Γεωργία Νταγάκη στο TheOpinion: «Οι γυναίκες είναι πολύ σημαντικό να καταρρίπτουμε τα στερεότυπα και να χαράσσουμε έναν νέο δρόμο»
Με «όχημα» την κρητική της λύρα, η Γεωργία Νταγάκη έρχεται στη Θεσσαλονίκη και μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη.
Η Γεωργία Νταγάκη ανεβαίνει στη σκηνή του Μύλου την Παρασκευή, 25 Απριλίου, συνδυάζοντας την κρητική παράδοση με τις σύγχρονες μουσικές επιρροές και μας συστήνει το νέο της άλμπουμ «Απέραντη Ευτυχία».
«Ευλογημένος τόπος η Κρήτη», επισημαίνω στη Γεωργία Νταγάκη. «Είναι ευλογημένος τόπος, όπως πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας», μου απαντάει. «Είμαστε πολύ τυχεροί που ζούμε σε αυτήν τη χώρα, κάτω από αυτόν τον ήλιο και με αυτές τις παραδόσεις. Αρκεί να τα αξιοποιούμε σωστά και με αγάπη, για να μπορούμε να γινόμαστε καλύτεροι και να πηγαίνουμε προς το “φως”».
Λίγο καιρό πριν από την έναρξη μίας γεμάτης καλοκαιρινής περιοδείας, η οποία θα καταλήξει στο εξωτερικό, η Γεωργία Νταγάκη εμφανίζεται στο Club του Μύλου· εκεί όπου, για μία βραδιά, θα βιώσουμε τη χαρά μέσα από τις συγκινήσεις της κάθε νότας. «Μη ταξιδεύεις με το νου χωρίς να βλέπεις δρόμο και μη νομίζεις πως χαρά θα νιώσεις δίχως πόνο», όπως, άλλωστε, ενστερνίζεται κι η ίδια.
Γεωργία, πώς είναι αυτό το συναίσθημα του να «κουβαλάς» την Κρήτη σε μία λύρα και να τη μοιράζεσαι με το κοινό;
Ανέκαθεν ήταν κάτι πολύ φυσικό για μένα. Εισπράττουμε πολλή αγάπη, και εγώ και το όργανο και η παράδοση της Κρήτης. Ειδικά όσο ανεβαίνουμε Βόρεια, τα κοινά αισθήματα, η συγκίνηση, η εξωστρέφεια είναι πολύ έντονα.
Επομένως, θα λέγαμε ότι, οι ρίζες σου, λειτούργησαν ως «φτερά» για τη μουσική σου πορεία…
Η Κρήτη έχει παίξει καταλυτικό ρόλο στο πώς σκέφτομαι, στο πώς πορεύομαι, στις επιλογές μου, στον τρόπο που νιώθω και εισπράττω τη μουσική, στη ζωή μου γενικότερα.
Γεωργία, πιστεύεις ότι ο κόσμος «ακούει με την καρδιά» ή, πια, απλώς «καταναλώνει»; Πώς το βιώνεις στις εμφανίσεις σου;
Είμαι σίγουρη ότι, στις δικές μου συναυλίες, ο κόσμος «ακούει με την καρδιά» του. Είναι ένα ψυχαγωγικό πρόγραμμα, το οποίο μένει πάρα πολύ στη συγκίνηση, την ευαισθησία, την εξωστρέφεια με την έννοια της δυναμικής· θέλω, ο κόσμος που έρχεται, να παίρνει δύναμη κι εμείς απ’ αυτόν.
Είναι κάτι που το έχουμε όλοι ανάγκη, αυτήν την περίοδο περισσότερο από ποτέ. Θέλω, μέσα από τη μουσική μου, να δημιουργούνται τέτοια συναισθήματα.

Πώς δημιουργήθηκε η ανάγκη να «σπάσεις» τα όρια του παραδοσιακού; Έχεις, ίσως, δεχτεί κριτική γι’ αυτό στις αρχές της καριέρας σου;
Ήμουν ένα παιδί, το οποίο, γενικότερα, δεν «έμπαινε σε καλούπια». Ήμουν ένα παιδί, του οποίου του άρεσαν οι προκλήσεις και δεν μπορούσε να ακούσει αυτό το «δεν γίνεται». Ήμουν «αντισυμβατική» όσον αφορά στα στερεότυπα, στον τρόπο με τον οποίο ακούμε και παράγουμε μουσική.
