Δημήτρης Βερύκιος στο TheOpinion: «Δεν μπορεί η Ελλάδα να παράγει δύο χιλιάδες ηθοποιούς τον χρόνο»

Ο Δημήτρης Βερύκιος, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της παράστασης «Γράμμα από τη Μ. Ασία», μιλά στο TheOpinion.

Δημήτρης Βερύκιος στο TheOpinion: «Δεν μπορεί η Ελλάδα να παράγει δύο χιλιάδες ηθοποιούς τον χρόνο»

Το θεατρικό έργο του Γιώργου Α. Χριστοδούλου «Γράμμα από τη Μ. Ασία», σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Βερύκιου, παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Αμαλία, για τρεις παραστάσεις· Παρασκευή 21, Σάββατο 22 και Κυριακή 23 Οκτωβρίου.

Η παράσταση – αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή «Γράμμα από τη Μ. Ασία» ξεκίνησε το ταξίδι της τον Αύγουστο από τη Λευκάδα, κάνοντας μία στάση στη σκηνή του Θεάτρου Αμαλία, στη Θεσσαλονίκη, για τρεις παραστάσεις.

Σκοπός είναι αυτό το «”Γράμμα” να πάει εκεί που πρέπει· όσο πιο μακριά, σε όσο πιο πολλούς», σημειώνει, χαρακτηριστικά, στο TheOpinion, o σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, Δημήτρης Βερύκιος.

Και πράγματι, πρόκειται να φτάσει πολύ μακριά. Όπως μας ενημερώνει ο ίδιος υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον από την ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας, με αποτέλεσμα να έχουν προγραμματιστεί ήδη παραστάσεις μέσα στο πρώτο τρίμηνο του νέου έτους.

Κύριε Βερύκιε, ας ξετυλίξουμε το νήμα της ιστορίας…

Η ιστορία είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Ένας Σμυρνιός, ο Στέλιος Καραγιαννίδης, συνομιλεί με τη Μοίρα του -αυτό βλέπουμε επί σκηνής- που ενσαρκώνει η Βάσια η Βουγιουκλή. Αφηγούμενος αυτά που πέρασε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, θυμάται ξανά πρόσωπα και γεγονότα και καταστάσεις δραματικές, τραγικές θα έλεγα, και τις ξαναζεί. Ο λόγος του επί σκηνής είναι αποσπασματικός και βαθμιαία κορυφώνεται σε ένα παραλήρημα που, στο τέλος, τον λυτρώνει.

Διηγείται την πείνα, τις κακουχίες, τις δυσκολίες, καθώς ως εθελοντής από τη Σμύρνη, απ’ την αρχή της εκστρατείας, έφτασε μέχρι τον Σαγγάριο· εκεί όπου υπήρξε η ήττα, δυστυχώς, η άτακτη οπισθοχώρηση, η υποχώρηση. Φτάνει, λοιπόν, στη Σμύρνη, στο σπίτι του, και βρίσκει όλη την οικογένειά του σφαγμένη· τα δύο παιδιά του, τη γυναίκα του, τον πατέρα και τη μάνα του.

Ο Στέργιος Καραγιαννίδης είναι ένα μυθοπλαστικό ον, μία επινόηση. Τα γεγονότα, όμως, τι συνέβη στον Σαγγάριο, τι συνέβη με τον Ύπατο Έλληνα Αρμοστή τον Στεργιάδη, είναι αληθινά. Αναφέρεται, επιπλέον, κι ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ο οποίος είχε ένα πραγματικά τραγικό τέλος απ’ τους Τούρκους, όταν  οι τελευταίοι μπήκαν στη Σμύρνη. Δεν τον εκτέλεσαν απλώς, τον κατακρεούργησαν. Πρόλαβε, ωστόσο, κι έγραψε ένα γράμμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αυτό το γράμμα, στο μεγαλύτερό του μέρος, υπάρχει επί σκηνής. Κι ίσως ο τίτλος «Γράμμα από τη Μ. Ασία», ενώ, αρχικά, θα μπορούσε να είναι ένα γράμμα του ίδιου του στρατιώτη που ξαναθυμάται μετά από χρόνια αυτήν την ιστορία, ουσιαστικά αφήνει στον θεατή την ευχέρεια να σκεφτεί ότι μπορεί να είναι το ίδιο το γράμμα του Χρυσόστομου, που το μετέφερε ο στρατιώτης στην Αθήνα κάποια στιγμή. Γιατί καταγράφει όλη την αλήθεια μέσα και, επιτρέψτε μου, κι όλη την προδοσία.

