Δαμιανός Κωνσταντινίδης στο TheOpinion: «Λούνα, Ένα ταξίδι στη μνήμη»

Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης μιλά στην Άλκηστη Σπυρέλλη και το TheOpinion, με αφορμή την παράσταση «Λούνα».

Δαμιανός Κωνσταντινίδης στο TheOpinion: «Λούνα, Ένα ταξίδι στη μνήμη»

Είναι το συναρπαστικό ταξίδι στην Ιστορία και στη Μνήμη που γυρεύει να ιδωθεί μ΄ έναν τρόπο εύγλωττο, έτσι που να μη χωρά αμφισβήτηση κι είναι ο άνθρωπος της Τέχνης εκείνος που θα δώσει τη «λαλιά» και την εικόνα στο βίωμα.

Η Ρίκα Μπενβενίστε κι η ζωή της Λούνας που επέζησε της θηριωδίας και διηγείται κι ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης που επιχειρεί να δαμάσει το ανελέητο συναίσθημα της απόγνωσης μα και την αδάμαστη επιθυμία για ζωή μιας λαϊκής εβραιοπούλας είναι οι πρωτεργάτες του ταξιδιού κι οι εμπνευστές του κομματιού της ζωής που γίνεται έργο και παράσταση, θαρρείς σ’ έναν χρόνο πραγματικό, τωρινό περισσότερο παρά παρελθοντικό, διατρέχοντας την πόλη και ζωντανεύοντας εμβληματικά σημεία της ιστορίας της.

Όσα γράφουν στην ψυχή και από τραύματα γίνονται όπλα και δίνουν φτερά, όλα αυτά περιγράφει η Λούνα στο διάβα της στην πόλη και εξιστορεί για όλους εμάς, τους τωρινούς και τους επόμενους που παραμένουμε έτσι κι αλλιώς θεατές της Ιστορίας.

Ζωγραφίζει, λοιπόν, κι ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης τα βήματα της ηρωϊδας του σ’ έναν καμβά αστικό που με τα χρώματα και τα αρώματα της πόλης, σκοτεινά και φωτισμένα, χτυπά, ελπίζω, στην καρδιά και στον νου όλων ημών των κοινωνών του δημιουργήματος αυτού.

Το ταξίδι της Λούνας συνεχίζει τον κύκλο του και επανέρχεται μετά την επιτυχία του πρώτου ανεβάσματος πρόπερσι. Ποιο είναι για εσάς το πιο συναρπαστικό κομμάτι του ταξιδιού αυτού;

Όλο το ταξίδι. Όλη η διαδρομή και όλες οι στάσεις. Και εννοώ επίσης, πέρα από όσα συμβαίνουν στην παράσταση και αφορούν τη ζωή της Λούνας, μιας φτωχής και αγράμματης εβραίας ράφτρας που επέζησε του Άουσβιτς και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όλη τη διαδρομή και τις στάσεις, τους προβληματισμούς και τα προβλήματα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας που κράτησε κοντά στον ενάμιση χρόνο, αλλά και τη μεγάλη ικανοποίηση που πήραμε όταν εντέλει ανέβηκε η «Λούνα» και ο κόσμος την αγκάλιασε τόσο θερμά.

Η συνάντηση με όλους αυτούς τους ανθρώπους που δούλεψαν για την παράσταση από διάφορα πόστα, και συμπεριλαμβάνω σ’ αυτούς όχι μόνο τους άμεσους συνεργάτες, τους καλλιτέχνες, τους τεχνικούς, τους υπεύθυνους παραγωγής και επικοινωνίας, αλλά και τους ανθρώπους που συναντήσαμε στον Δήμο Θεσσαλονίκης και το Βαφοπούλειο, στα ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης και τώρα στο Γερμανικό Προξενείο και την Helexpo, που έρχονταν από διαφορετικούς ορίζοντες, που δεν είχαν άμεση σχέση με θέατρο, αλλά που νοιάζονταν για την πόλη και την ανάδειξη της ιστορίας της και οι οποίοι μας εμπιστεύτηκαν και μας στήριξαν, και τέλος η ζωντανή επαφή με τους ανθρώπους που ήρθαν να δουν την παράσταση και να μοιραστούν μαζί μας σκέψεις και συναισθήματα, όλα αυτά καθιστούν για μένα το ταξίδι της «Λούνας» συναρπαστικό.