Ήθελα, λοιπόν, να δημιουργήσω έναν δικό μου κόσμο και, μέσα από μία δική μου ταυτότητα, να «οχυρωθούν» όλα τα στοιχεία που εμπεριείχα ως προσωπικότητα αλλά και τα ερεθίσματα και οι μουσικές επιρροές που δέχτηκα, μεγαλώνοντας. Ήθελα να μπορέσω να «οχυρώσω» τη θέση μου, μέσα από κάτι που νιώθω ασφάλεια, και ως γυναίκα και ως μουσικός.
Δεν ήταν πάρα πολύ εύκολος αυτός ο δρόμος. Υπήρξαν αρκετές δυσκολίες και στο να βρω τα πατήματά μου και στο να φτιάξω κάτι πρωτόλειο, όσο μπορώ, μέσα από επιλογές τραγουδιών και στίχων. Έπρεπε να πειραματιστώ.
Υπήρχαν, επίσης, πολλά στερεότυπα που έπρεπε να καταρρίψω, όπως το γεγονός ότι είμαι μία γυναίκα, η οποία παίζει ένα ανδρικό μουσικό όργανο. Μέχρι τότε, ήταν αρκετά ακραίο αυτό στα μάτια των πολλών.
Ως έναν μεγάλο βαθμό, νομίζω πως τα ‘χω καταφέρει και νιώθω, πλέον, καλά. Νιώθω ότι οι άνθρωποι που με ακολουθούν μέχρι σήμερα, γνωρίζουν και αγαπούν αυτό που κάνω.
Σε κάποιες πόλεις, μάλιστα, με έχουν στηρίξει πάρα πολύ και έχουν ταυτιστεί με τα τραγούδια μου. Αυτό, πολλές φορές, δεν είναι απαραίτητο να συμβεί στην ίδια σου την πατρίδα. Μπορείς να εισπράξεις αγάπη από μέρη τα οποία, ανιδιοτελώς, σε στηρίζουν και σ’ αγαπούν, χωρίς να υπάρχει από πίσω μια «δεύτερη σκέψη». Αυτό είναι ακόμα πιο δυνατό και σπουδαίο για μένα, να παίρνω, δηλαδή, αγάπη και στήριξη από ανθρώπους, οι οποίοι δεν μου ζητούν κάτι πίσω παρά μόνο μου δίνουν.
Γνωρίζω ότι έχεις γνώμη για τα τραγούδια, που γράφονται για σένα. Ποια είναι η ιδανική συνθήκη για να «γεννηθεί» ένα τραγούδι, το οποίο «ακουμπάει» σ’ εσένα;
Θα σου μιλήσω για τον τελευταίο μου δίσκο. Είναι ένας πολυσυλλεκτικός δίσκος, οι μουσικές του οποίου επιλέχθηκαν και γράφτηκαν για μένα από τον Πάνο Γεωργόπουλο, με τον οποίο ήδη συνεργαζόμουν επί σκηνής.
Η ίδια δεν γράφω μουσική, την οποία δισκογραφώ μετέπειτα. Αυτά τα κρατάω στο συρτάρι, γιατί, τις περισσότερες φορές, δεν μου αρέσουν. Οπότε, η επιλογή μου είναι αρκετά αυστηρή σε έναν βαθμό, πρέπει να βρω πράγματα που, κάπως, θα μπορούσα να τα είχα γράψει εγώ. Αυτό συνέβη με τις μουσικές του Πάνου. Αυτήν τη φορά τις διάλεξα και στην πορεία, πάνω σε αυτές, γράφτηκαν οι στίχοι.
Αυτοί οι στίχοι, λοιπόν, γράφτηκαν από σπουδαίους στιχουργούς, όπως ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, η Sunny Μπαλτζή, η Ηλιάννα Λυκούδη, ο Γιάννης Ζαρκαδούλας, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Κύριος Κ· από ανθρώπους που μ’ αγαπούν και αγαπώ, τους οποίους σέβομαι και θαυμάζω για το ταλέντο τους.
