Γιάννης Μαυρόπουλος στο TheOpinion: Ένας επίμονος περιηγητής του Θεάτρου και της ζωής

Ο Γιάννης Μαυρόπουλος μιλά στο TheOpinion και την Άλκηστη Σπυρέλλη με αφορμή την κωμωδία του Γούντι Άλεν “Ωραίος και Σέξυ,  Play it again, Sam”

Γιάννης Μαυρόπουλος στο TheOpinion: Ένας επίμονος περιηγητής του Θεάτρου και της ζωής

Αν με ρωτούσες για μια συνομιλία με απλό, αντικειμενικό σκοπό, αν μπορεί να μετατραπεί σε εκ βαθέων σκάλισμα ψυχής με ουσιαστικά συμπεράσματα, θα μπορούσα να απαντήσω ναι, αλλά αυτόματα θα συμπλήρωνα πως εξαρτάται οπωσδήποτε από τον συνομιλητή.

Συνέντευξη: Άλκηστις Σπυρέλλη

Ο Γιάννης Μαυρόπουλος φάνηκε από το πρώτο, το πιο αμήχανο χαμόγελο της συνάντησής μας, ότι ανήκει στη μεριά αυτή των ανθρώπων που χαρίζουν τη σκέψη τους απλόχερα και δουλεύουν γι’ αυτήν αδιάλειπτα, με εστίαση και όραμα.

Στα άνω διαζώματα της πόλης, λοιπόν, δίπλα σε διαδρομές που κουβαλούν την ιστορία της, στη φιλόξενη «Πρίγκηπο», στέκι αβανταδόρικό πια, επί τούτου σημείο που μάλλον ανοίγει λιγάκι τις καρδιές…

Έφτασε, με τον ρόλο του στην κωμωδία του Γούντι Άλεν “Ωραίος και Σέξυ,  Play it again, Sam” και με τα διαβάσματά του στη φαρέτρα, για να αποκαλύψει πτυχές του εαυτού του, ως ηθοποιού και ως νέου, σημερινού ανθρώπου που είναι απόλυτα “μέσα” στη δουλειά του και ταυτόχρονα τόσο “κοντά” στον κόσμο που απευθύνεται. Δε βρίσκεται μονάχα μπροστά τους, απέναντί τους, επάνω στο σανίδι, είναι μαζί τους και πλάι τους για τη συνδιαμόρφωση της αισθητικής και των ιδεών.