Ο θεατής ασφαλώς θα κάνει τις δικές του επιλογές, θα έχει τα «αγαπημένα» του σημεία στο ταξίδι που του προτείνουμε. Ωστόσο, ακόμη κι αυτό που θα του φανεί λιγότερο σημαντικό από κάτι άλλο ή και εντελώς ασήμαντο, είναι στα μάτια μου εξ ίσου σημαντικό και αναγκαίο με τις «κορυφαίες», ας πούμε, στιγμές, γιατί ακριβώς αυτό τις προετοιμάζει και τις αναδεικνύει.

Ένα θέμα διαχρονικά επίκαιρο που θα έλεγε κανείς ότι «πονάει» από όποια μεριά κι αν συζητηθεί. Τι πιστεύετε ότι πηγαίνει τόσο λάθος πάντα στους χειρισμούς του ζητήματος, πολιτικά/κοινωνικά;

Δεν είμαι και δεν φιλοδοξώ να γίνω ούτε πολιτικός ούτε κοινωνικός αναλυτής, ώστε να απαντήσω ικανοποιητικά στην ερώτησή σας αυτή. Πιστεύω, ωστόσο, ότι τα «λάθη» για τα οποία κάνετε λόγο προκύπτουν όταν αγνοούμε ή αδιαφορούμε για την ιστορία του τόπου μας, όταν ωραιοποιούμε, διαστρεβλώνουμε ή προσπαθούμε να θάψουμε το παρελθόν, είτε επειδή κάτι μας φοβίζει σε αυτό είτε γιατί υπάρχει κάτι σε αυτό για το οποίο ντρεπόμαστε, όταν οι ενέργειές μας εν ολίγοις αποσκοπούν στην απαλοιφή της συλλογικής μνήμης, ώστε στο τέλος να δημιουργείται η εντύπωση μιας ομοιογένειας, μιας εθνικής «καθαρότητας».

Επί δημαρχίας Μπουτάρη είχε γίνει μια σοβαρή προσπάθεια αναγνώρισης και ανάδειξης του ποικιλόμορφου, πολυπολιτισμικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, και εύχομαι να υπάρξει συνέχεια.

Στην παράσταση θίγουμε κάποια από τα θέματα στα οποία αναφέρεστε και που «πονάνε» ακόμη και προσπαθούμε να ανασκευάσουμε κάποιες εσφαλμένες, πλην όμως καλά ριζωμένες, αντιλήψεις. Μιλάμε για τις λεηλατημένες περιουσίες των Εβραίων που εκτοπίστηκαν με τη βία, για τα σπίτια και τα μαγαζιά τους που καταλήφθηκαν από χριστιανούς και πολλά από αυτά δεν επιστράφηκαν ποτέ, για την καταστροφή του παλιού εβραϊκού νεκροταφείου που είναι μια πράξη βεβήλωσης, μια ιεροσυλία, για τη φτώχεια που μάστιζε την πλειονότητα των κατοίκων των εβραϊκών συνοικιών, ενώ η επικρατούσα ακόμη και σήμερα αντίληψη θέλει όλους τους Εβραίους να είναι Ροκφέλερ και βέβαια μιλάμε για την εξολόθρευση 50000 ανθρώπων που αντιπροσώπευαν ένα σημαντικό κομμάτι της προκατοχικής Θεσσαλονίκης.

Ποια είναι η σημαντικότερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει μια παράσταση εξελισσόμενη εν κινήσει; Σκηνοθετικά και υποκριτικά.

Η παράσταση εκτυλίσσεται σε τρεις -ή, πιο σωστά: τέσσερεις- διαφορετικούς χώρους κι αυτό αποτελεί την πρωτοτυπία και τη μοναδικότητά της:

α) στο φουαγιέ του Βαφοπούλειου Πνευματικού Ιδρύματος, δηλαδή σε έναν κλειστό χώρο, αλλά όχι ακριβώς θέατρο·

β) στο λεωφορείο που διατρέχει τη Θεσσαλονίκη από τα ανατολικά προς τα δυτικά, περνώντας από τα μέρη όπου έζησε η Λούνα·

γ) σε έναν ανοικτό δημόσιο χώρο, μια πλατεία στη γειτονιά που έζησε η Λούνα με τον άντρα της πριν από την κατοχή· και

δ) στον δρόμο, μια που χρειάζεται ηθοποιοί και θεατές να τον διασχίσουν δύο φορές, μία από το Βαφοπούλειο προς το λεωφορείο και μία από το λεωφορείο προς την πλατεία.

