Δώρα Χρυσικού στο TheOpinion: «Η Μάγδα Φύσσα πήρε όλο τον φασισμό στις πλάτες της και πάλεψε για να είμαστε ελεύθεροι»

Η Δώρα Χρυσικού πρωταγωνιστεί στον θεατρικό μονόλογο «18/9» και μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

Δώρα Χρυσικού στο TheOpinion: «Η Μάγδα Φύσσα πήρε όλο τον φασισμό στις πλάτες της και πάλεψε για να είμαστε ελεύθεροι»

Με επίκεντρο τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και τη δίκη της Χρυσής Αυγής, η ηθοποιός Δώρα Χρυσικού καταθέτει, επί σκηνής του Θεάτρου ΑΥΛΑΙΑ, μία μαρτυρία που αντιστέκεται στη λήθη.

Συνδυάζοντας στοιχεία από αληθινές μαρτυρίες και πραγματικά περιστατικά με τη μυθοπλασία, η παράσταση «18/9» συνθέτει το ψυχικό και κοινωνικό πορτρέτο ενός κοριτσιού – αυτόπτη μάρτυρα ενός ακροδεξιού εγκλήματος· μίας εμπειρίας που αλλάζει τη ζωή της, την τοποθετεί μπροστά σε αδυσώπητα διλήμματα και τη μετατρέπει, από απλή παρατηρήτρια, σε υποκείμενο της ιστορίας.

Με την παράσταση «18/9», κυρία Χρυσικού, γίνεστε φορέας μίας μνήμης. Να πιάσουμε, λοιπόν, το «νήμα της ιστορίας» από την αρχή… Όλοι ήμασταν θεατές σε αυτήν τη δίκη, τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Ποια, όμως, η δική σας εμπλοκή;

Όλα αυτά που βλέπατε στην τηλεόραση, δεν ανταποκρίνονται στο ελάχιστο σε όσα συνέβησαν μέσα στη δικαστική αίθουσα, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπήρχε τηλεοπτική κάλυψη. Είναι κάτι το πρωτοφανές, να μην έχει δοθεί άδεια για τηλεοπτική κάλυψη για τη μεγαλύτερη πολιτική δίκη της Μεταπολίτευσης.

Για τον κόσμο που δεν μπορούσε να παραστεί στο δικαστήριο, ο οποίος, όμως, μπορεί να ενδιαφερόταν για το τι γίνεται εκεί μέσα, υπήρξε το λεγόμενο «Παρατηρητήριο». Το Golden Dawn Watch αποτέλεσε ένα πάρα πολύ σημαντικό εργαλείο, με την καταγραφή, σε πραγματικό χρόνο, όλων των διαλόγων και των συμβάντων εντός της δικαστικής αίθουσας.

Αυτό το εγχείρημα πήγε πολύ καλά και γι’ αυτόν τον λόγο υπήρχαν «Παρατηρητήρια» και σε επόμενες σημαντικές δίκες, όπως του Φιλιππίδη, του Λιγνάδη και του Ζακ Κωστόπουλου. Είναι ένα μεγάλο κέρδος, διότι ο κόσμος μπορεί να πληροφορηθεί μέσω μιας ακριβούς, λεπτομερούς και αυτολεξεί αντιγραφής των λεγομένων.

Εγώ, όμως, πήγαινα στο δικαστήριο. Ήμουν παρούσα για πάρα πολύ καιρό, για περισσότερα από δύο – τρία χρόνια, και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στις απολογίες των χρυσαυγιτών, υπήρχαν μέρες που ήμουν εκεί κάθε μέρα.

Διατηρούσατε, ενδεχομένως, κάποιου άλλου είδους σχέση με την οικογένεια;

Όχι, καμία. Ως πολίτης αυτής της χώρας πήγα, από καθαρή περιέργεια.

Υπήρχαν κάποιες δικάσιμοι, οι οποίες είχαν περισσότερο κόσμο από άλλες. Επίσης, η δίκη δεν διεξαγόταν πάντα στο Εφετείο, όπου η πρόσβαση ήταν εύκολη. Η δίκη, δυστυχώς, τις μισές δικασίμους της εβδομάδας, διεξαγόταν στον Κορυδαλλό. Η πρόσβαση ήταν πολύ πιο δύσκολη, η αίθουσα ήταν πολύ μικρότερη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κάποια πρακτικά προβλήματα.