Στο τέλος υπάρχει ένα αναπάντεχο, ένα εκπληκτικό φινάλε που σχεδόν ανατρέπει αυτή την κατάσταση που βλέπουμε και, ταυτόχρονα, λυτρώνει τον ήρωα.

Όσον αφορά στο σκηνοθετικό σκέλος, υπήρξε η στιγμή που να αισθανθήκατε, για να αποδώσετε και όλο αυτό το συναίσθημα, το «βάρος» της ιστορίας που κουβαλούν τα γεγονότα αυτά;

Απαντάω αμέσως ναι. Ξέρετε, εγώ δεν έχω καμία σχέση με την Ανατολή. Οι ρίζες μου είναι από Δύση. Γιατί το λέω αυτό… Αυτό το ιστορικό γεγονός της Σμύρνης, της καταστροφής αυτής στην ολότητά της, παρόλο που δεν έχω σχέσεις προσωπικές, πολύ συχνά με κάνει να βουρκώνω. Δηλαδή, το βιώνω πάρα πολύ έντονα, σα να ήμουν από ‘κει.

Είναι η μεγαλύτερη τραγωδία του σύγχρονου Ελληνισμού, ας μην κρυβόμαστε. Εκεί τελείωσε η Μεγάλη Ιδέα, εκεί, απ’ την άλλη, αναγεννήθηκε, μέσα από τον πολιτισμό των προσφύγων -ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες, δεν ήταν λίγοι- πολιτισμικά, αλλά και δημιουργικά, το νέο ελληνικό κράτος.

Οπότε, για να απαντήσω και στην ερώτηση, είχα ένα «βάρος»· και συγκινησιακό και πρακτικό θα έλεγα. Δηλαδή, ένιωθα να δυσκολεύομαι… Όχι σκηνοθετικά· σκηνοθετικά είχα την κεντρική ιδέα εξαρχής, με το που διάβασα το κείμενο και μ’ άρεσε πολύ. Αυτό το κόκκινο ύφασμα, διαμέτρου πέντε μέτρων, μέσα στο οποίο είναι η Μοίρα και το οποίο ακριβώς έχει το συμβολισμό του αίματος και της φωτιάς, είναι καθοριστικό. Περισσότερο δυσκολεύτηκα που δεν έχει χώρο σκηνικό… Είναι ένας τόπος, ου τόπος, όπως και η ουτοπία. Ένας ήρωας με σύγχρονα πραγματικά στοιχεία και, ταυτόχρονα, ένας ρόλος, μια μυθοπλασία. Ώρες ώρες, δηλαδή, στην πρόβα, από μόνος μου σαν σκηνοθέτης, δεν ήμουν σίγουρος που πρέπει να πάω. Αυτό που με βοηθά πάντα, όμως, είναι αυτό που έλεγε ο Πίτερ Μπρουκ, γιατί τουλάχιστον θέλω -δεν λέω είμαι, αλλά θέλω να ακολουθώ τη δική του οπτική των πραγμάτων του θεάτρου- «Δώστε μου έναν άδειο χώρο και δυο ανθρώπους· ο ένας να περπατάει κι ο άλλος να τον κοιτάζει. Κι αυτό είναι η θεατρική πράξη». Αυτή η λιτότητα, λοιπόν, με οδηγούσε πάντα στο να εντοπίσω την αλήθεια του ήρωα και να την ερμηνεύσω· να τη ζωντανέψω. Γιατί αυτό είναι ένα άλλο στοιχείο που με απασχολεί σαν σκηνοθέτη και σαν ηθοποιό. Που είναι ιδιαιτέρως απαραίτητο στους μονολόγους, που μπορεί να γίνουν ανιαροί, αν παιχτούν αφηγηματικά μόνον. Να βιώσω το πάθος του ήρωα, να βιώσω τη ροή της κατάστασης και των γεγονότων. Να είμαι, δηλαδή, όχι να κάνω.