Γέννημα θρέμμα της πόλης, με σπουδές εδώ στο Α.Π.Θ., ζεις και εργάζεσαι στη Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσες να πεις ότι η Θεσσαλονίκη είναι ο χώρος σου, το περιβάλλον μέσα στο οποίο αισθάνεσαι γεμάτος; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω να σου πω με ασφάλεια γιατί, εκτός ενός μικρού διαστήματος που έζησα σε μικρότερες πόλεις, στα φοιτητικά χρόνια- που το θεωρώ πολύ διαφορετική συνθήκη- και μάλιστα πολύ πριν ασχοληθώ με το θέατρο, δεν έχω ζήσει εκτός της Θεσσαλονίκης κι έτσι δεν υπάρχει για ‘μένα μέτρο σύγκρισης. Όλη μου η ζωή, αυτή τη στιγμή, χωρίς να ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό, περιστρέφεται γύρω από το Θέατρο και έχει συνδεθεί άρρηκτα με την πόλη και λόγω των σπουδών μου αλλά και γιατί όλη μου η καθημερινότητα, η έκφραση και η διάδραση με τους άλλους ανθρώπους έρχεται μέσα από αυτό. Σαν ένας άνθρωπος, λοιπόν, που επιδιώκει και θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη, δεν έχω ζήσει αλλού. Με μια απλή παρατήρηση τριγύρω, εκείνο που είναι ξεκάθαρο είναι η κυριάρχηση στην πόλη αντιλήψεων αντίθετων προς την εξέλιξη, κλειστά μυαλά, θεσμικά και όχι μόνο μεταξύ των απλών ανθρώπων. Γιατί θεωρώ πως οι νοοτροπίες διαμορφώνονται και αυτό ξεκινά θεσμικά πρωτίστως και επεκτείνεται, αν δηλαδή μπορεί να υπάρξει μια ευκαιρία για διαφοροποίηση και αλλαγή στάσης, αυτό ορίζεται και καθορίζεται από ψηλά πρώτα. Από εκεί δίνεται μια κατεύθυνση. Δεν έχει, βεβαίως, βοηθήσει καθόλου και η οικονομική συγκυρία που βιώνουμε όλα τα τελευταία χρόνια, αλλά έτσι κι αλλιώς ό,τι ήταν εκτός Αθήνας ήταν πάντοτε σε δεύτερη και τρίτη μοίρα και σαφέστερο γίνεται όλο αυτό σε ακόμη μικρότερες πόλεις με πολύ σημαντικά προβλήματα, άλυτα για δεκαετίες. Εντέλει, όσο ζεις σε ένα μέρος και οικειοποιείσαι τις συνθήκες, αρχίζεις να κατανοείς και τους μηχανισμούς του, τους καλούς και τους κακούς, μαθαίνεις να ζεις μέσα σε αυτό και να υπάρχεις εκμεταλλευόμενος τις ευκαιρίες που μπορεί να δίνονται, αλλά γνωρίζοντας και τους συμβιβασμούς που πρέπει πολλές φορές να κάνεις., γιατί ξέρεις ότι δεν γίνεται να επιβιώσεις αλλιώς. Όχι συμβιβασμούς ηθικούς ή άλλες εκπτώσεις που αφορούν στη στάση ζωής, αλλά σε τομείς που καταλαβαίνεις ότι για να προχωρήσεις πρέπει πρώτα λίγο να υπαναχωρήσεις, επανεξετάζοντας ίσως κάποια δεδομένα. Ακόμη και την αποδοχή ότι χάνεις κάποια πράγματα, πρέπει να έχεις γερό στομάχι για να το ισορροπείς  και να μπορείς να δράσεις μέσα σ’ αυτό. Μαθαίνεις να διαχειρίζεσαι τον παραλογισμό που αντιμετωπίζεις και υπάρχει πλέον μια αδικαιολόγητη συνήθεια γι’ αυτό και μια σιωπηλή αποδοχή για πράγματα που θα έπρεπε κανονικά να μας σοκάρουν. Και μιλώ, βεβαίως και για ανθρώπους που βρίσκονται σε συγκεκριμένες θέσεις και για τα πάντα γύρω. Ωστόσο, ξέρεις, γιατί το εισπράττεις, ότι σε μικρότερες πόλεις τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα.

Έχω πάντα μια ωραία διάθεση προς την κατεύθυνση ότι τα πράγματα μπορούν και θα πάνε καλύτερα, έχω αρχίσει να γίνομαι τοπικιστής με μία έννοια, γιατί θα ήθελα ιδανικά, οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφομαι κάθε μέρα, που τους βλέπω και τους χαιρετώ καθημερινά, να μπορούν να ζήσουν καλύτερα στην πόλη τους και να μην κάνουν, για παράδειγμα 45′ να φτάσουν από Βαρδάρη στην Καμάρα.

Έχεις, ως σήμερα, κάνει αρκετές δουλειές στο Θέατρο και όχι πάντοτε από την ίδια πλευρά, όχι απαραίτητα ηθοποιός, όχι απαραίτητα σκηνοθέτης σε μια δουλειά. Νιώθεις ότι οι επιλογές σου έχουν δικαιωθεί; Ποια είναι για σένα η ουσιαστική ανταμοιβή; Δεν του μιλούσα για το (σχεδόν αυτονόητο) χειροκρότημα κι εκείνος αμέσως απέρριψε μια αυτονόητη εύκολη απάντηση, για να πει πως… “Ακόμη το ψάχνουμε”…

Είναι μια προσωπική διερώτηση που δε βρίσκει τόσο εύκολη απάντηση, γιατί το χειροκρότημα θα έρθει ακόμη κι αν κάποιες φορές δεν το αξίζεις.

Εκείνο που ξέρω και μπορώ σίγουρα να πω είναι ότι όλοι μας, αυτή τη στιγμή στο Θέατρο προσπαθούμε να «ανοίξουμε μία συζήτηση»…

Δεν είμαστε τραγουδιστές, οπού το κοινό μπορεί πιο εύκολα να εκφραστεί εξωστρεφώς και να γίνει απολύτως αντιληπτή η διάθεση. Στη δική μας δουλειά το “γκελ” το καταλαβαίνεις από ένα χειροκρότημα στο μέσο της παράστασης, από μια αντίδραση χαρακτηριστική ή από μια κουβέντα ύστερα στο καμαρίνι, αλλά γνωρίζουμε ότι κυρίως δε θα έρθει άμεσα το feedback. Δε θα σου πει κανείς ότι απέτυχες, αλλά κι όταν πετύχεις δε θα ακούσεις από τον κόσμο τι μπορεί να τους προκάλεσες στην ψυχή κι αν μπορεί να τους άνοιξες μια πόρτα στον νου για κάτι.