Ο κάθε χώρος από αυτούς έχει τις δικές του απαιτήσεις: αλλιώς ο ηθοποιός θα κινηθεί, θα χειρονομήσει ή θα τοποθετήσει τη φωνή του για να μιλήσει ή να τραγουδήσει σε έναν κλειστό χώρο, αλλιώς σε ένα χώρο δημόσιο, ανοικτό σε κάθε λογής απρόοπτα, αλλιώς μέσα σε ένα λεωφορείο εν κινήσει που παράγει τους δικούς του θορύβους (μηχανή, κλιματιστικό) και αφήνει και τους θορύβους της πόλης να διεισδύσουν μέσα του ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μία στενότητα και ένα ασταθές δάπεδο για τους ηθοποιούς και τους μουσικούς που είναι όρθιοι ως επί το πλείστον και κινούνται επίσης.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις σκηνοθέτης, ηθοποιοί και μουσικοί οφείλουν να σεβαστούν την ιδιαιτερότητα του κάθε χώρου, να ακούσουν και να υπακούσουν στους όρους και τα όρια που θέτει. Στην πραγματικότητα ο χώρος σκηνοθετεί. Και στην περίπτωση του λεωφορείου, είναι ολοφάνερο ότι το λεωφορείο, η κίνηση που συναντά στον δρόμο του, υπαγορεύει τον ρυθμό στο κομμάτι της παράστασης που του αναλογεί.

Το στοίχημα για μας είναι να παραμείνουμε σε κάθε αλλαγή συνθήκης απλοί, ανθρώπινοι, να υπάρχει αμεσότητα στην απεύθυνση στους θεατές που είναι διαρκής, παρόλο που αλλού χρειάζεται να σπρώξουμε λίγο παραπάνω τη φωνή ή την κίνηση για να «φανούμε» και να «ακουστούμε» καλύτερα και αλλού να τη μαζέψουμε για να μην ενοχλήσουμε με υπερβολές και «θεατρινισμούς». Και βεβαίως κάθε φορά πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το απρόοπτο, το τυχαίο, και να καλύψουμε το όποιο «κενό» δημιουργηθεί, είτε στο λεωφορείο, είτε στον δρόμο και στην πλατεία.

Στο λεωφορείο της «Λούνας» εξελίσσεται και παραδίδεται στο κοινό ζωντανή η ιστορία που λαχταρά δεκαετίες τώρα να ιδωθεί με την αξία που της πρέπει. Το πετυχαίνει αυτό, θεωρείτε, το έργο της Ρίκας Μπενβενίστε;

Ναι, το έργο της Ρίκας Μπενβενίστε το πετυχαίνει και μάλιστα πολύ καλά, και αυτό, νομίζω, βοηθά και εμάς να το πετύχουμε με τη σειρά μας, με τα δικά μας μέσα και τις δικές μας δυνατότητες. Πρόκειται για ένα σπουδαίο βιβλίο. Είναι, όπως το θέλει η συγγραφέας του, «ένα δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας» που εστιάζει στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, στην πόλη τους, στη Shoah, στη φτώχεια και στα ανάποδα μεταπολεμικά χρόνια.

Εμείς προσπαθούμε να κάνουμε με θεατρικό τρόπο αλλά και μετακινούμενοι πραγματικά στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, αυτό που κάνει ήδη η Ρίκα καθώς γράφει το βιβλίο, βασιζόμενη σε αρχεία, οικογενειακές φωτογραφίες και ιστορικές πηγές, στη μνήμη και τη φαντασία της: να αναζητήσουμε τα ίχνη της Λούνας στους ίδιους τους τόπους όπου πέρασε τη ζωή της, «στα κτίρια, τις οικοδομές, τα τοπία της πόλης της» και να ρίξουμε τον προβολέα σ’ αυτούς που συνήθως αφήνει στην άκρη η επίσημη ιστορία, «στους αφανείς της ιστορίας, σ’ αυτούς που τα λόγια τους δεν ακούστηκαν, ή πάρα πολλές φορές αγνοήθηκαν και λησμονήθηκαν». Να αφηγηθούμε, αν θέλετε, τη μεγάλη ιστορία μέσα από τη «μικρή» ιστορία, εκείνη μιας φτωχής εβραίας καλυμματούς που η ζωή της καλύπτει όλον σχεδόν τον 20ο αιώνα.

Υπάρχει τελικά λύτρωση για την ψυχή των ανθρώπων που βιώνουν θηριωδία;

Πώς να απαντήσει κανείς στη θέση κάποιου άλλου; Ο Πρίμο Λέβι που μας άφησε μια συγκλονιστική κι από πρώτο χέρι μαρτυρία για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωσή του από το Άουσβιτς αυτοκτόνησε. Το ίδιο και ο μέγιστος γερμανοεβραίος ποιητής Πάουλ Τσέλαν. Ο νομπελίστας Ίμρε Κέρτες, άλλος επιζήσας του Ολοκαυτώματος, επανέρχεται σχεδόν σε όλα τα κείμενά του στο κορυφαίο αυτό και αποτρόπαιο γεγονός του 20ου αιώνα. Και δεν είναι ο μόνος.

