Χρυσή Βιδαλάκη στο TheOpinion: «Δεν θέλω να σταματήσω να είμαι τολμηρή»
Η Χρυσή Βιδαλάκη, με αφορμή την παράσταση «Goodbye, Lindita», μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη
Εστιάζοντας σε μια αρχέγονη ανθρώπινη εμπειρία, αυτήν της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, η βραβευμένη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου «Goodbye, Lindita», σε σκηνοθεσία Μάριο Μπανούσι, έρχεται για λίγες παραστάσεις στο Βασιλικό Θέατρο.
«Φεύγουμε αύριο για Άμστερνταμ», μου λέει η Χρυσή Βιδαλάκη. «Είναι η τρίτη χώρα του εξωτερικού, που πάμε με το “Goodbye, Lindita”, και μετά ερχόμαστε Θεσσαλονίκη. Κι έχω κι ένα άγχος αν θα υπάρχει καλή σύνδεση στο ίντερνετ, γιατί, παράλληλα, δίνω κι εξετάσεις στο μεταπτυχιακό μου». Και, κάπως έτσι, κατάλαβα ότι, κάθε λέξη της, θα κρύβει και μια έκπληξη.
Τη Χρυσή Βιδαλάκη κι εμένα μου τη σύστησε η παράσταση «Goodbye, Lindita». Όσο κι αν έψαξα, διάβασα και, στο τέλος, γνώρισα καλύτερα την ίδια, δεν θέλω, σε καμία περίπτωση, να την παρουσιάσω με μια ιδιότητα· ας πούμε, με αυτήν της ηθοποιού. Είναι, σαφώς, και αυτό. «Έχω όραμα για το θέατρο», μου επισημαίνει. Αλλά είναι και πολλά άλλα, τα οποία εσείς οφείλετε να ανακαλύψετε.
Άλλωστε, κάποιοι άνθρωποι δεν μπαίνουν, δεν χωράνε σε «καλούπια». Κι η Χρυσή Βιδαλάκη ανήκει, σίγουρα, σε αυτούς…
Κυρία Βιδαλάκη, έχετε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία να μοιραστείτε μαζί μας ως προς το επαγγελματικό κομμάτι. Από τα διδακτικά έδρανα στο «Θέατρο στη Σάλα», κι από ‘κει στο θεατρικό σανίδι και…τι άλλο μπορεί να μου διαφεύγει;
Δεκαέξι χρόνια ήμουν στο ταμείο υγείας της Εθνικής Τράπεζας. Πάντα με το «σαράκι» του θεάτρου…
Είναι δεκαέξι χρόνια, που το πρωί ήμουν στην τράπεζα και το βράδυ έτρεχα στα εργαστήρια. Και θυμάμαι, όταν ένας διευθυντής είχε έρθει να με δει στο «Γήρας» της Μαυραγάνη, μου είπε: «Βρε Χρυσή, δεν ξέραμε. Δεν φανταζόμασταν. Δεν είχες πει τίποτα».
Γιατί δεν το είχατε πει;
Δεν είναι ότι δεν το είχα πει. Νομίζω πως δεν το «ακούγανε»… Δεν ταίριαζε με όλο το υπόλοιπο; Δεν ξέρω τι γινόταν. Σαν να ήμουν, πραγματικά, άλλος άνθρωπος. Κι ο Μάριο το έλεγε, πολλές φορές, αυτό και γελάγαμε. Με τον Μάριο γνωριστήκαμε όταν ήταν δεκαεπτά χρονών -ήδη είχα χωρίσει, η κόρη μου ήταν μεγάλη- και μου έλεγε ότι δεν μπορεί να με φανταστεί παντρεμένη, να δουλεύω στην τράπεζα και να «χτυπάω κάρτα».
Νιώθω ότι, και στη ζωή μου, έκανα εναλλαγές ρόλων τελικά. Κάποια μορφή ηδονής πρέπει να έβρισκα με αυτό, μ’ άρεζε πάρα πολύ η αλλαγή. Όταν από την τράπεζα πήγα στην εκπαίδευση, ήταν «επεισοδιακή» η μετάβαση αυτή.
