpinion: «Βλέπω ότι είμαστε μια γενιά που κάτι πολύ ριζικό, πιστεύω, θα αλλάξει»

Ο ηθοποιός Γιάννης Σύριος, με αφορμή την παράσταση «Ο Επιθεωρητής», μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

Γιάννης Σύριος στο TheOpinion: «Βλέπω ότι είμαστε μια γενιά που κάτι πολύ ριζικό, πιστεύω, θα αλλάξει»

Η νέα παραγωγή του ΚΘΒΕ «Ο Επιθεωρητής» του Νικολάι Γκόγκολ, κάνει πρεμιέρα απόψε, στη Θεσσαλονίκη. Η κοινωνική σάτιρα για τη διαφθορά, την αδικία και τον δεσποτισμό που χαρακτηρίζουν την προεπαναστατική Ρωσία παρουσιάζεται στο Βασιλικό Θέατρο, σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ και σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος φέρελπις ηθοποιός, Γιάννης Σύριος, είναι τελειόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών. Έρχεται, λοιπόν, με τα «μπούνια», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, στη Θεσσαλονίκη, για να μας ταξιδέψει στον θεατρικό κόσμο του «Επιθεωρητή», του Νικολάι Γκόγκολ.

Γιάννη, παρότι νέος στο επάγγελμα, έκανες το τηλεοπτικό σου ντεμπούτο, στην αρχή της σεζόν, στο σίριαλ του Alpha «Αυτή η νύχτα μένει».

Ήταν πρωτόγνωρη και πολύ όμορφη εμπειρία. Ζούσα λίγο το «όνειρο». Στη σχολή είχαμε μάθημα «Κινηματογράφο». Γυρνούσαμε σκηνές μεταξύ μας και βλέπαμε γυρίσματα, backstage στο ίντερνετ. Και, ξαφνικά, βρέθηκα κι εγώ σε κάτι τέτοιο.

Πρόκειται για μία πολύ μεγάλη παραγωγή. Υπήρχαν στιγμές που γυρνούσαμε μια σκηνή -οδηγούσα στο σίριαλ ένα βανάκι- και με είχα πιάσει πολλές φορές να αναρωτιέμαι «Που είμαι τώρα; Είναι απίστευτο. Με περιμένει μια κάμερα απ’ έξω». Φέτος, γενικά είμαι πολύ τυχερός. Φτύσε με! 

Οι ηθοποιοί ήταν όλοι ένας κι ένας. Από την Αναστασία την Τσιλιμπίου που παίζαμε μαζί, ήμασταν ζευγάρι στη σειρά… Γενικά, ήμασταν πολλά νέα παιδιά και σχετικά «φρέσκα» στη δουλειά. Και πολύ ταλαντούχα παιδιά. Έβλεπες τους νέους ηθοποιούς κι έλεγες ότι «Είμαι πολύ αισιόδοξος για τη γενιά μου. Κάτι θα πάει πολύ όμορφα, μάλλον». Όχι μόνον από άποψη ταλέντου, από άποψη εργατικότητας.

Ελπιδοφόρο που το αντιλαμβάνεσαι έτσι. Και, μάλιστα, σε μία περίοδο που δεν περάσατε και λίγα… Αλήθεια, πώς το βίωσες όλο αυτό που συνέβη;

Ήταν λίγο σοκαριστικό. Εμένα με έπιασε, κιόλας, σε μία κατάσταση που λίγο άργησα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Είχαμε ξεκινήσει εδώ πέρα τις πρόβες, είχα μπει με τα «μπούνια» σε αυτή τη συνθήκη και τη διαδικασία και μετά βλέπω τη μία σχολή μετά την άλλη να είναι είτε υπό κατάληψη είτε να απέχουν από τα μαθήματα. Και παθαίνω ένα σοκ. Μέχρι πέρυσι, με πολλά από τα παιδιά που ήταν μέσα στο Βασιλικό ή στο Τσίλλερ, ήμασταν συμφοιτητές. Είχα άμεση επικοινωνία μαζί τους. 

Κοίτα,  βλέπω αισιόδοξα τα πράγματα. Τι αισιόδοξο βλέπω από αυτό: βλέπω ότι είμαστε μια γενιά που κάτι πολύ ριζικό, πιστεύω, θα αλλάξει. Παρά τις δυσκολίες. Έχουμε παλέψει εμείς οι ίδιοι με τις ψυχές μας, με τα σώματά μας, με τα χεράκια μας… Τα παιδιά με τα χεράκια τους μπήκαν στο Τσίλλερ, με τα ποδαράκια τους διένυσαν όλη αυτή τη διαδρομή. Και πριν από αυτό, με τον covid. Που είχαν κλείσει οι σχολές. Δεν μας επέτρεπαν να κάνουμε μαθήματα. Ήταν μία δύσκολη συνθήκη που μας ταρακούνησε πάρα πολύ. Δεν βγήκαμε, νομίζω, ίδιοι απ’ αυτό. Κάπως αναδιαμορφώθηκαν οι ρυθμοί. Αφού γυρίσαμε, μπήκαμε με τέτοια ορμητικότητα μέσα στις σχολές. Με τέτοια όρεξη για να δημιουργήσουμε, για να δουλέψουμε… Είχε «γυαλίσει» το μάτι μας. 

Κι ήταν πολύ σημαντικό το ότι όλες οι σχολές επικοινωνήσαμε. Η επικοινωνία είχε ξεκινήσει με τον covid. Μέχρι τότε υπήρχε κι ένα περίεργο ταμπού, μια χαζομάρα ότι «Αυτός είναι του Εθνικού», «Αυτός είναι του Ωδείου»… Τώρα δεν υπάρχουν αυτά μεταξύ μας. Στο τέλος, βγαίνοντας από τη σχολή, μαζί θα δουλέψουμε όλοι. Δεν υπάρχουν αυτές οι διακρίσεις. Οπότε, το ότι δημιουργείται από τόσο νωρίς ένας πυρήνας στον οποίον όλοι εμείς που θα βρεθούμε κάποια στιγμή στη δουλειά, συναντιόμαστε από τώρα, είναι πολύ σημαντικό. Δημιουργεί μια βάση πολύ δυνατή για αυτό που μπορεί να έρθει μετά. 

Και, νομίζω, οι περισσότεροι έτσι σκεφτόμαστε. Έχουμε περάσει το σημείο του θυμού με αυτά που έχουν συμβεί, ας πούμε, με το Προεδρικό Διάταγμα. Έχουμε περάσει σε ένα άλλο στάδιο που δεν είναι θυμός πια, είναι μια αποφασιστικότητα ότι εμείς δεν θα το δεχτούμε αυτό. Όσο εσείς «βαράτε», θα «βαρέσουμε» κι εμείς με τον τρόπο μας. 

Το θέμα αυτό, όμως, επί της ουσίας δεν λύθηκε. Άρα, τι γίνεται; Που βρισκόμαστε;

Δεν έχει αλλάξει κάτι στην πραγματικότητα. Είναι σε μία άρση τα πράγματα και δεν ξέρω, να σου πω την αλήθεια, και πότε θα βρεθεί και μια ουσιαστική λύση. Τα παιδιά βγήκαν από τα θέατρα, έπρεπε κιόλας να συμβεί αυτό. Έπρεπε τα θέατρα να λειτουργήσουν ξανά και να μπουν σε έναν ρυθμό. Άσε που είναι και η συνθήκη των εκλογών και δεν ξέρω πόσο νόημα θα είχε να συνεχιστεί η κατάληψη. Δεν ξέρω, πραγματικά, αν ο κόσμος θα ασχολούνταν με αυτό.

Ζούμε σε μία χώρα που, κακά τα ψέματα, δεν εκτιμάται το θέατρο όπως θα έπρεπε να εκτιμάται. Δηλαδή, νομίζω μια πολύ μεγάλη μερίδα του κόσμου, δεν αναγνωρίζει πραγματικά τι είναι αυτός ο κλάδος. Τι είναι αυτό το επάγγελμα. Και τι μπορεί να προσφέρει σε μια κοινωνία, ειδικά όπως η Ελλάδα. Είναι θέμα νοοτροπίας και κουλτούρας, που εμείς δεν έχουμε, παρά μόνον σαν τίτλο στα βιβλία.

Για να συμβάλλουμε, με τον τρόπο μας, στην αλλαγή της κουλτούρας, λοιπόν, να περάσουμε στον «Επιθεωρητή». Ένας πολυμελής θίασος, υπό το σκηνοθετικό βλέμμα του Γιάννη Κακλέα. Και έχεις πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση. 

Ο ρόλος μου είναι ο Χλιεστακόφ, ο οποίος, μαζί με τον κολλητό του τον Οσίπ, έχουν φύγει από την Πετρούπολη που είναι η βάση τους. Στην πραγματικότητα, είναι δύο άνθρωποι οι οποίοι έχουν φύγει για να «αρπάξουν» στιγμές, με όλη την τρέλα που το χαρακτηρίζει αυτό.

Ο Χλιεστακόφ είναι ένα παιδί λίγο αυθόρμητο, λειτουργεί πάρα πολύ με το ένστικτο και δεν έχει καμία αίσθηση ευθύνης μέσα του. Ούτε μέτρου. Οπότε, σε αυτό το ταξίδι κάνει τα πάντα: τζογάρει απίστευτα, παίζει χαρτιά ασταμάτητα, σπαταλάει λεφτά. Πίνουν, πηγαίνουν σε πάρτι. Έχει και την άνεση, μέχρι ένα σημείο, ότι του στέλνει λεφτά ο πατέρας του. 

Πιάνουμε αυτούς τους δύο, λοιπόν, στο σημείο που έχουν χάσει και το τελευταίο τους καπίκι στα χαρτιά, ο Χλιεστακόφ δηλαδή. Τους έχουν διώξει από το ξενοδοχείο που μένουν. Έχουν καταλήξει σε μια πολύ μικρή επαρχία της Ρωσίας, που δεν αναφέρεται καν το όνομά της στο έργο. Πρέπει να είναι πολύ παρακμιακό μέρος. Ο πανδοχέας τους έχεις διώξει με τις κλωτσιές το προηγούμενο βράδυ. Όλα είναι με πίστωση, γιατί ο Χλιεστακόφ είναι δημόσιος υπάλληλος. Κι όπου δημόσιος υπάλληλος στη Ρωσία της εποχής εκείνης, σήμαινε κάτι πολύ σημαντικό. Και ξυπνούν ένα πρωί στον δρόμο και οι δύο, άφραγκοι. Συνειδητοποιούν ότι δεν τους έχει μείνει τίποτα, ούτε λεφτά ούτε φαγητό ούτε τσιγάρα. 

Και απ’ το πουθενά εμφανίζεται μια μεγάλη κουστωδία των διοικητικών της επαρχίας. Ο Έπαρχος και οι υπεύθυνοι των μεγάλων «φορέων»· ο υπεύθυνος των κοινωφελών ιδρυμάτων, του δικαστικού μεγάρου, ο υπεύθυνος των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, για να τον καλωσορίσουν και να του προσφέρουν τα πάντα. Κι από ‘κει, ξεκινάει μια τεράστια παρεξήγηση, διότι αυτοί νομίζουν ότι είναι ένας επιθεωρητής που τον έχει στείλει η Αυτοκρατορική Κυβέρνηση. Κι ο Χλιεστακόφ –επειδή είναι και λίγο φαντασμένος ο φίλος μας- θεωρεί ότι τον υποδέχονται όπως πρέπει. 

Έχοντας μια τεράστια ευκολία στο να δημιουργεί ιστορίες και να μπαίνει πολύ γρήγορα σε αυτές, τους «παραμυθιάζει». Χωρίς κι ο ίδιος να έχει καταλάβει για ποιον τον περνάνε, μέχρι και το μισό κομμάτι του έργου. Βλέπει μια θερμή υποδοχή, του τα «δίνουν όλα στο πιάτο» κι αυτός ζει το «όνειρο» ενός σημαντικού προσώπου. 

Απ’ τη μία τους «εκμεταλλεύεται»… Ο Γκόγκολ είναι μία πολύ ιδιαίτερη φιγούρα συγγραφέα. Έχει μια πολύ βαθιά σάτιρα, που δεν μένει στο πρώτο επίπεδο της εκμετάλλευσης. Δηλαδή, ο Χλιεστακόφ παίρνει ζωή από αυτό. Το γλεντάει μαζί με τον Οσίπ αυτό που συμβαίνει. 

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Γιάννη τον Κακλέα. Μου έδωσε ένα τεράστιο βήμα να ξεκινήσω αυτή τη δουλειά. Μου εμπιστεύτηκε κάτι πολύ μεγάλο. Ο ίδιος, πολλές φορές, λέει ότι δεν είναι δάσκαλος, είναι σκηνοθέτης. Αλλά απέναντί μου ένιωθα ότι είχα έναν δάσκαλο που μου έδειξε πώς γίνεται η δουλειά. Με όλους τους συντελεστές δέσαμε ως ομάδα. 

Ως προς το κοινωνικό γίγνεσθαι, τι κοινά βλέπεις στη Ρωσία του ’36 με την Ελλάδα του ’23;

Σαν να μην πέρασε μια μέρα ένα πράγμα… Δηλαδή, είναι απίστευτο! Δεν μου φαίνεται σαν χθες. Μου φαίνεται σαν αύριο, που είναι ακόμα χειρότερο. 

Κι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής στο έργο, ο Χλιεστακόφ, είναι χειρότερος από την κοινωνία αυτήν. «Μεθάει» από αυτό το «γλέντι» και γίνεται χειρότερος. Κι υπάρχει η σκέψη ότι σε ένα τόσο βαθιά ριζωμένο, οργανωμένο σύστημα, όπως αυτό της Ρωσίας του ’36 και της Ελλάδας του ’23, μπορούν να υπάρξουν πάρα πολλοί «Χλιεστακόφ» τελικά. Δεν πρόκειται για έναν ήρωα, πρόκειται για έναν αντιήρωα στην πραγματικότητα. 

Πληροφορίες

«Ο Επιθεωρητής»,  του Νικολάι Γκόγκολ

Βασιλικό Θέατρο 

Πρεμιέρα: Παρασκευή, 7 Απριλίου και ώρα 21.00

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 19.00, Πέμπτη και Παρασκευή στις 21.00, Σάββατο στις 18.00 & 21.00, Κυριακή στις 19.00 

Για εισιτήρια, δείτε εδώ

Συντελεστές

Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές

Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Κακλέας

Σκηνικά: Ηλένια Δουλαδίρη, Γιάννης Κακλέας

Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη

Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου

Κίνηση: Στεφανία Σωτηροπούλου

Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

Βοηθός σκηνοθέτη: Ρέα Σαμαροπούλου

Βοηθοί σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Χριστίνα Θαλασσά, Δανάη Πανά

Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη

β΄ Βοηθός σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης 2023): Γούναρης Τάσος

Βοηθός φωτιστή (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης 2023): Τσομπάνη Εύα

Διανομή

Μαίρη Ανδρέου (Πόρνη, Υπάλληλος πανδοχείου, καλεσμένη)

Νεφέλη Ανθοπούλου (Πόρνη, Δασκάλα πιάνου, γυναίκα του σιδερά, καλεσμένη)

Χαρά Γιώτα (Χορεύτρια, καλεσμένη)

Δημήτριος Δανάμπασης (Μίσκα – Υπηρέτης του Έπαρχου)

Μαρία Ελευθεριάδη (Μαρία Αντόνοβνα – κόρη του Έπαρχου)

Αλέξανδρος Ζαφειριάδης (Κρίστιαν Γκύμπνερ – Γιατρός Γερμανός)

Αλέξανδρος Ζουριδάκης (Πιότρ Ιβάνοβιτς Ντομπίνσκι- Εισοδηματίας)

Στέλιος Καλαϊτζής (Ιβάν Κουσμίτς Σπιόκιν – Διευθυντής του ταχυδρομείου)

Κωστής Καπελλίδης (θαμώνας, Υπάλληλος πανδοχείου, καλεσμένος)

Άγγελος Καρανικόλας (θαμώνας, Υπάλληλος πανδοχείου, Αστυνομικός, καλεσμένος) 

Δημήτρης Καρτόκης (Αμός Φιοντόροβιτς Λιάπκικν – Δικαστής)

Γιώργος Καύκας (Αντόν Αντόνοβιτς – Έπαρχος σε μια επαρχιακή  πόλη της Ρωσίας) 

Φαίη Κοκκινοπούλου (Άννα Aντρέγιεβνα – γυναίκα του Έπαρχου)

Νικόλας Μαραγκόπουλος (Αρτέμι Φιλίπποβιτς Ζεμλιάνκα – Επίτροπος Κοινωφελών Ιδρυμάτων)

Χρήστος Μαστρογιαννίδης (θαμώνας, πανδοχέας, Αστυνομικός, καλεσμένος)

Δημήτρης Μορφακίδης (Λούκα Λούκιτς Χλοπόφ – Επόπτης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων) Παναγιώτης Παπαϊωάννου (Πιότρ Ιβάνοβιτς Μπομπίνσκι – Εισοδηματίας) 

Στέφανος Πίττας (θαμώνας, Υπάλληλος πανδοχείου, Αστυνομικός, καλεσμένος) 

Μιχάλης Σιώνας (Ποιητής, Αστυνομικός, καλεσμένος)

Γιάννης Σύριος (Ιβάν Αλεξάντροβιτς Χλιεστακόφ: «ο Επιθεωρητής», κατώτερος δημόσιος υπάλληλος στην Πετρούπολη)

Θεοφανώ Τζαλαβρά (Τραγουδίστρια, καλεσμένη)

Χρήστος Τσάβος (Οσίπ – Ο φίλος του Χλιεστακόφ)

Γιάννης Τσιακμάκης (Σβιστούνωφ – Διευθυντής της αστυνομίας) 

Μαρία Χατζηιωαννίδου (Πόρνη, γυναίκα Χλοπόφ, γριά εμπόρισσα)