Βέβαια, οι περισσότεροι επιζήσαντες επιλέγουν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Στο τελευταίο μέρος της παράστασης ακούμε την εξής φράση: «Ο τρόπος των επιζησάντων να διασωθούν από το χάος ήταν να βουτήξουν στη ζωή, μερικές φορές με ασυγκράτητη επιθυμία.» Αλλά τί γίνεται μέσα τους;

Η Ελένη Μακίσογλου που υποδύεται τη Λούνα λέει, όταν βρισκόμαστε στην πλατεία, δύο φορές ένα ποίημα της Σαρλότ Ντελμπό, το οποίο παραθέτει και η Ρίκα Μπενβενίστε στο βιβλίο της και όπου δηλώνεται πολύ καθαρά ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει λύτρωση: «Νομίζω / είμαι ακόμη εκεί / και πεθαίνω / εκεί / Κάθε μέρα λίγο ακόμη / πεθαίνω ξανά / τον θάνατο όλων εκείνων που πέθαναν».

Διδασκαλία ή σκηνοθεσία ή το ένα πεδίο δεν μπορεί χωρίς το άλλο;

Θίγετε ένα τεράστιο θέμα και οι απαντήσεις μπορούν να ποικίλουν ανάλογα με το νόημα που επενδύει κανείς στην κάθε μία από αυτές τις λέξεις.

Στην αρχαιότητα, ο τραγικός ή ο κωμικός ποιητής «δίδασκε» το έργο του σε ηθοποιούς, χορευτές και μουσικούς και μέσα από αυτή τη διδασκαλία δίδασκε και το κοινό. Αυτό το ρήμα, το «διδάσκω», χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν μια λειτουργία ανάλογη με εκείνη του σκηνοθέτη. Έδινε σκηνική μορφή και υλική υπόσταση στον κόσμο του κειμένου του και μυούσε σε αυτόν τους υπόλοιπους συντελεστές και τους θεατές.

Στις μέρες μας πολλοί σκηνοθέτες είναι και δάσκαλοι, άλλοι πάλι όχι, και αυτό δεν κάνει λιγότερο ή περισσότερο καλούς τους μεν από τους δε.

Σαφώς μπορούμε αν θέλουμε να διακρίνουμε απολύτως τα δύο αυτά πεδία, όπως επίσης μπορούμε να τα συσχετίσουμε ή και να τα ταυτίσουμε.

Σε ό,τι με αφορά, θα επισημάνω ένα μόνο πράγμα: ότι και στις δυο περιπτώσεις είμαστε αντιμέτωποι με μια πολλαπλή ευθύνη, εκείνη που δεν περιορίζεται μόνο στη μετάδοση μιας γνώσης, αλλά που εκτείνεται στη διαμόρφωση ενός ολόκληρου «κόσμου», και αυτή η διαμόρφωση συντελείται σε πολλά επίπεδα: σωματικό και πνευματικό, αισθητικό και ιδεολογικό, και θα έλεγα, κατά συνέπεια: και ηθικό.

Θα θεωρούσατε τη σκηνοθετική δουλειά στη «Λούνα» έναν από τους σταθμούς της διαδρομής σας στο Θέατρο; (Τι δίνει σε εσάς προσωπικά η ενασχόλησή σας με το συγκεκριμένο έργο;)

Ναι, πιθανόν να έχετε δίκιο, η «Λούνα» μπορεί να θεωρηθεί ένας σταθμός, αλλά κυρίως ιδωμένη από τα έξω, από έναν εξωτερικό παρατηρητή. Όπως έλεγα πιο πάνω απαντώντας στην πρώτη ερώτησή σας, σε μία διαδρομή δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα σημεία πιο σημαντικά από άλλα, για μένα τουλάχιστον: όλα διαδραματίζουν κάποιο ρόλο και είναι σημαντικά ακριβώς για τον ρόλο που έχουν να διαδραματίσουν, ακόμη κι αν ο ρόλος τους είναι εκείνος μιας προετοιμασίας. Ακόμη και οι αποτυχίες, κυρίως αυτές που και αναπόφευκτες είναι και πολύ χρήσιμες μπορούν να αποδειχθούν για την πορεία κάποιου αν καθίσει και τις εξετάσει προσεκτικά, είναι σταθμοί πολύ σημαντικοί.