Τέλειωσα την Ανωτάτη Εμπορική και, κάποια στιγμή, ανακάλυψα ότι μπορούσα να διδάξω. Όταν έκανα τα χαρτιά μου κάθε χρόνο, παράλληλα με τη δουλειά, γελούσαν. Ε και στο τέλος δεν το ‘λεγα. Μέχρι που, Φλεβάρη μήνα, με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε «Διοριστήκατε!». Στην αρχή σκέφτηκα ότι κάποιος, από αυτούς που ξέρουν ότι το θέλω πάρα πολύ, με «δουλεύει»… Με κάλεσαν στην Πρέβεζα και πήγα και ορκίστηκα, μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες, χωρίς να πω σε κανέναν τίποτα.

Αυτός ο, εκτός έδρας, διορισμός, σας κράτησε, ενδεχομένως, μακριά από το θέατρο; Με την όποια μορφή υπήρχε, τότε, στη ζωή σας.
Ναι. Και ήμουν και χωρισμένη τότε, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Αυτός ήταν κι ο λόγος που γύρισα μετά από τέσσερα χρόνια από την Πρέβεζα. Ήταν καλά εκεί για την κόρη μου, αλλά δεν άντεχα χωρίς θέατρο!
Τα πράγματα ήταν πολύ περιορισμένα. Ερασιτεχνικά. Κάπως δεν «βολευόμουν». Έκανα θέατρο στο σχολείο. Έκανα πολύ ιδιαίτερα το μάθημα, έκανα κάτι «τρελά». Αλλά δεν άντεχα, ασφυκτιούσα παρόλο που πέρασα ωραία. Το καλλιτεχνικό, όμως, δεν με κάλυπτε και ήθελα να γυρίσω.
Όταν γύρισα, εκεί, πια, του «’δωσα και κατάλαβε»! Πήγα στο «Αλλαγών», παρακολουθούσα του σκοτωμού. Τότε γνώρισα φοβερούς δασκάλους· τον Μαυρίκιο, τον Λιβαθινό…
Είστε ένα «φωτεινό» παράδειγμα και για τους νεότερους, δεν το «βάλατε κάτω». Πολυσχιδής προσωπικότητα, με τη μια σπουδή μετά την άλλη για να εξελίσσεστε…
Τώρα κάνω το μεταπτυχιακό μου, πάνω στις Παραστατικές Τέχνες. Και, μάλιστα, μου έχει «φωτίσει» πολλά πράγματα γενικά. Αλλά και με το έργο, τώρα, με τον Μάριο.
Ήμουν και στις τρεις παραστάσεις του και, ενστικτωδώς, «μπαίναμε» σε αυτά τα πράγματα· κάναμε, στα εργαστήρια, δουλειά στην ατμόσφαιρα της τελετουργίας. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτό.
Να συμπεράνω ότι, με τον Μάριο, είχατε σχέση καθηγήτριας – μαθητή;
Παραλίγο. Εκείνος πήγαινε τρίτη Γυμνασίου, εγώ ήμουν Οικονομολόγος στο Λύκειο. Αλλά ήταν συστεγαζόμενα τα σχολεία. Την αδερφή του είχα μαθήτρια. Κι άκουγε πώς δούλευα στην τάξη κι ήθελε να με έχει καθηγήτρια. Βέβαια, δεν με πρόλαβε γιατί άλλαξα σχολείο.
Θυμόμαστε πάρα πολύ καλά τη μέρα που με κοιτάζει και με ρωτάει: «Κυρία, είστε ηθοποιός;». Είχε ακουστεί ότι κάνω και αυτό… «Θέλω κι εγώ να γίνω», μου λέει. Μετά, με είδε στο «Γήρας». Και από ‘κει, πριν δώσει στο «Ωδείο», του είπα να έρθει στα εργαστήρια. Κάπως έτσι αρχίσαμε. Είχαμε μια σχέση πολύ ιδιαίτερη.
Ξέρετε, αυτή η επαγγελματική σχέση με τον Μάριο σπάει τα στερεότυπα των ανθρώπινων σχέσεων· ότι, παρά τη διαφορετική θέση και τη διαφορά ηλικίας, υπάρχει σύγκλιση απόψεων στα «πιστεύω», στα «θέλω», στις αξίες.
Αυτό για ‘μένα είναι τρομερό! Ζήσαμε πολύ ιδιαίτερες καταστάσεις, και ειδικά στην καραντίνα. Κι εκείνος κι εγώ βρίσκαμε, νομίζω, τον χώρο να δοκιμάζουμε τα «περίεργά» μας. Υπήρχε μια ελευθερία.