Οι θεατές, στις δύο παραστάσεις που πραγματοποιήθηκαν, ήταν όχι απλώς σιωπηλοί, ήταν συμμετέχοντες. Και μου το είπαν, αλλά το ένιωθα κι εγώ· με την εμπειρία μου, πια, νιώθω το κοινό μου αν «δονείται». Ο σκοπός μου αυτός είναι. Είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι μόνον ό, τι νιώθει κάποιος, το γνωρίζει κιόλας. Αλλιώς δεν το γνωρίζει, δεν το συναντά ποτέ στην ουσία.

Συνοδοιπόρος σε αυτό το ταξίδι, η κυρία Βάσια Βουγιουκλή…

Τη Βάσια δεν την γνώριζα. Έψαχνα, όμως, για αυτόν τον ρόλο, μία καλλιτέχνιδα επαγγελματία, υψηλού επιπέδου, όπως είναι η Βάσια, που να παίζει ούτι και να τραγουδάει με αυτό το ηχόχρωμα, ατόφια τραγούδια της Σμύρνης. Βρείτε μου εσείς άλλη μία, εγώ δυσκολεύομαι να βρω. Είναι δύσκολο. Κάποια στιγμή την είδα σε ένα βίντεο και της έστειλα ένα μήνυμα.

Η Βάσια είναι όχι απλώς επαρκής για τον ρόλο, αλλά τον αναδεικνύει, πραγματικά, όσο δύσκολα θα μπορούσε να τον αναδείξει άλλη αυτόν τον ρόλο. Είναι συγκλονιστική! Είναι υπέροχη συνεργάτης, έχουμε γίνει φίλοι. Είμαι πραγματικά πολύ τυχερός που είναι μαζί μου η Βάσια.

Μου λένε, τελευταία, όσοι είδαν τη Βάσια δίπλα μου «Πόσο τυχερός είσαι που πάλι βρήκες τον σωστό άνθρωπο ακριβώς στον σωστό ρόλο;». Όπως, ας πούμε, στον Μέγα Ιεροεξεταστή είχα μαζί μου τον Σταύρο Παργινό, τον τσελίστα, ο οποίος είναι ίδιος ο Χριστός. Κι είναι ένα έργο στο οποίο πρώτη φορά ο ρόλος αυτός, στο έργο του Ντοστογιέφσκι, υπάρχει επί σκηνής. Γιατί άντε να βρεις τώρα Χριστό κ.λπ.. Τι τους απαντάω; Ήξερα τι θέλω! Και το λέω αυτό γιατί σε όλη τη ζωή μας, σε όλες τις πτυχές της ζωής μας, οφείλει κανείς να γνωρίζει τι θέλει. Και τότε, βεβαίως, θα έρθει και η τύχη λέω εγώ.

Εγώ ο ίδιος παρασύρομαι επί σκηνής από αυτήν τη μουσική, μπαίνω μέσα. Δεν είναι απλώς μία ηχητική, μουσική επένδυση. Είναι μια οργανική σχέση και σύνδεση με το δρώμενο. Κι αυτό επεδίωξα, αυτό ήθελα. Η επιτυχία αυτό είναι· οι σωστές επιλογές, η στάση απέναντι στο έργο, η πραγμάτωσή του. Και να σας πω κάτι; Άμα δεν την έβρισκα τη Βάσια, δεν θα το ‘κανα.

Τα τελευταία χρόνια, και διορθώστε με αν κάνω λάθος, έχετε αποστασιοποιηθεί από το κομμάτι της τηλεόρασης και σας βλέπουμε μόνο θεατρικά, έτσι δεν είναι;

Πρόκειται για ένα, ας το χαρακτηρίσουμε, «βελούδινο» διαζύγιο, δικό μου και του συστήματος του τηλεοπτικού. Με την έννοια ότι δεν έχει υπάρξει κάποια έχθρα.