«Με αφορά η εντύπωση», θα σχολιάσει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για να παραδεχτεί αμέσως πως…

Δεν μπορώ να διανοηθώ τον εαυτό μου να  λέει ότι κάνω κάτι για ‘μένα και μόνο! Είναι Θέατρο! Εξ’ ορισμού της έννοιας είναι για να ιδωθεί από κάποιον. Μ’ ενδιαφέρει πολύ να ξέρω πως μετά από μία παράσταση πηγαίνουν όλοι για μια μπύρα, ας πούμε, και συζητούν αυτό που είδαν, ακόμη κι αν είναι να το θάψουν! Δεν το δουλεύουμε για εμάς μόνο! Αυτό πιστεύω ότι είναι και η ουσία του Θεάτρου. Για μια ερώτηση συζητάμε!

Είχε πει ο Πύντερ τότε και νομίζω ισχύει απολύτως και σήμερα… “Δεν είναι εποχή απαντήσεων, είναι εποχή ερωτήσεων”. Εγώ το πιστεύω αυτό και οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι σταθερά επίσης, ότι είμαστε εδώ για να ΡΩΤΑΜΕ με την παράστασή μας.

Εργάζεσαι και ως καθηγητής/εμψυχωτής σε θεατρικά εργαστήρια ερασιτεχνών ενηλίκων αλλά και εφήβων, ως θεατροπαιδαγωγός και σε εργαστήρι σκηνοθεσίας σε συνεργασία με την εταιρεία θεάτρου “αντίqρηση”. Τι είναι αυτό που σε ενδιαφέρει να δίνεις εσύ ως δάσκαλος σε άλλους ανθρώπους, που θέλουν ή όχι απαραίτητα να ασχοληθούν με το θέατρο;

Κάτι πολύ βασικό για ‘μένα -γιατί ακόμη και τα παιδιά έχουν ωραία διαβάσματα και δεν μπορούμε να το υποτιμούμε αυτό, και πολλές φορές ανταγωνίζονται τον ελεύθερο χρόνο τους με την επιλογή τους να παρακολουθούν ένα θεατρικό εργαστήρι, αλλά και για τους ενήλικες, με τους λογαριασμούς και τις υποχρεώσεις να τρέχουν, με τα ωράριά τους και όλες τις άλλες δυσκολίες τους -είναι να τους δίνω ένα τρίωρο πραγματικού και ουσιαστικού δημιουργικού ελεύθερου χρόνου, όπου έχει σημασία η προσπάθεια και όχι το αποτέλεσμα.

Θέλω να δίνω την ευκαιρία στους ανθρώπους να νιώθουν άνετα με το γεγονός ότι είναι ο εαυτός τους κι ότι αυτό μπορεί να είναι αρκετό, γιατί θεωρώ από εκεί  και μετά αρχίζουν όλες οι αρετές κι όλες οι κρυμμένες εκφραστικές δυνατότητες που μπορεί να έχουν και κάποια επίδραση επάνω στον άλλον. Γιατί πολλές φορές νομίζουμε ότι δεν έχουμε την επίδραση αυτή, ότι δεν αγγίζει τον άλλον αυτό που προσφέρουμε με την ψυχή μας ή μας κάνουν να νομίζουμε ότι δεν μπορούμε να την έχουμε . Οι δυνατότητες υπάρχουν κι εμείς πάμε να τις αναδείξουμε. Δεν προσπαθούμε να προσθέσουμε κάτι αλλά πάμε να “σκαλίσουμε τι γλυπτό μας” για να φανεί ο,τι μπορεί να υπάρχει.

Πάμε να αφαιρέσουμε δηλαδή πιο πολύ, να αφαιρέσουμε αναστολές! Οι δυνατότητες να γίνονται δεξιότητες και κυρίως στα μη ακραιφνώς τεχνικά κομμάτια.