Ήρθε, τελικά, το πλήρωμα του χρόνου και για τους δύο, για να κάνετε αυτά τα «περίεργά» σας και τα οποία σας έχουν καταστήσει αναγνωρίσιμους παγκοσμίως…
Πάντα έλεγα ότι κάτι σημαντικό θα συμβεί. Η αλήθεια είναι πως δεν φανταζόμουν τέτοια εξέλιξη…
Θυμάμαι στο «Θέατρο στη Σάλα» -που ίδρυσα για να ανέβει η παράσταση- όταν ήρθε, την τελευταία μέρα, ο κύριος Μόσχος και χαιρετιόμασταν στην κουζίνα. Το «Θέατρο στη Σάλα» είναι η πατρική μου κατοικία. Η είσοδος – έξοδος γινόταν απ’ την αυλή, μέσω της κουζίνας. Κι εκείνη την ώρα, για λίγα δευτερόλεπτα, συνειδητοποίησα τι γίνεται· ένιωσα ότι κάτι συμβαίνει.
Ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο το γεγονός ότι συνέβη σε αυτό το σπίτι. Που, πια, δεν είναι και σπίτι. Πλέον, έχει μια άλλη μορφή· ήταν όραμα χρόνων αυτό το πράγμα.

Ο χώρος αυτός, το «Θέατρο στη Σάλα», εξακολουθεί να είναι λειτουργικός;
Με ενδιαφέρει αυτός ο χώρος να είναι «φυτώριο». Κάνω εδώ πράγματα. Από μικρό παιδί περπατούσα σε αυτό το σπίτι και κάναμε θέατρο με την αδερφή μου. Πάντα το ονειρευόμουν. Και είχα μια απίστευτη επιμονή σε αυτό το πράγμα. Το πίστευα!
Και θεωρώ ότι ο πολύς ο κόσμος, που δεν έχει δει τη «Ραγάδα» εδώ, είναι κάτι που για ‘μένα δεν ξαναγίνεται. Ήταν κάτι πολύ αγνό… Έφερε στοιχεία που νομίζω, πια, χάθηκαν, όταν άρχισε η «δόξα». Τα θυμάμαι με πολλή αγάπη και νοσταλγία. Ξέρω ότι έχουν φύγει ανεπιστρεπτί.
Πρόσφατα, πήρα και το πτυχίο της Ψυχολογίας. Κι έλεγα του Μάριο ότι αυτά που γίνονται εδώ, έχουν να κάνουν με κάτι πολύ πρωτοποριακό. Πρέπει να καταγράφουμε τι γίνεται· αυτό που συμβαίνει έχει από την ψυχολογία τούτο το στοιχείο, έχει απ’ τις παραστατικές τέχνες εκείνο… Τολμούσαμε πράγματα και μπήκαμε σε περιοχές και ανακάλυπτα, ταυτόχρονα, τη θεωρητική τους υπόσταση.
Εγώ αυτό βίωσα εδώ, πρώτα την εμπειρία. Είχαμε τον χώρο, την ελευθερία να δοκιμάσουμε· να γδυθώ, να «τσαλακωθώ», να δοκιμάσουμε τα πάντα. Χωρίς λογοκρισία. Χωρίς φόβο. Αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο. Και δοκιμάζοντας, αν έχεις πίσω μια αισθητική, αρχίζουν να διαμορφώνονται καλλιτεχνικά τα πράγματα και, εν τέλει, δεν ξέρεις πώς. Είναι σαν τον έρωτα ρε παιδί μου… Όταν κάνεις πάρα πολύ ωραίο έρωτα, δεν μπορείς να το επαναλάβεις. Και λες μετά, πώς έγινε; Έχει αυτήν τη μίξη ψυχής, έχει αγνότητα, τεχνικές…
Ενώ στην αρχή «μουρμούραγα» που δεν μ’ άφηνε η μάνα μου και δεν είχα δώσει ποτέ εξετάσεις στο θέατρο, τελικά χαίρομαι! Θυμάμαι, όταν με πήρε η Μαυραγάνη, ότι της άρεσε που δεν ήμουν «καλουπωμένη».