Είναι λέξεις, που ήθελα να πω. Στίχοι, τους οποίους ήθελα να βάλω στα χείλη μου. Και μουσικές, οι οποίες εμπεριείχαν τη λύρα, τη δική μου ταυτότητα. Έτσι, δημιουργήθηκε ένας δίσκος που είναι «εγώ».

Σαν να λέμε, λοιπόν, ότι, μουσικά, διανύεις μία περίοδο «Απέραντης Ευτυχίας»…
Η «Απέραντη Ευτυχία» είναι ένας στόχος τον οποίο «κυκλώνεις» από παντού, όταν ξέρεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Και με βρίσκει στην καλύτερη και πιο δημιουργική μου φάση.
Παρότι δεν έχω γράψει για αυτόν τον δίσκο, νιώθω ως ένα πολύ σημαντικό παραγωγικό στοιχείο του. Ούτως ή άλλως, είναι μία δική μου παραγωγή. Τον έχω δουλέψει πάρα πολύ, δύο χρόνια τώρα. Τον έχω «πονέσει» πολύ και τον υποστηρίζω.
Όλο αυτό το έχω φτιάξει με τα ίδια μου τα χέρια. Είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι και κλείνει ένας πολύ μεγάλος κύκλος με αυτόν τον δίσκο.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι, όχι απαραίτητα δικό σου, που να σε «πονάει» αλλά να εξακολουθείς να το ερμηνεύεις;
Πολλά είναι τα τραγούδια, που με συνδέουν με το παρελθόν. Λέγοντας τραγούδια που σου θυμίζουν κάποιες δύσκολες εποχές ή στιγμές, είτε σε επαγγελματικό είτε σε προσωπικό επίπεδο, για κάποιον λόγο τα αγαπάς ακόμα περισσότερο. Οπότε, κάπως έτσι, «ξορκίζεις» και τις κακές μνήμες του παρελθόντος.
Ο δικός μου ο «σκληρός» προσπαθεί να ξεχάσει όλα τα άσχημα. Δυστυχώς, διαγράφοντας πράγματα, «θα πάρει η μπάλα» και κάποιες ωραίες στιγμές. Αλλά για να μπορέσει να ξαναγεμίσει, επειδή είναι πάρα πολλά τα ερεθίσματα και οι επιρροές και οι εμπειρίες που μαζεύουμε καθημερινά, χρειάζεται χώρος και καλό ξεκαθάρισμα.
Κάποιο από αυτά τα τραγούδια είναι, σίγουρα, «Το καράβι της φυγής» του Νίκου Ζούδιαρη. Είναι ένα από τα πρώτα τραγούδια, που ξεκίνησα να λέω, και κλείνει μέσα του στιγμές δικής μου ανησυχίας· τότε, που έφευγα από το κρητικό ρεπερτόριο και ξεκινούσα να αναμετρηθώ με ένα άλλο κοινό της ευρύτερης μουσικής.
Αυτό και η «Πανσέληνος», με τα οποία είχα πειραματιστεί, αισθάνομαι ότι, εντέλει, με την ψυχή και την αγάπη που τους έδωσα, έγιναν κάπως και δικά μου. Ο κόσμος μου τα ζητάει και τώρα στα live, και δεν τα είχα τραγουδήσει εγώ ως πρώτη ερμηνεία.
Με συνδέουν ακόμη πράγματα με αυτά τα τραγούδια, με τα οποία εγώ είχα συνδέσει κάποιες δύσκολες στιγμές της πορείας μου μέχρι σήμερα. Οι δυσκολίες που έχω περάσει στη μουσική μου πορεία αλλά και κατά τη διαδικασία αναμέτρησης με τον ίδιο μου τον εαυτό, είναι οι πιο παραγωγικές. Νομίζω ότι, εάν τη στεναχώρια ή τη δυσκολία τις δεις από την απέναντι πλευρά, ως προκλήσεις, σε δυναμώνουν.