Πήγαινα, λοιπόν, και στον Κορυδαλλό και στο Εφετείο. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, και λόγω τακτικότητας και λόγω του μεγάλου δέους που ένιωθα για την κυρία Φύσσα, μια μέρα, δειλά, της συστήθηκα· τα «έχανα», κιόλας, μπροστά στον θαυμασμό μου για αυτήν τη γυναίκα. Έτσι ήρθα λίγο πιο κοντά με την οικογένεια.

Μέχρι που φτάσαμε στα έξι χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου και η κυρία Μάγδα μας μοίρασε κάποια τετραδιάκια, πάνω στα οποία αναγραφόταν: «Έξι χρόνια Παύλος Φύσσας – Σιγά μη Φοβηθώ». Μου είπε, τότε, να δώσω ένα από αυτά σε μια κοινή μας φίλη, δικηγόρο, για να γράψει την ιστορία του Παύλου και να τη λέει στην κόρη της.

Κάπου εκεί, πολύ ασυνείδητα και χωρίς να το έχω μορφοποιήσει, ήταν σαν να συνέλαβα την ανάγκη -γιατί η ιδέα ήρθε πολύ μετά- να αποτυπώσω την ιστορία του Παύλου. Και πώς μπορώ να την αποτυπώσω από τη στιγμή που δεν είμαι ζωγράφος ή συγγραφέας; Μέσα από το θέατρο!

Απευθύνθηκα στη Μαρία Λούκα, δημοσιογράφο και επίσης παρούσα στο δικαστήριο, και της είπα ότι θέλω να κάνουμε κάτι. Από αυτό το «θέλω να κάνουμε κάτι» μέχρι αυτό που συνέβη, περάσαμε τα «χίλια μύρια κύματα» μέχρι να καταλήξουμε. Αρχίσαμε ένα working project: με ποιον τρόπο θέλεις να πεις την ιστορία; Τι θες να αφήσεις; Τι μήνυμα θέλεις να περάσεις; Ποιος είναι ο κεντρικός πυλώνας;

Εν τω μεταξύ, είχα ήδη αρρωστήσει. Είχε περάσει ο covid, είχε έρθει ο καρκίνος και, γενικώς, η έννοια του φόβου ήταν ένα πάρα πολύ δομικό κομμάτι στη ζωή μου· η συνθήκη του φόβου ήταν κάτι με το οποίο «φλέρταρα» πάρα πολύ.

Με τα πολλά, «αποκρυσταλλώθηκε» η ιδέα στο μυαλό μας: θέλαμε έναν γυναικείο ρόλο και, μέσα από αυτό το κομμάτι, να τιμήσουμε τον μέσο άνθρωπο που «παλεύει» με τη συνείδησή του. Σκεφτήκαμε ότι δεν θα υπήρχε καλύτερη δομή από το να τιμήσουμε τα δύο κορίτσια που ήταν αυτόπτες μάρτυρες, τη Δήμητρα Ζώρζου και την Παρασκευή Καραγιαννίδου.

Για εμάς είναι η επιτομή του μέσου ανθρώπου, που, σε ένα κατακλυσμιαίο γεγονός, γίνεται υποκείμενο της ιστορίας ερήμην του, χωρίς να το έχει προκαλέσει, χωρίς να το έχει καν διαλέξει. Θεωρώ ότι, η απόφαση των κοριτσιών να πάνε να καταθέσουν, ήταν απόρροια ενός υγιούς ενστίκτου ανθρώπων, οι οποίοι βλέπουν να δολοφονείται ένας άλλος άνθρωπος εν ψυχρώ, μπροστά στα μάτια τους, και δεν «γυρνούν την πλάτη».

Η στάση αυτών των δύο κοριτσιών έρχεται σε αντιδιαστολή με τη μάστιγα του «βλέπω, αλλά δεν “βλέπω”».

Ακριβώς! Κι η αλήθεια είναι ότι, όταν άρχισε να «ξετυλίγεται το κουβάρι», άρχισε να διαφαίνεται πόσο μεγαλειώδης ήταν η πράξη τους. Υπήρχαν πολλοί ακόμα, που ήταν επίσης αυτόπτες μάρτυρες και φοβήθηκαν, κοίταξαν τη δουλειά τους και δεν προσήλθαν να μιλήσουν. Και το έκαναν μόνο δύο κορίτσια, δύο νέα κορίτσια είκοσι χρόνων τότε.

Μετά, άρχισαν και τα παρατράγουδα, οι απειλές, ο προπηλακισμός. Ήμουν μπροστά στην κατάθεση της Δήμητρας Ζώρζου, όπου ο Καζαντζόγλου της είπε: «Έλα μωρή έξω, να μου πεις αν είδες καλά». Κι αυτά τα κορίτσια πήγαν και ξαναπήγαν…

Πώς θα περιγράφατε, και μετά από όσα ζήσατε, τη «μάνα – σύμβολο», την κυρία Μάγδα Φύσσα;

Έχω την εντύπωση ότι, η ελληνική γλώσσα, είναι πάρα πολύ «φτωχή» για να αποδώσει το μεγαλείο αυτής της γυναίκας. Είναι σαν οι λέξεις να «κατεβάζουν το κεφάλι» από ντροπή και συστολή απέναντι στο τι είναι η Μάγδα.

Θεωρώ ότι, όλοι οι γονείς που έχουν θάψει τα παιδιά τους, επειδή αυτό είναι η απόλυτη στρέβλωση της φυσικής ροής της ζωής, είναι a priori ιερά πρόσωπα. Υπάρχουν, όμως, κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι είναι, ανεξάρτητα από το τραγικό συμβάν, από το ανείπωτο και δυσθεώρητο φορτίο που καλούνται να κουβαλήσουν, οι ίδιοι πολιτικά όντα.

Τέτοια περίπτωση ανθρώπου είναι η Μάγδα. Τέτοια περίπτωση ανθρώπου, γονιού, είναι ο Γιάννης Μάγγος. Τέτοια περίπτωση είναι η Μαρία Καρυστιανού. Τέτοια περίπτωση είναι η μαμά του Ζακ Κωστόπουλου.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν εγκλωβίστηκαν στη δική τους τραγωδία. Είδαν τη δική τους τραγωδία σαν μία «παραφυάδα», σαν ένα πεδίο συλλογικού αγώνα για όλες τις αδικίες που γίνονται προς όλους τους ανθρώπους. Αυτοί οι γονείς θα μπορούσαν να παλεύουν, κάλλιστα, για τη δικαίωση του δικού τους παιδιού. Παλεύουν, όμως, δίπλα σε κάθε άνθρωπο που αδικείται. Για μένα, αυτό είναι η επιτομή της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και του μεγαλείου.

Εδώ μια ερωτική απογοήτευση έχεις, «κλείνεσαι» και λες στον άλλον: «Δεν μπορώ, έχω τα δικά μου». Φαντάσου, λοιπόν, να σου έχουν δολοφονήσει παιδί με αυτόν τον τρόπο και να βρίσκεις το κουράγιο να παλέψεις για τα παιδιά όλου του κόσμου…

Δεν υπάρχει πιο σωστή, πιο ακριβής φράση από το «η μάνα όλων μας». Η Μάγδα Φύσσα πήρε όλο τον φασισμό στις πλάτες της και πάλεψε για να είμαστε ελεύθεροι. Το ‘χει πει ξανά και ξανά, το δικό της παιδί δεν θα γυρίσει. Αλλά με αυτόν τον αγώνα προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες να συμβεί κάτι αντίστοιχο σε κάποιο άλλο παιδί, σε κάποια άλλη μάνα.

Αυτή η γυναίκα είναι σαν να έχει «καταπιεί» την έννοια της δικαιοσύνης. Σαστίζω με το ευρύ πνεύμα της, με την αίσθηση της βαθιάς ευγένειας, της δύναμης, της αλληλεγγύης, με τα δημοκρατικά αντανακλαστικά που έχει, με το πόσο μη συντηρητική και ανοιχτόμυαλη γυναίκα είναι. Και πάντα από την πλευρά του «φωτός» με έναν τρόπο τόσο απλό, αδιαπραγμάτευτο και στιβαρό που είναι συγκλονιστικό!

Αυτό το θεατρικό εγχείρημα σας βρήκε αντιμέτωπη με ένα σοβαρότατο θέμα υγείας, όπως προαναφέρατε. Όμως, δεν το εγκαταλείψατε…

Είναι μάχη αυτό το πράγμα. Και νομίζω ότι, αν δεν είχα δώσει την προσωπική μου μάχη για να σώσω τη ζωή μου από την ασθένεια και να μπορέσω να ξαναβγώ στη ζωή, βάζοντας τον φόβο λίγο παραπέρα, ίσως να μην είχα αποτολμήσει την παράσταση.

Η αίσθηση της ευθύνης «βάραινε τις πλάτες μου» πάρα πολύ, και ως προς την οικογένεια αλλά και απέναντι στον Παύλο· ένα παιδί από τόσο σπάνια υλικά «πλασμένο». Αλλά ένα παιδί του Τάκη και της Μάγδας, πώς αλλιώς θα ήταν διαφορετικό; Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό!

Υπάρχει η σκέψη, ώστε αυτή η παράσταση να «ταξιδέψει»;

Βέβαια! Αυτή είναι η επιθυμία μου. Και σκέφτομαι του χρόνου –επειδή, γενικά, μου αρέσει να πηγαίνω κόντρα στα πράγματα, θέλω να τα κάνω από την ανάποδη- να τιμήσω την επαρχία. Οπότε και θα ξεκινήσω τις παραστάσεις από κει κι όχι από την Αθήνα.

Θέλω να «ταξιδέψω» την παράσταση, όπου περισσότερο μπορώ. Κι η αλήθεια είναι ότι λαμβάνω και τέτοια μηνύματα. Η επαρχία είναι πολύ περιορισμένη και υποτιμημένη σε σχέση με τα θεάματα. Οφείλουμε να τιμήσουμε αυτόν τον κόσμο, το νιώθω ως χρέος μου.

Αναπτύσσετε, δηλαδή, μια πιο προσωπική -και όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες- επικοινωνία με τον κόσμο; Θα απαντήσετε σε μηνύματά του;

Πάντα απαντάω. Η μόνη περίπτωση να μην απαντήσω, είναι εάν ξεχαστώ.

Ένας άνθρωπος ξοδεύει κάποια λεπτά για να σου γράψει κάτι, είναι δυνατόν να μην απαντήσεις; Απορώ, που κάποιοι δεν το κάνουν…

Κι αν κάποιος μπει στη διαδικασία αποστολής απρεπών σχολιασμών, αυτόν πώς τον αντιμετωπίζετε;

Το να μου στείλει ένας άνθρωπος κάποιο αρνητικό σχόλιο, εν είδει κριτικής, είναι αποδεκτό, επιθυμητό και θα μπω και σε γόνιμο διάλογο. Πραγματικά, το ζητούμενο είναι να γινόμαστε καλύτεροι. Σε νοιάζει πώς προσλαμβάνει, πώς δέχεται, πώς αποκωδικοποιεί ο θεατής αυτό που κάνεις.

Τώρα, σε χυδαιότητες προφανώς και δεν θα απαντήσω. Αυτό ξεπερνά τα εσκαμμένα του διαλόγου και της ευπρέπειας. Γενικά, μετά την ασθένεια έχω γίνει λίγο δυσανεκτική στην ανθρώπινη ηλιθιότητα! Δεν έχω αντοχή, ανοχή και υπομονή γι’ αυτό.

Η αλήθεια είναι ότι, μόνο τον πρώτο καιρό της σειράς, είχα πάρει ένα – δύο τέτοια μηνύματα. Τα μηνύματα που λαμβάνω είναι αγάπης, στήριξης και θαυμασμού. Και παίρνω πολλά από γυναίκες ασθενείς, οι οποίες είτε θα ζητήσουν τη συμβουλή μου για κάποια πρακτικά ζητήματα είτε θα μου πουν ότι τις έδωσα κουράγιο και τις έκανα να αισθανθούν λιγότερο μόνες. Κι αυτό είναι πολύ τιμητικό!

Δεν υπάρχει μεγαλύτερο πράγμα, μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίηση από το γεγονός ότι μπόρεσα, μέσα από τη δική μου διαδρομή, να βοηθήσω έστω και στο ελάχιστο, έστω και σε ένα θεωρητικό επίπεδο, κάποιους άλλους ανθρώπους. Είναι η επιτομή όσων παλεύω και πρεσβεύω ως ανθρώπινη ύπαρξη.

Είναι παράδοξο ότι έπρεπε να γίνει μέσα από την ασθένειά μου. Αλλά, για μένα, η ασθένεια κάπως καθαγιάζεται με αυτόν τον τρόπο. Είναι αυτό που σας έλεγα πριν, ότι δεν έχει μείνει σε ένα δικό μου προσωπικό δράμα, αλλά «άνοιξε» έναν δρόμο μεγαλύτερης ορατότητας και προς άλλους.

Κυρία Χρυσικού, θα ρωτήσω κάτι, ίσως, κλισέ. Σας σταματούν στον δρόμο, ζητώντας σας μια πρόχειρη…κατάρα;

Συνεχώς, είναι η καθημερινότητά μου! Με σταματούν και με φωνάζουν, συνήθως με το όνομα του ρόλου.

Ωστόσο, ολοκληρώνω τον ρόλο μου ως «Αρετή» στη «Γη της Ελιάς». Έχω φτάσει στα όρια των αντοχών μου και θεωρώ ότι δεν έχω να προσφέρω κάτι.

Έχω δώσει το εκατό τοις εκατό του εαυτού μου και νομίζω ότι, πλέον, απλώς κάνω κακό και σε μένα αλλά και στον ίδιο τον ρόλο. Είναι, πια, μεγάλη η φθορά και δεν μπορώ να βλέπω τα πράγματα διεκπεραιωτικά.

Το να κάνεις τηλεόραση, και δη καθημερινό, είναι μία μεγάλη οικονομική βάση. Δεν της «γυρνάς την πλάτη» εύκολα, αλλά για μένα, αν σέβεσαι τον εαυτό σου και το προϊόν που παράγεις όλα αυτά τα χρόνια, πρέπει να πάρεις το ρίσκο και να φύγεις με το κεφάλι ψηλά· και, μάλιστα, όταν μιλάμε για έναν τέτοιο ιδιαίτερο και ξεχωριστό ρόλο, που έχει αγαπηθεί τόσο πολύ από το κοινό, δεν θα ένιωθα καλά εάν δεν έδινα το εκατό τοις εκατό του εαυτού μου.

 

Πληροφορίες

«18/9»

με τη Δώρα Χρυσικού

Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ (Τσιμισκή 136, Θεσσαλονίκη)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα 24 έως Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου, στις 21.00

Εισιτήρια: 18€ κανονικό, 16€ μειωμένο

Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr

Διάρκεια: 70 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Μετά την πρεμιέρα της παράστασης, στις 24 Φεβρουαρίου, θα ακολουθήσει συζήτηση (Q&A) με προσκεκλημένες τις κυρίες Φύσσα και Ζώρζου

Ταυτότητα παράστασης

Ιδέα: Δώρα Χρυσικού

Κείμενο: Μαρία Λούκα, Κοραής Δαμάτης

Συμμετοχή στην α’ γραφή του δικαστικού κειμένου: Χρύσα Λύκου

Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Κοραής Δαμάτης

Δημιουργία σκηνικού χώρου: Αρετή Μουστάκα

Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Βίντεο παράστασης: Πηγή Δημητρακοπούλου

Μουσική επιμέλεια: Παύλος Ιωάννου

Σχεδιασμός φωτισμών: Νίκος Βλασσόπουλος

Εκφώνηση δελτίου ειδήσεων: Νατάσα Γιάμαλη

Φωνή μητέρας: Ασπασία Κράλλη

Φωτογραφίες: Μάριος Λώλος – Αλέξανδρος Κατσής

Γραφιστική επιμέλεια & Trailer: Mαύρα Γίδια

Γραφείο τύπου & Επικοινωνία Θεσ/νίκης: Ρεβέκκα Ρουμελιώτη

Social Media: Social Wave Ath

Παραγωγή: Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή

Χορηγός: Symbeeosis

Υποστήριξη: Σημείο για την Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς

Θερμές ευχαριστίες προς τους Κώστα Κουτσογιάννη και Γιώργο Παξινό, για τη στήριξη και τη βοήθειά τους