Αυτό δεν θέλω να ακουστεί σαν μομφή, όμως, θέλω να είναι ξεκάθαρο το εξής: χρόνια «κόχλαζε» μέσα μου η ανάγκη να εκφραστώ μόνον μέσα από πράγματα που αγαπώ. Όταν ήρθε η στιγμή, λοιπόν, ουσιαστικά με μια παράσταση, τον Άγγελο Σικελιανό, που έκανα με πιάνο, σοπράνο, το 2007 νομίζω, είχε, πια, «μπει το νερό στ’ αυλάκι». Θα έκανα μόνον πράγματα που αγαπώ. Και νιώθω πραγματικά ευλογημένος. Και μέσα από τις δικές μου αμφιβολίες, δυσκολίες, κατάφερα τελικά, σήμερα, να το κάνω πράξη αυτό και να βρίσκει αποδοχή όπου πάω, σε όλη την Ελλάδα.

Πραγματικά, και για ‘μένα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Έβλεπα θέατρα γεμάτα, στο Ηράκλειο της Κρήτης, στην Κω, στην Ξάνθη, στη Θεσσαλονίκη, στα Γιάννενα, ταξιδεύοντας μόνος μου με έναν μονόλογο του Ντοστογιέφσκι μέσ’ την κρίση. Αν αυτό δεν είναι ευλογία, τότε τι είναι;

Οπότε με την τηλεόραση, που λέτε, φαίνεται, ότι και εκείνοι πια δεν με θεωρούν απαραίτητο για αυτά που κάνουν. Και τα οποία, εάν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να είναι ενός καλύτερου επιπέδου. Χωρίς να λέω για όλα, αλλά το γενικό επίπεδο της τηλεόρασης εμένα δεν με καλύπτει αυτή τη στιγμή.

Έχει αλλάξει, όμως, και ο τηλεοπτικός ρους. Θέλω να πω, βλέπουμε πολλές σειρές «εποχής» καλοσκηνοθετημένες και προσεγμένες…

Να σας πω καθαρά τη γνώμη μου, για το δικό μου κριτήριο. Φύγαμε από τη γελοιότητα πολλών σειρών, ενός γενικού στάτους, τελοσπάντων, της τηλεόρασης. Δεν εννοώ τους πάντες· εκτιμώ και ηθοποιούς, είναι φίλοι, και σκηνοθέτες και κάποιες δουλειές. Σε ένα γενικό στάτους, πήγαμε στο επίπεδο μιας μετριότητας με καλό περιτύλιγμα.

Και μόνον το πόσες σειρές μυθοπλασίας υπάρχουν αυτή τη στιγμή, εγώ το βρίσκω υπερβολικό. Ας πούμε, και στο θέατρο, που γίνονται επτακόσιες παραστάσεις τον χρόνο. Ξέρετε αυτό, κρύβει από κάτω του –τη γνώμη μου λέω, αλλά με μελέτη, με παρατήρηση σωστή και ενδελεχή- πιθανότατα την ευκολία. Μπορεί να κρύβει κι έναν ευτελισμό. Εγώ πιστεύω ότι υπεύθυνοι για την κατάρρευση του επαγγέλματός μας –μιλάμε δεν υπάρχει πια, ο καθένας όπως μπορεί. Δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις, δεν υπάρχουν αμοιβές, δεν υπάρχουν δώρα- είμαστε εμείς οι ηθοποιοί· που εμείς οι ίδιοι είμαστε προϊόντα, μιας και εδώ είναι το μυστικό, νομίζω, μιας έως σάπιου επιπέδου παιδείας και κατάστασης των δραματικών σχολών. Δεν μπορεί η Ελλάδα να παράγει, τουλάχιστον, δύο χιλιάδες ηθοποιούς τον χρόνο. Κάτι υπάρχει λάθος, αυτή είναι η άποψή μου.