Πότε έπιασες, για πρώτη φορά, τη λύρα στα χέρια σου;
Ξεκίνησα να ασχολούμαι στα δώδεκα, αλλά ζήτησα να μάθω λύρα τεσσάρων χρόνων. Είναι πολύ σημαντικό ότι ένα παιδί, τεσσάρων χρόνων, συγκινείται από αυτό το όργανο και συνειδητά αποζητά να το μάθει.
Ένα παιδί, το οποίο, σαφώς, έχει μεγαλώσει με αρκετή κρητική μουσική, γεγονός που είναι και παράδοξο. Είναι παράδοξο ένα παιδί να μεγαλώνει με κρητική μουσική· μια μουσική που μιλά για τον πόλεμο, για τον θάνατο, για τον έρωτα με έναν πιο βαρύ τρόπο.
Όλη η κουλτούρα της κρητικής μαντινάδας, τα παραδοσιακά τραγούδια αλλά και, μετέπειτα, τα τραγούδια που τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης, ο Κώστας Μουντάκης, ακόμα και τα τραγούδια του Μαρκόπουλου που έχουν επιρροές από την Κρήτη, εκφράζουν με έναν πολύ δυνατό και δυναμικό τρόπο κυρίως μια πιο «μινόρε» πλευρά της ζωής. Και τη χαρά, την εκφράζουν μέσα από μία διαδικασία πιο πένθιμη. «Μέσα στον πόνο είναι η χαρά, μες στη χαρά ο πόνος», σ’ εμάς, κάπως, είναι πολύ κοντά αυτά τα δύο.
Τώρα, τι θα έλεγες σε εκείνο το κοριτσάκι;
Θα του έλεγα ότι, σαφώς, δεν ξέρει με τι έχει να κάνει. Θα του έλεγα ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο ακούγονταν, τότε, στα αυτιά του και φαίνονταν στα μάτια του.
Δεν ήξερα, σίγουρα, πόσο δύσκολος μπορεί να είναι αυτός ο δρόμος· όχι μόνο της μουσικής στην Ελλάδα, αλλά και ο τρόπος που ένα νέο κορίτσι -δυστυχώς θα το ειδικεύσω- θέλει να μάθει ένα τέτοιο μουσικό όργανο.
Μεγαλώνοντας, βέβαια, και συνειδητοποιώντας ότι βρισκόμαστε σε μία αρκετά σεξιστική χώρα και σε μία αρκετά σεξιστική παγκόσμια κατεύθυνση, ένιωσα πως είναι ακόμα πιο δύσκολο να επιλέγεις ένα μουσικό όργανο που η κουλτούρα θέλει, στερεοτυπικά, να κρατιέται από έναν άντρα.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει τέτοιος διαχωρισμός κι ότι, εντέλει, αυτό το παιδί θα καταρρίψει πολλά τέτοιου είδους φυλετικά και μη στερεότυπα, και θα δώσει δύναμη και σε νέες κοπέλες -όπως έχω τις δικές μου μαθήτριες πλέον- να ασχοληθούν.
Ειδικά εμείς οι γυναίκες, είναι πολύ σημαντικό να καταρρίπτουμε τα στερεότυπα και να χαράσσουμε έναν νέο δρόμο.
Πληροφορίες
Γεωργία Νταγάκη
Opening act: Γιώργος Αβραμίδης
Mylos Club Θεσσαλονίκη (Ανδρέου Γεωργίου 56, περιοχή Σφαγεία)
Παρασκευή 25 Απριλίου & ώρα έναρξης 22:00 (προσέλευση στις 21:00)
Εισιτήρια: 13€ προπώληση, 15€ είσοδος
Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων: more.com
Κρατήσεις θέσεων: 231 051 0081
Γραφείο Τύπου – Επικοινωνία: Μαριλού Φυντανίδου – Livestr.
Συνοδοιπόροι επί σκηνής
Ενορχηστρώσεις, Ηλεκτρική Κιθάρα: Πάνος Γεωργόπουλος
Programming, Μπάσο, Τραγούδι: Βαγγέλης Καραπέτρος
Τύμπανα: Γιάννης Παπανικολάου