Ένιωθα ότι, και με τον Μάριο, αυτό το πράγμα είχαμε να χαρούμε. Τον περίμενα από το «Ωδείο» και συζητούσαμε τι έκαναν, θυμόμουν κι εγώ τα δικά μου εργαστήρια. Μετά, με τα γεγονότα της ζωής, με τους δικούς μου έρωτες –που ο Μάριο, ως παιδί, δεν είχε μπει σε αυτήν την περιοχή- τον «έβαζα» σε αυτό. Έκλαιγε μαζί μου. Εκείνος «ρούφαγε» από όλο αυτό το πράγμα. Τραβούσε με την κάμερα και τα βλέπαμε μετά και γελούσαμε. Τώρα, που διαβάζω περί μεταμοντέρνου και μεταδραματικού, λέω τι κάναμε και δεν καταλαβαίναμε τελικά;
Πια, θέλω όλο αυτό να αποκτήσει και τη θεωρητική του πλαισίωση. Με ενδιαφέρει να εμψυχώνω τους ανθρώπους –και τον εαυτό μου μαζί- να συνεχίζουν να ψάχνουν. Δεν θέλω να σταματήσω να είμαι τολμηρή.
Θα μου επιτρέψετε να καταθέσω, πάντως, ότι αυτήν τη σχέση αλληλοεκτίμησης, σύμπλευσης, κατανόησης με τον Μάριο…τη «ζήλεψα».
Υπάρχουν συγκρούσεις. Δεν είναι, πάντα, έτσι τα πράγματα εξομαλυμένα. Κι ειδικά όταν υπάρχει η φήμη. Είναι όλα πολύ πρωτόγνωρα, και για ‘κείνον που ‘ναι νέος. Αλλά και για ‘μένα. Ποτέ δεν το επιδίωκα, ήμουν σε άλλους χώρους. Γι’ αυτό και ξαναμπήκα εδώ, στη «Σάλα», με πολύ μικρές ομάδες.
Σαν να νιώθω κι έναν «τρόμο». Απ’ τη μια μ’ αρέσει, δεν φοβάμαι την έκθεση. Μ’ αρέσει να λέω όλα αυτά που λέω και μ’ αρέσει όταν μ’ ακούν –νιώθω ότι με ακούτε τώρα- γιατί εκεί είναι η ουσία και της ζωής και του θεάτρου. Με αυτήν την έκθεση που, στη ζωή μπορεί να πληγωθείς –και θεωρώ ότι έχω πληγωθεί πάρα πολύ- στο θέατρο χειροκροτούμε. Όταν είσαι αληθινός, τότε είναι κέρδος για όλους. Και η σύνδεση με το κοινό είναι τρομερή εμπειρία.
Στην παράσταση «Goodbye, Lindita», στη σύνδεση με το κοινό, πιστεύετε πως συμβάλλει και το γεγονός ότι «μιλούν» μόνον οι κινήσεις του σώματος και τα συναισθήματα;
Ναι, ναι! Θεωρώ ότι, κάποιος, πρέπει να περάσει από τη μη ομιλία για να φτάσει σε αυτήν. Είναι διαδρομή, για να γεμίσει το στόμα μέσα από την ψυχή.
Το πίστευα και χαίρομαι που το βίωσα έτσι. Το βίωσα κι έγινε και επιτυχία. Γιατί, αλλιώς, δεν τον πείθεις τον κόσμο!
Παίζουμε με τα όρια, χρειάζεται απόλυτο σεβασμό. Είναι μια τελετή που χρειάζεται να τη σεβαστούμε, γιατί η ίδια θα μας «ξεράσει».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, κερδίσατε την αποδοχή του κόσμου, προβάλλοντας ένα θέμα το οποίο είναι το μόνο σίγουρο ότι θα συμβεί σε όλους μας και το οποίο, παράλληλα, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε…
Δεν μπορούμε εύκολα να το δεχτούμε. Κι αυτός ο φόβος του θανάτου, ατέλειωτος! Ο φόβος του θανάτου που εμπεριέχεται παντού…
Για να ‘μαι ειλικρινής, με τον Μάριο πηγαίναμε βόλτα στα νεκροταφεία και παρακολουθούσαμε και νιώθαμε… Λέγαμε ότι μόνον εμείς μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Κάναμε πράγματα, χωρίς να τα έχουμε προσχεδιάσει. Δεν ξέρω πώς ακούγεται, τώρα, γιατί με τον θάνατο όλοι έχουμε μια σχέση περίεργη.
Τη Lindita τη γνώρισα. Για ‘μένα είναι πολύ σημαντικό αυτό. Η ζωή με το θέατρο έκανε μια συνάντηση «μαγική». Όλα συνδέονται. Είμαστε «αγωγοί», με έναν τρόπο, συμπαντικής ενέργειας. Και «χρησιμοποιούμαστε» -με την καλή έννοια- για κάποια μηνύματα που πρέπει να περάσουν.

Μαζί με το αυτοβιογραφικό στοιχείο «ανοίγεται», ταυτόχρονα, κι ένα λαογραφικό πεδίο, επί σκηνής, από τον τόπο καταγωγής του Μάριο. Τι άλλο πρέπει να γνωρίζει κάποιος που δεν έχει δει την παράσταση;
Θεωρώ ότι, εκείνη την ώρα, συμβαίνει κάτι τελετουργικό. Κάθε φορά μας «βρίσκουν» καινούρια πράγματα, αυτή είναι η δική μου πεποίθηση, και περιμένω αυτήν την καινούρια συγκυρία. Δεν τη γνωρίζω, την περιμένω και χρειάζεται να ‘μαι έτοιμη για να τη δεχτώ.
Αυτό που θα ‘θελα να πω, είναι αυτό που δεν μπορώ να το βιώσω. Είναι κάτι που το «ζηλεύω». Να μπουν οι θεατές πολύ χαλαροί, «ανοιχτοί». Να αφήσουν όλα τα άλλα έξω από την αίθουσα και να δουν πού θα τους πάει…
Υπάρχει μια μίξη ήχου, φωτισμού, συνύπαρξης των ανθρώπων και των βλεμμάτων που αυτό μας οδηγεί κάθε φορά. Και θα συνδεθούμε. Στις πρώτες παραστάσεις αυτό γινόταν, υπήρχε μια περίεργη σιωπή από κάτω. Σιγά σιγά χανόταν, γιατί υπήρχε μια περιέργεια του κόσμου να δει τι γινόταν κι αυτό εμένα με ενοχλούσε λίγο. Είχε πια ακουστεί, ενώ, τον πρώτο καιρό, αφηνόντουσαν πάρα πολύ. Χωρίς κριτική ματιά.
Έρχεται ένας αέρας, μια αύρα που μας ξεπερνάει όλους και μας συνδέει. Αυτό νιώθω. Αυτό θα ‘θελα να νιώσετε. Και θα ήθελα πολύ –έχει πολλή σημασία για ‘μένα- να συνδεθούμε κι ως άνθρωποι μέσα από αυτό. Αν αυτή η παράσταση καταφέρνει να μας συνδέει ως ανθρώπους, στο βαθύ μας κυτταρικό, στον βαθύ μας πυρήνα… Είναι αυτό το πράγμα, να κοιτάζεσαι και να δακρύζεις ακόμα και με τον άγνωστο.
Να αφεθείτε και να περιμένετε να σας «λούσει» αυτή η ανατριχίλα, κάποιες στιγμές. Κι αν το νιώσετε, αφήστε το να «πηγαινοέρχεται».
Πληροφορίες
«Goodbye, Lindita», του Μάριο Μπανούσι
Βασιλικό Θέατρο, Θεσσαλονίκη
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 09/02 στις 21.00, Σάββατο 10/02 στις 18.30 & 21.00, Κυριακή 11/02 στις 17.00 & 19.00
Εισιτήρια: 20€ κανονικό, 13€ φοιτητικό, 15€ άνω των 65, 5€ ανέργων – ΑμεΑ – συνοδών ΑμεΑ, 16€ ομαδικό (ισχύουν ατέλειες μόνον για την παράσταση της Παρασκευής 09/02)
Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr, τις ημέρες των παραστάσεων είναι εφικτή η αγορά εισιτηρίων και από τα ταμεία του ΚΘΒΕ
Διάρκεια: 75 λεπτά
Ταυτότητα παράστασης
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Μάριο Μπανούσι
Σύμβουλος δραματουργίας: Σοφία Ευτυχιάδου
Σκηνικά – Κοστούμια: Σωτήρης Μελανός
Μουσική: Εμμανουήλ Ροβίθης
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Δραματολόγος παράστασης: Ασπασία – Μαρία Αλεξίου
Βοηθοί σκηνοθέτη: Αφροδίτη Καποκάκη, Θεοδώρα Πατητή
Φωτογραφίες παράστασης: Θεόφιλος Τσίμας
Βίντεο παράστασης: Νίκος Πάστρας
Υπεύθυνη προβολής: Λία Κεσοπούλου
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Χρυσή Βιδαλάκη
Μπάμπης Γαλιατσάτος
Ελένη Άμπια Νζάνγκα
Εριφύλη Κιτζόγλου
Κατερίνα Κρίστο
Μάριο Μπανούσι
Ευτυχία Στεφάνου
Αλεξάνδρα Χασάνι