Όταν ξεκίνησα, αρχές της δεκαετίας του ’80, και ήρθα στην Αθήνα με ένα παντελόνι κι ένα πουκάμισο κοντομάνικο, Οκτώβρη μήνα, γιατί οι δικοί μου δεν ήθελαν να γίνω ηθοποιός… Τι με έκανε να έρθω; Τι μου έδωσε δύναμη; Τα πρότυπα που είχα. Ο Μάνος Κατράκης, η Λαμπέτη… Το θέατρο το ήξερα, το ότι υπήρχαν 5 σχολές, το Εθνικό, ο Κουν, ο Θεοδοσιάδης… Εγώ πήγα στη σχολή Χατζίκου. Δηλαδή, είχαμε όραμα. Σήμερα, έχω την εντύπωση ότι έχει επικρατήσει πολύ ο ναρκισσισμός. Δηλαδή, χρησιμοποιώ την τηλεόραση για να προβάλλω την εικόνα μου. Χρησιμοποιώ το τραγούδι, ας πούμε, για να προβάλλω τη φωνή μου.

Γι’ αυτό σας λέω, δεν είναι θέμα αν μια σειρά είναι καλή ή κακή. Έχει σημασία το μήνυμα μιας συγκεκριμένης τηλεοπτικής παραγωγής στο σύνολό της ποιο είναι. Εγώ δεν βλέπω μήνυμα, εγώ βλέπω μια κατάσταση που ανακυκλώνεται με τους ίδιους και τους ίδιους…

Δεν το λέω για ‘μενα. Εγώ αισθάνομαι ευτυχής, δεν μου λείπει καθόλου η τηλεόραση. Ξέρετε, για δέκα χρόνια δεν είχα τηλεόραση. Τώρα έχω μία, που έχω συμφωνήσει με την κόρη μου, όποτε έρχεται στο σπίτι, ότι δεν βλέπουμε ιδιωτικά κανάλια. Βλέπουμε τηλεόραση, πώς να το πω; Ένα αθλητικό γεγονός, μια παράσταση μπαλέτου… Θα ήθελα καλύτερη την ελληνική τηλεόραση.

Κάτι άλλο, θεατρικά, υπάρχει στα σκαριά ή θα αφιερωθείτε αποκλειστικά σε αυτή την παράσταση;

Αφιερώνομαι. Είναι πάγια τακτική μου, ας το πω έτσι, να αφιερώνομαι σε αυτό που κάνω. Απλώς να πω εδώ, δεν χόρτασα ούτε εγώ ούτε το κοινό, γιατί παίρνω μηνύματα, τον Μέγα Ιεροεξεταστή.

Ήταν άτυχος, γιατί ξεκίνησα τον Γενάρη του ’20 και τον Μάρτη ήρθε η πανδημία. Ακριβώς μόλις είχα συμφωνήσει με το θέατρο, που εδώ στην Αθήνα ήταν γεμάτο για 4-5 εβδομάδες, να πάω άλλο τόσο. Ήταν άδικο για την παράσταση. Την αγάπησα και αυτήν την παράσταση.  Υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μου να συνεχιστεί, αυτό εννοώ.

Ας πούμε στη Θεσσαλονίκη, πέρυσι, είχαμε ορίσει να έρθω. Κάτι έγινε πάλι κάτι με τα μέτρα, μια ανατροπή, και δεν ήρθα. Εγώ ήμουν κάθετα αντίθετος με το μέτρο του να μπαίνουν μόνον όσοι είχαν εμβολιαστεί.

Αλλά να σας πω ένα μυστικό; Θέλω πολύ να τη φέρω στη Θεσσαλονίκη αυτή την παράσταση και σύντομα… Στη Θεσσαλονίκη νιώθω –ελπίζω να το γευτώ και τώρα αυτό και με το «Γράμμα από τη Μ. Ασία»- αυτή τη θέρμη και το ενδιαφέρον του κοινού.

INFO

«Γράμμα από τη Μ. Ασία», του Γιώργου Α. Χριστοδούλου

Θέατρο Αμαλία

Ημέρες και Ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 21 , Σάββατο 22 και Κυριακή 23 Οκτωβρίου στις 21.00

Διάρκεια: 80 λεπτά

Προπώληση εισιτηρίων: Ταμείο Θεάτρου Αμαλία, καθημερινά 10.30 – 14.30 & 17.30 – 21.30

(13€ Γενική Είσοδος, 10€ Φοιτητικό – Ανέργων)

Πληροφορίες – Κρατήσεις: 2310 842509

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Ερμηνεία, σκηνοθεσία: Δημήτρης Βερύκιος

Τραγούδι, ούτι: Βάσια Βουγιουκλή