Ας μιλήσουμε λιγάκι για μια άλλη “Άλκηστη”, αυτή του Ευριπίδη…

Θα του πω με νόημα και με το ίδιο χαμογελαστό νεύμα αποδοχής, θα δεχτεί να μου μιλήσει για την εμβληματική τραγωδία που σκηνοθέτησε ο ίδιος πέρσι και κράτησε τον ρόλο του Άδμητου και που αναδεικνύει και καταγγέλλει ταυτόχρονα στερεότυπα μεταξύ των φίλων, για να τα αναιρέσει στο τέλος με τους ρόλους που θα επιλέξει κάθε πρόσωπο να αναλάβει, υπακούοντας στα προσωπικά του αδιέξοδα.

Θεωρείς ότι μπορεί και να μπορούμε να ξεφύγουμε από τα επιβεβλημένα στερεότυπα ή μαθαίνουμε να ζούμε κουβαλώντας τα;

Η Άλκηστη λέει ότι «ανετότατα» παίρνει τη θέση του και θυσιάζεται για εκείνον μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, αφού εκείνη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον ίδιο και τα παιδιά τους, ενώ για εκείνος δεν ισχύει με τον ίδιο τρόπο. Ο Άδμητος μπορεί να ζήσει χωρίς εκείνη και τα παιδιά τους, μάλιστα προσπαθεί να δει με κάθε τρόπο ποιος θα πεθάνει στη θέληση του γι’ αυτό και αποδέχεται τη θυσία της. Επομένως δεν ξέρω αν είναι μια πράξη αναγνώρισης μιας στερεοτυπικής αντίληψης της θέσης της γυναίκας ή μια πράξη απελπισίας σε έναν γάμο που δεν μπορεί να σταθεί πια. Σήμερα, η θυσία της  Άλκηστης, με τα δεδομένα της εποχής θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως μια πράξη-να σου το πω πολύ απλά- “του βάζω φωτιά και το καίω”, κάτι που δεν μπορεί να συνεχίσει υπάρχει παραπέρα.

Εμάς αυτό μας ενδιέφερε για να μπορέσουμε σήμερα να συνομιλήσουμε με το κοινό. Κάθε παράσταση πρέπει και μπορεί να βρίσκει τρόπο να ακουμπά στο σήμερα μια προβληματική και προσπαθεί να δώσει διαφορετικές, ίσως, ερμηνείες. Εμείς θεωρούμε ότι τα κείμενα δεν είναι ιερά, επειδή γράφτηκαν σε μια συγκεκριμένη εποχή και μιλούσαν στην τότε κοινωνία.  Πρέπει να τα “πειράζουμε” δίνοντας πιο σύγχρονες ερμηνείες και να αναζητούμε τι έχει να πει στη σημερινή κοινωνία ένα  κλασικό έργο. Τι μπορεί, για παράδειγμα να πει ένας Χορός που για να μην κακοκαρδίσει τον Άδμητο λέει πόσο ηρωΐδα είναι η Άλκηστη και πόσο δυστυχής είναι ο ίδιος τώρα που θα χάσει τη γυναίκα του, ενώ δεν ξέρω καθόλου πόσο πιο δυστυχής είναι από το να πέθαινε ο ίδιος! Καταλαβαίνεις τι εννοώ! Επιδιώκει την ταμπέλα του αδύναμου για να δικαιολογήσει τη θέση του.

Θεωρώ, πάντως, ότι πλέον γίνονται βήματα, διεκδικούνται και εκφράζονται καθημερινά πράγματα που μπορεί να φάνταζαν αδιανόητα σε άλλες εποχές και όχι πολύ πιο πίσω από σήμερα. Ίσως όχι πάντα με επιτυχία, όχι πάντα χωρίς κόστος αλλά και με υπερβολή πολλές φορές- γιατί πώς  αλλιώς θα μπορούσε να αλλάξει μια παγιωμένη κατάσταση με ρίζες βαθιά μέσα στο έδαφος;- Θα πρέπει να ξεσηκώσεις “πόλεμο” για να εκτρέψεις κάτι παγιωμένο, εκ των πραγμάτων δεν μπορείς να πας με ευγένεια! Δεν είμαστε ακόμη εκεί που θα θέλαμε, ποτέ δε θα είμαστε, πάντα δυναμικά είναι τα πράγματα, αλλά τουλάχιστον να φτάσουμε να μας σοκάρουν κάποια πράγματα για να μπορούν να μας ξεσηκώνουν κιόλας! Είμαστε σε μια εποχή που σε βάζει σε τέτοια ρουτίνα, ώστε να μην προλαβαίνεις να είσαι ευαίσθητος. Δεν υπάρχει κάτι πιο επικίνδυνο από αυτό! Γι’ αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό να μπαίνουμε στη διαδικασία να λέμε και να ακούμε ιστορίες, σπουδαίες! Πιστεύω ότι λειτουργούν τόσο πολύ επιδραστικά ως παραβολές και μας προσφέρουν ακριβώς αυτό, τη δυνατότητα να έχουμε ανοιχτό το μυαλό, να ανοίγουμε δυο-τρεις πόρτες προς μια καινούρια σκέψη ή αισθητική.

Ως ένας νέος και καθόλου αφοριστικός στη σκέψη άνθρωπος, “με λογισμό και μ’ όνειρο”, θα φροντίσει να διευκρινίσει…

Δε θα μου άρεσε ποτέ η ταμπέλα του “εμπορικού” και του “ποιοτικού”, όπου για να είναι ένα φαγητό ποιοτικό πρέπει υποχρεωτικά να είναι και άνοστο, αυτό που είναι τερπνό να μην είναι και ωφέλιμο. Μαζί θα έρθουν αυτά…

Ο Μπρεχτ δοκίμαζε πάρα πολλούς τρόπους για να κάνει το κοινό του να σκεφτεί και όλα κατέληγαν σούπερ απολαυστικά! Το κατάφερνε… Να είναι και απολαυστικό κάτι, γιατί αλλιώς δε θα του δώσω σημασία και θα κοιμηθώ όρθιος και θα πω “δεν ξαναπάω στο θέατρο” κι από την άλλη να είναι κάτι που δε θα με κάνει να σκοτώνω απλά την ώρα μου, γιατί δεν την έχω και άφθονη.

Σε έργα ρεπερτορίου κλασικά, μπορεί να περάσει ένα προσωπικό σκηνοθετικό στίγμα; Πόσο δύσκολη είναι η διαδικασία αυτή; Θα σου απαντήσω ότι εμένα προσωπικά με καθοδηγεί το έργο. Οι αναγνώσεις, οι θίασοι, η ανάγκη της έκφρασης ενός παραπόνου τη δεδομένη στιγμή ενασχόλησης με ένα κείμενο, το τι θέλεις να πεις κάθε φορά που δεν μπορείς να το πεις με άλλο τρόπο στον κόσμο που θα έρθει να δει, τι θα ήθελες να ρωτήσεις, είναι πάντοτε διαφορετικά και συντίθενται από όλους τους συντελεστές.

Η πρώτη ουσιαστική παρεξήγηση είναι από τη στιγμή που θα διαβάσω εγώ ένα κείμενο και θα το δω με μια οπτική διαφορετική από αυτή του συγγραφέα. Μοιραία, απλώς γιατί το διάβασα εγώ! Αν το διαβάσει εσύ, μπορεί να εισπράξεις κάτι άλλο. Επομένως, μοιραία μπαίνει στην οπτική κάτι πιο προσωπικό, χωρίς αυτό να είναι αυτοσκοπός. Δεν κάθομαι δηλαδή σε κάποιο στάδιο των προβών να πω, “ωραία, για να δούμε τώρα πώς θα το αλλάξω για να γίνει δικό μου”! Γίνεται ούτως ή άλλως!!!

Ποια είναι η δική σου ανάγκη, λοιπόν αυτή τη στιγμή, σχετικά με το τι θα ήθελες να πεις; Ναι, υπάρχει κάτι που το θεωρώ μείζον και θα ήθελα μία από τις επόμενες δουλειές μου να έχει να κάνει με αυτό…

Είναι ο “Φασισμός της καθημερινότητας” που έγκειται στην ποσοτικοποίηση των πάντων που ορίζονται πλέον μόνο αριθμητικά και πώς αυτό έχει νομιμοποιήσει πλέον τον αμοραλισμό, στα απλά και καθημερινά, από το πως θα παρκάρουμε και θα οδηγήσουμε μέχρι το πώς θα διαχειριστούμε τα συναισθήματά μας. Θα ήθελα να είναι ένα έργο που θα μιλήσει για την αναισθητοποίησή μας, σε μια εποχή που την ευνοεί. Θέλω να πω δηλαδή, ότι έχουμε μεν ελαφρυντικά αλλά πρέπει να κατανοήσουμε ότι έχουμε να χάσουμε πάρα πολλά από το να συνεχίζουμε να είμαστε αναίσθητοι στα ερεθίσματα.

Ως μέλη μιας κοινωνίας σήμερα, λοιπόν, ποιες θεωρείς ότι είναι οι πιο σημαντικές προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε; Πρέπει να έχουμε άποψη και αυτή να είναι ξεκάθαρη σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας;

Ας ξεκινήσουμε από το ότι πρέπει να είναι ξεκάθαρη η “ερώτηση”. Κάποια στιγμή μου είχε πει μία καθηγήτριά μου στη σχολή, δημιουργικής γραφής μάλιστα, κάτι από τότε έχω κρατήσει, “άσε και τον αναγνώστη να κάνει καμιά δουλειά”! Αυτό ήταν “κλειδί” για εμένα σχετικά με την κατανόηση ότι δεν είμαι ο Θεός επειδή φτιάχνω μια παράσταση, ούτε έχω τη γνώση των πάντων επειδή κάθισα τρεις μήνες και ασχολήθηκα με μία ιστορία που είναι γραμμένη σε λευκό χαρτί! Όμως, ότι έχω το φοβερό προνόμιο- που φτάνει μέχρι το όριο της ματαιοδοξίας- να μπορώ να με ακούσετε για την επόμενη μιάμιση ώρα, είτε είμαι ηθοποιός, είτε σκηνοθέτης, είτε μουσικός, είτε φωτιστής κ.ο.κ. αυτό είναι μια πραγματικότητα. Έχω το βήμα και πρέπει και θέλω να το εκμεταλλευτώ! Και μάλιστα να το εκμεταλλευτώ με τέτοιον τρόπο, ώστε να ξεκινήσω μια προβοκατόρικη συζήτηση, την οποία θα συνεχίσουν οι άνθρωποι που θα έρθουν να δουν και να ακούσουν αυτό που έχω να καταθέσω.

Δίνεται, επομένως, μια κατεύθυνση σε αυτήν τη μιάμιση ώρα που λες. Κοίταξε, υπάρχει η κατεύθυνση ως προς το έργο και η κατεύθυνση ως προς την ιδεολογία. Την κατεύθυνση ως προς το έργο θα τη δώσω και θα πω ότι με το συγκεκριμένο έργο φωτίζω μια συγκεκριμένη προβληματική, του ρατσισμού, του σεξισμού, την βίας κλπ. Έτσι, ανοίγουμε τώρα αυτή τη συζήτηση, εμείς ο θίασος κι εσείς το κοινό για αυτό το θέμα και σας προσφέρουμε και μια εύγλωττη ιστορία για παραβολή, ώστε να έχετε ένα πιο απτό παράδειγμα και να μπορείτε να δείτε ορισμένες, δικαιολογημένες από παντού συμπεριφορές. Δικαιολογημένες, ακόμη και από τους χειρότερους ήρωες. Από ‘κει και πέρα, τη γνώμη θα την έχετε εσείς, ο καθένας με το δικό του τρόπο και τα δικά του μέτρα. Και μόνο που θα καθίσει κάποιος να σκεφτεί κάτι το οποίο μπορεί να μη είχε σκεφτεί μέχρι χθες, αυτό είναι το κέρδος!

Πρόσφατα, ανεβάσαμε την “Ολεάννα” του Ντέιβιντ Μάμετ, σε σκηνοθεσία της Μυρσίνης Καρμαντζόγλου, αυτό το σπουδαίο έργο και ειλικρινά χαιρόμασταν το γεγονός- γιατί και το ίδιο το έργο μας το προσέφερε αυτό- ότι ο κόσμος έφευγε μετά με μία σύγχυση για το ποιος έχει άδικο και ποιος έχει δίκιο, ακριβώς ίδια με αυτήν που στο μεγαλύτερο μέρος έχουμε ακόμη κι εμείς. Δεν ξέρουμε ποιος από τους δύο ήρωες είχε το δίκιο. Είναι φοβερό πράγμα να έχεις συμφωνήσει ότι θα δεις ένα ψέμα, κι όμως να εκνευρίζεσαι, να χαίρεσαι , να λυπάσαι μέσα σε αυτό, από όλο αυτό που βιώνεις, εκείνη τη στιγμή της θέασης!

Σε δημόσιες θεατρικές σου σημειώσεις έχεις γράψει χαρακτηριστικά: “Να ξεχάσω κάθε τέχνασμα που κάνει την πρόβα πιο εύκολη και την παράσταση πιο ανούσια”

Σε ενδιαφέρει η αναζήτηση της ουσίας;Είναι βασική σου επιδίωξη;

Θα σου πω αυτονόητα, ναι!

Κάνουμε μια δουλειά- αν το δούμε έτσι, σαν δουλειά- τόσο κακοπληρωμένη, σε τόσο δύσκολες συνθήκες, τόσο ανασφάλιστοι, τόσο υποτιμημένοι πλέον και θεσμικά. Δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί σε αυτό για να ζήσει, εκτός εάν πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση ταλέντου, μαζί και ενός πολύ τυχερού ανθρώπου. Δουλεύουμε οι περισσότεροι 15-16 ώρες την ημέρα και βγάζουμε οριακά την καθημερινότητά μας.

Αυτό ακριβώς εννοούσα όταν σου είπα ότι δεν έχουμε και πολύ χρόνο για να είμαστε ευαίσθητοι, δεν μας επιτρέπεται. Είναι επιλογή και θέλει αγώνα!

Τώρα οκ, δεν ξέρω, ίσως πει κάποιος ότι μιλώ και λίγο πρώιμα, όχι με μια δεκαπενταετία δουλειάς στην πλάτη, αλλά νομίζω ότι θέλει ένα συνδυασμό πραγμάτων για να λειτουργήσει βιοποριστικά που είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν όλα μαζί και στον σωστό χρόνο.

Πάντως, τα ποσοτικά και τα αντικειμενικά αντικρίσματα που μπορούμε να έχουμε είναι τόσο μικρά που αν κανείς δεν αναζητά την ουσία, τότε είναι δυστυχισμένος από παντού. Αυτήν την ουσία που ορίζει ο καθένας για τον εαυτό του.

Θα σου το πω κι ας ακουστεί βαρύγδουπο….

Έχουμε όραμα να αλλάξει ο κόσμος κι εμείς να είμαστε μέσα σε αυτό! Να αλλάξει από εμάς, με εμάς, δεν το ζητούμε από άλλους σε ένα ουτοπικό πλαίσιο και θέλουμε να μπορούμε να δούμε και να ερευνήσουμε με ποιους τρόπους θα μπορούσαμε να το καταφέρουμε αυτό!!!

Μέσα σε κλίμα ξεκάθαρης ταύτισης πλέον, μ’ ένα ρομαντικό παράπονο, θα κοιτάξουμε τις ζωές μας  κι οι δύο για να αναρωτηθούμε ο καθένας για τον εαυτό του αν είμαστε σε μια μέση(περίπου) νεότητα με ξεκάθαρους στόχους και επιδιώξεις, ωστόσο τόσο γραφικοί μέσα σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα γενικευμένης “βίας”, προερχόμενης από παντού.

Ο Γιάννης, απολύτως αισιόδοξα, διόλου μοιρολατρικά θα εξηγήσει…

Δεν είμαστε ούτε λίγοι, ούτε γραφικοί, απλώς δεν έχουμε τον χώρο και τον χρόνο να βρεθούμε όλοι μαζί να συζητήσουμε για το όραμά μας. Έχουμε φτάσει σε μια εποχή που ο Χορός, η ομαδική συνομιλία, έγινε μονάδα. Θεωρούμε ότι είμαστε μόνοι και μόνες, διότι οι δομές είναι τέτοιες που δε διευκολύνουν τη συνομιλία και την ομαδική συνθήκη, να μαζευτούμε δηλαδή πολλοί μαζί και να πούμε, “ρε συ αυτό ή εκείνο δεν είναι σωστό έτσι, πρέπει να αλλάξει” και να δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε.

Δεχόμαστε ερεθίσματα ποικίλα και ποικιλοτρόπως  και ιδού η πρόκληση…

Η ανάλυση και η διαχείρισή τους.

Βασικό ερέθισμα, μια κωμωδία και η απόλαυσή της, ιδιαιτέρως όταν αυτή έχει να κάνει με την κωμικότητα της αποτυχίας ενός ήρωα που παλεύει με ένα από τα βασικότερα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, με την αδυναμία του να είναι ο εαυτός του και αυτό να είναι αρκετό. Καταντά ένα υπαρξιακό υβρίδιο που αναζητά την ευτυχία σε τελείως λάθος κατευθύνσεις.

Play it then and…. Break a leg!!!