Όπως και οι άλλες επιλογές μου, έτσι και αυτή εκκινεί από μια προσωπική ανάγκη. Με ενδιέφερε ασφαλώς το θέμα του αποκλεισμού, του διωγμού, της εξόντωσης του «διαφορετικού», με έχει απασχολήσει υπό διάφορες μορφές αρκετές φορές μέχρι τώρα, αλλά η ιδέα, ή, πιο σωστά, η επιθυμία να ανεβάσω αυτή την ιστορία με τον συγκεκριμένο τρόπο μου ήρθε μέσα στην πανδημία, όταν δεν ξέραμε ακόμη πόσο θα διαρκέσει. Εκείνη την περίοδο -τι παράδοξο!- απαγορευόταν να πηγαίνουμε στο θέατρο αλλά επιτρεπόταν να μπαίνουμε στα λεωφορεία.

Είχα κάνει ήδη δύο παραστάσεις που απλά βιντεοσκοπήθηκαν και δεν παρουσιάστηκαν ποτέ μπροστά σε κοινό και είχα ανάγκη να κάνω μια παράσταση που να την έβλεπε επιτέλους κόσμος, κυρίως είχα ανάγκη, όπως οι περισσότεροι, να βρεθώ με κόσμο και να μοιραστώ μαζί του μια κοινή εμπειρία. Το λεωφορείο μου φάνηκε ιδανική λύση. Εκ των υστέρων, όταν πραγματοποιήθηκε αυτή η τρελή ιδέα για την οποία τώρα χαίρομαι απείρως που την είχα, αλλά στην πορεία πολλές φορές με αναθεμάτιζα που την σκέφτηκα, γιατί με έβαζε σε πρωτόγνωρες δοκιμασίες που τότε φάνταζαν ανυπέρβλητες, αντιλήφθηκα ότι προσφέρει στον θεατή μια πιο βιωματική σχέση με την ιστορία που του αφηγούμαστε. Χάρη σ’ αυτήν η Θεσσαλονίκη αναδεικνύεται η άλλη μεγάλη πρωταγωνίστρια της παράστασης, όπως είναι άλλωστε και στο βιβλίο της Ρίκας, αλλά εδώ γίνεται με πιο απτό, πιο ορατό τρόπο, πιο οργανικό. Πρώτη φορά επιχειρώ κάτι τέτοιο, να εντάξω δηλαδή ολόκληρη πόλη σε μια παράσταση, αν και αρκετά συχνά χρησιμοποιώ ως σκηνικό των έργων που ανεβάζω ιστορικά κτίρια της Θεσσαλονίκης, ή ιδιαίτερους χώρους όχι αμιγώς θεατρικούς (στρατόπεδο Κόδρα παλιότερα, Μπενσουσάν Χαν πιο πρόσφατα, Transcendance…). Από αυτή την άποψη η «Λούνα» μπορεί να θεωρηθεί προσφορά στην ίδια την πόλη και τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτόν ίσως τον λόγο, σταθμός ή μη σταθμός, είναι μια από τις παραστάσεις μου που με κάνει να νιώθω καλά με τον εαυτό μου, όπως νιώθει κανείς όταν εκπληρώνει ένα τάμα.

Η απάντηση ήταν και για το δικό μου το μυαλό προφανής και παραμένει πάντοτε τόσο συγκλονιστική κάθε φορά που η σκέψη τη φέρνει μπροστά…

Η βίωση της θηριωδίας δεν μπορεί παρά να μένει ες αεί τουλάχιστον τραυματική!

Η εξιστόρηση των περιπετειών, όμως, και το άνοιγμα του συναισθήματος ίσως να είναι τελικά κάποιου είδους λύτρωση κι αν ακόμη όχι, αυτό μπορεί σίγουρα να αποτελέσει μια εμφατική συνεισφορά στην ανθρώπινη αξίωση για δικαίωση όσων θα ήθελαν να φανερωθεί η ιστορία τους μέσα από τη διαδρομή και τα βιώματα της Λούνας.

κ. Κωνσταντινίδη, Δαμιανέ της πόλης μας, ευχαριστούμε πολύ για το τάμα που εκπληρώθηκε και μας έδωσε «τ’ ωραίο ταξίδι»!

παράσταση «Λούνα» του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, μια διασκευή του κειμένου της Ρίκας Μπενβενίστε, κάνει πρεμιέρα για δεύτερη φορά στην πόλη, την ερχόμενη Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου, στις 19:30, με αρχικό σταθμό της περιήγησής της το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο.