Γιάννης Μπέζος στο TheOpinion: «Οι άνθρωποι είμαστε καταδικασμένοι ή ευλογημένοι να συνυπάρχουμε»
Ο Γιάννης Μπέζος πρωταγωνιστεί στις «Αινιγματικές Παραλλαγές», και μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη.
Οι «Αινιγματικές Παραλλαγές», σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια και Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, παρουσιάζονται στο Θέατρο Δάσους στις 13, 14 και 15 Ιουλίου, στο πλαίσιο της πρώτης καλοκαιρινής τους περιοδείας.
Ο Αμπέλ Ζνόρκο είναι ένας νομπελίστας συγγραφέας. Ζει απομονωμένα, εωσότου ο δημοσιογράφος, Έρικ Λάρσεν, επιχειρήσει να ξεδιαλύνει τα μυστήρια που περιβάλλουν τη ζωή και το έργο του, κρυμμένα στην αχλύ του χρόνου.
Αυτή είναι η αρχή ενός πνευματικού «μπρα ντε φερ»· μιας «μάχης» σιωπών, λέξεων αλλά και αποκαλύψεων…
Με δική σας παραδοχή, κύριε Μπέζο, κάθε παράσταση διαφέρει από την προηγούμενη. Τι το διαφορετικό, όμως, προσδίδει ο εξωτερικός χώρος σε αυτήν;
Πρόκειται για άλλο θέατρο, άλλη διάταξη, άλλη ποσότητα κόσμου. Αλλάζουμε σκηνή κάθε μέρα. Επί της ουσίας, για εμάς δεν επηρεάζει κάτι τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την παράσταση.
Είναι, όμως, δεδομένο ότι, κάθε παράσταση, είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς.
Παρότι έχουμε συνηθίσει να «κρατάτε τα ηνία» της σκηνοθεσίας, στις «Αινιγματικές Παραλλαγές» έχετε «αφεθεί» στα χέρια δύο εξαίρετων, κατά τ’ άλλα, συναδέλφων σας…
Δεν «αφήνομαι» στα χέρια κανενός, ποτέ! Αυτό έχω να σας πω…
Η σκηνοθεσία είναι ένας τομέας του θεάτρου, δεν είναι μια προαγωγή στο θέατρο. Να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, γιατί έχει γίνει παρεξήγηση· εάν, δηλαδή, γίνεις σκηνοθέτης, παίρνεις ένα γαλόνι παραπάνω. Αυτά είναι αφέλειες, ανοησίες.
Ο σκηνοθέτης αποτελεί μία ειδικότητα του θεάτρου τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, και μια χαρά ήμασταν, πριν, χωρίς αυτούς. Ο ηθοποιός έχει πανάρχαια καταγωγή.
Τα παιδιά σκηνοθετούν την παράσταση, διότι είχαν το έργο στα χέρια τους κι ήταν η βαθιά τους επιθυμία. Εγώ κλήθηκα για αυτήν τη συνεργασία και πρέπει να πω ότι πέρασα άριστα!
Δεν έχει να κάνει με το ποιος σκηνοθετεί, εάν είμαι εγώ ή κάποιος άλλος. Το θέμα είναι τι αποτέλεσμα έχει, τι μας αποκαλύπτει κάθε φορά, με πόσο πάθος, έμπνευση και οίστρο -να πω και μια μεγάλη κουβέντα- θα μπορούσε να γίνει. Εμένα αυτό με ενδιαφέρει.

Πίσω από την «τραχιά», σχεδόν αυταρχική παρουσία του Αμπέλ Ζνόρκο τον οποίο υποδύεστε, υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο: ένας άντρας, που αντιμετωπίζει τη συναισθηματική εγγύτητα ως απειλή. Οι άνθρωποι, κύριε Μπέζο, γιατί φοβόμαστε να αισθανθούμε και να συνδεθούμε;
Διότι ταυτιζόμαστε πολύ εύκολα με τον θυμό. Ο θυμός, ξέρετε, είναι εφηβική συνήθεια· ο έφηβος δεν υπάρχει χωρίς τον θυμό του και αυτός είναι ένας εύκολος δρόμος. Όταν καταθέτεις ένα κομμάτι από αυτό που κρύβεις, δηλαδή την ευαισθησία -την οποία, με έναν τρόπο, όλοι κρύβουμε- είναι πιο «επαναστατικό».
Όταν μιλάω για ευαισθησία, δεν εννοώ τη χαριτωμένη εκδοχή. Είναι ένα πάγιο, ένα μεγάλο συναίσθημα το οποίο σε κάνει να αντιμετωπίζεις τη ζωή, την πραγματικότητα, με έναν διαφορετικό τρόπο. Σου δίνει και την ευκαιρία να συγχωρέσεις, δηλαδή να χωρέσεις και τον άλλο, να δώσεις χώρο στους ανθρώπους.
Εμείς χρησιμοποιούμε εύκολα τη φράση «είναι ευαίσθητος», αλλά αυτά είναι κλισέ. Όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πάρα πολύ σκληροί και πάρα πολύ ευαίσθητοι.
Μοναξιά ή μοναχικότητα; Δύο έννοιες που συγχέουμε, ωστόσο ποια εκφράζει τον χαρακτήρα σας στην παράσταση;
Αυτό που βλέπουμε στο έργο, αφορά σε μια απομάκρυνση από τα πράγματα. Ακόμα και σε γεωγραφική απομάκρυνση, καθώς ζει σε ένα νορβηγικό φιόρδ. Έχει έναν λόγο που το κάνει, η συγκεκριμένη, βέβαια, είναι μία ακραία περίπτωση. Η απομόνωση έχει τα καλά αλλά έχει και τα κακά της.
Έχει το καλό ότι μπορεί να σε φέρει, κάποια στιγμή, σε επαφή με τον βαθύτερο εαυτό σου. Από την άλλη, έχει το μεγάλο μειονέκτημα ότι δεν αναφέρεσαι κάπου· δεν αναφέρεσαι, δηλαδή, στη «ματιά» ενός άλλου, δεν αναμετριέσαι με την αμηχανία σου. Είσαι μόνος σου και νομίζεις ότι βασιλεύεις των πάντων, ενώ δεν είναι ακριβώς έτσι…
Είναι πασιφανές ότι, οι άνθρωποι, δεν μπορούμε να ζούμε μόνοι μας. Είμαστε, εκ των πραγμάτων, κοινωνικά όντα. Δεν έχουμε μόνο ένστικτα. Έχουμε τον νου και «το όνειρο», που λέει ο Σολωμός, και είμαστε καταδικασμένοι ή ευλογημένοι να συνυπάρχουμε.

Οι άνθρωποι εκπαιδευόμαστε στο να «καταναλώνουμε». Το θέατρο πώς μπορεί να εδραιώσει τον χώρο του στην εποχή της «οικονομίας της προσοχής»;
Μόνο τώρα μπορεί περισσότερο, ακριβώς γιατί το γνήσιο θέατρο -όχι το σαχλοθέατρο- επικαλείται και επαναφέρει αξίες, οι οποίες είναι σε ύφεση όταν υπερκαταναλώνουμε. Έχουμε συνηθίσει να «καταναλώνουμε» γρήγορα την εικόνα, την είδηση, τα χρήματα, και το θέατρο -όπως κι όλες οι μεγάλες τέχνες- σου υπενθυμίζει την αξία.
Σου υπενθυμίζει την ακριβή εκδοχή της ζωής. Όχι συνθήματα, αλλά τις αξίες της συνύπαρξης, της ελευθερίας, της ισότητας, της ευαισθησίας· τα «ιδανικά», που λέμε, κι όχι τις ιδεολογίες που μας ταλαιπωρούν. Τα μπερδεύουμε μεταξύ τους, δεν έχει καμία σχέση το ένα με το άλλο.
Κύριε Μπέζο, ποιο θα λέγατε ότι είναι το «σημείο αναφοράς» σας;
Ο πατέρας μου υπήρξε ένα «σημείο αναφοράς» για μένα. Όταν μιλούσε, τον άκουγες. Δεν σημαίνει ότι συμφωνούσα απόλυτα μαζί του. Ήταν άνθρωπος μιας άλλης γενιάς, πιο συντηρητικός, άλλης «κοπής». Αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι, πήρα πάρα πολλά πράγματα από αυτόν.
Έχω πάρει πράγματα από πάρα πολλούς ανθρώπους, ακόμα κι από κάποιους που δεν γνωρίζω προσωπικά. Ή από συμπεριφορές ανθρώπων, από αυτό που εμείς θεωρούμε πολύ ταπεινό και δεν του δίνουμε σημασία.
Με συγκινούν πολύ βαθιά, με κάνουν κι απορώ, οι άνθρωποι που ξεκινούν το πρωί για το μεροκάματο και περιμένουν στη στάση του λεωφορείου ή του μετρό. Αυτοί που έχουν μια «καθαρή ματιά» και προσπαθούν να ζήσουν με το «κεφάλι ψηλά», με την περηφάνια τους· που αγωνίζονται, δηλαδή, για να ζήσουν με σεβασμό προς τους συνανθρώπους τους.
Αυτοί με γοητεύουν περισσότερο από διάφορους παπαρολόγους, ιδεολόγους «της πλάκας», οι οποίοι μας ταλαιπωρούν τα τελευταία χρόνια κι είναι όλο συνθήματα. Είμαι εντελώς κατά των συνθημάτων, όπως καταλάβατε…

Ίσως να το ενισχύει παραπάνω και η φύση της δουλειάς σας, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι, κι ως άνθρωπος, γοητεύεστε να παρατηρείτε τις συμπεριφορές των υπολοίπων…
Για τη δουλειά μας είναι δεδομένο. Όλοι, όμως, οι άνθρωποι πρέπει να παρατηρούμε. Έχουμε, συνήθως, την τάση να νομίζουμε ότι, ο κόσμος, ξεκινά και πεθαίνει μαζί μας.
Υπάρχει κάτι που προηγείται και κάτι που έπεται. Εμείς είμαστε ένα πολύ μικρό «διάλειμμα», το οποίο θα πρέπει να του δώσουμε την ποιητική του διάσταση για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον θάνατο, ας πούμε. Κάπως έτσι είναι η ζωή.
Πληροφορίες
«Αινιγματικές Παραλλαγές» του Eric – Emmanuel Schmitt
Θέατρο Δάσους, Θεσσαλονίκη
Κυριακή 13/07, Δευτέρα 14/07 & Τρίτη 15/07, στις 21:30
Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων: more.com
Συντελεστές
Μετάφραση: Εύα Κοτανίδη
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης
Σκηνογράφος: Kωνσταντίνος Ζαμάνης
Ενδυματολόγος: Άγις Παναγιώτου
Σχεδιασμός φωτισμού: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική σύνθεση: Θοδωρής Οικονόμου
Επιμέλεια κίνησης: Μπίλιω Μαρνέλη
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτα Παπαδημητρίου
Παίζουν
Γιάννης Μπέζος
Πυγμαλίων Δαδακαρίδης
Γεωργία Συφιανού
