Ανθή Θάνου στο TheOpinion: «Μεγαλώνουμε σε ένα “αποστειρωμένο” περιβάλλον, μακριά από αυτά που, παλιά, θεωρούνταν φυσιολογικά»

Η Ανθή Θάνου αφηγείται παραμύθια, μύθους και βιωματικές ιστορίες σε μουσεία, θέατρα, μουσικές σκηνές, φυλακές, βιβλιοθήκες, φεστιβάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Ανθή Θάνου στο TheOpinion: «Μεγαλώνουμε σε ένα “αποστειρωμένο” περιβάλλον, μακριά από αυτά που, παλιά, θεωρούνταν φυσιολογικά»

Λίγες μέρες πριν από την Κυριακή της Αποκριάς αναβιώνουμε την παράδοση, εκεί όπου οι φωτιές ανάβουν για να «φωτίσουν» τις σκωπτικές και αθυρόστομες στιγμές της περιόδου.

Με καταγωγή από την Κοζάνη, όλη η παιδική μου ηλικία, κατά την περίοδο της Αποκριάς, πλαισιώνεται από εικόνες «ντροπής». Οι λόγοι είναι προφανείς…

Γι’ αυτό, ακριβώς, δεν μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη φιλοξενούμενη από την Ανθή Θάνου, την παραμυθού της Θεσσαλονίκης· και την αποκαλώ παραμυθού με την κυριολεκτική σημασία της λέξης.

Η ίδια αφηγείται παραμύθια, μύθους και βιωματικές ιστορίες, και είναι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να αποδομήσουμε τα «ενοχικά» συναισθήματα που συνοδεύουν τη σκωπτική όψη της Αποκριάς.

Ανθή, οι Απόκριες λειτουργούν ως μία περίοδος κοινωνικής ανατροπής κι εκτόνωσης, όπου η σάτιρα, τα σκωπτικά τραγούδια και η αθυροστομία επιτρέπονται. Ή και ενθαρρύνονται…

Θα έλεγα ότι επιβάλλονται! Πώς, αλλιώς, θα υποδεχτούμε την άνοιξη; Πώς, αλλιώς, θα υποδεχτούμε το «φως» και θα φύγουμε από το «σκοτάδι»; Πρέπει να γίνει μια αλλαγή, μια «μεταμόρφωση».

Όλα αυτά βασίζονται σε έθιμα της αρχαιότητας, δεν είναι καινούργια πράγματα. Με σοφία τα έχουν φτιάξει οι άνθρωποι, για να κάνουν το πέρασμα από τη μια εποχή στην άλλη.

Κι ενέχουν έναν βαθύ συμβολισμό.

Όλα ξεκινούν από τον Διόνυσο, αλλά και από πιο παλιά, από τα Λουπερκάλια στην αρχαία Ρώμη. Πρόκειται για μία ποιμενική γιορτή προς τιμήν του Λούπερκους.

Θυσίαζαν ζώα κι ύστερα φορούσαν τα δέρματα, ημίγυμνοι από τη μέση και πάνω. Στη μέση φορούσαν κουδούνια, κάτι που το βλέπουμε και σήμερα ανά περιοχές. Τα κουδούνια διώχνουν το κακό. Στα Λουπερκάλια κρατούσαν στα χέρια τους δέρματα ζώων, λουριά, και χτυπούσαν τη γη και τις γυναίκες για ευγονία και γονιμότητα. Η πατριαρχία «κρατάει» από εκείνα τα χρόνια.

Στα Ανθεστήρια, τις γιορτές προς τιμήν του Διόνυσου, συμμετείχαν -κι αυτό είναι το φοβερό- άντρες και γυναίκες μαζί. Φορούσαν μάσκες, προσωπίδες, και έβγαιναν, έπιναν, χόρευαν κι αργότερα έκαναν τις πομπές με τους φαλλούς.

Υπάρχει σε ένα αγγείο μία πάρα πολύ ωραία απεικόνιση, όπου γυναίκες σπέρνουν σε ένα χωράφι φαλλούς. Αυτό είναι ένα έθιμο που το βρίσκουμε, έτσι όπως ήταν στην αρχαία Αθήνα, στον Τύρναβο. Κάποια στιγμή, βέβαια, διάβασα ότι απαγορεύτηκε. Αλλά, τελικά, «κυλάει» τόσο πολύ μέσα στο αίμα μας, που δεν μπορείς να απαγορεύσεις τέτοια πράγματα. Είναι μία πολύ μεγάλη γιορτή ευγονίας, γονιμότητας και υποδοχής της άνοιξης.

Στα Θεσμοφόρια συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες, οι οποίες πήγαιναν στην Ελευσίνα και έμεναν τρεις μέρες. Τη δεύτερη μέρα, λοιπόν, κάθονταν κατάχαμα κι έλεγαν ερωτικές ιστορίες, προκειμένου να κυλήσει ο χρόνος πιο εύκολα μέχρι να επιστρέψουν πίσω.

Είναι κάτι σαν το έθιμο της Μπάμπως, που συναντούμε στις Σέρρες. Οι γυναίκες για μία μέρα είναι έξω στους δρόμους, έχοντας τον «πρώτο λόγο», και οι άντρες ασχολούνται με τις λοιπές δουλειές. Τότε, έδιωχναν τους άντρες -είναι αυτό που λέμε, σήμερα, «κύκλος γυναικών»- κι έλεγαν τέτοιες ιστορίες. Ήταν κι ένας τρόπος σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των κοριτσιών.

Να μην το χάσουμε αυτό, κυρίως εμείς οι γυναίκες. Αυτή η σεξουαλικότητα που καλλιεργούνταν εκείνη την ώρα, ήταν ιερή. Είχε γέλιο, και το γέλιο είναι πηγή ζωής. Ανακινούνταν η λίμπιντο, «ζωντάνευαν» όλες οι αισθήσεις.

Σε περιοχές όπως η Πάτρα ή η Ξάνθη, όμως, παρακολουθούμε ένα άλλου είδους καρναβάλι.

Αυτές οι περιοχές είναι επηρεασμένες, περισσότερο, από τη δυτική Ευρώπη. Έχουν «αντιγράψει» το καρναβάλι της Ρώμης.

Έβλεπα, για παράδειγμα, στιγμιότυπα από τις προετοιμασίες του καρναβαλιού στην Κέρκυρα. Δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά που λέμε εμείς και γίνονται στη Δράμα, στον Τύρναβο, στον Σοχό…

Στην Αγιάσο, στη Μυτιλήνη, κάνουν αγώνες ψευδολογίας, σατιρίζοντας ο ένας τον άλλο. Αν δεν είσαι ντόπιος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λένε. Αλλά έχουν το σκώμμα και το πείραγμα πολύ έντονα.

Στη Θήβα κάνουν αναπαράσταση τον βλάχικο γάμο, όπου σμίγει ο γαμπρός με τη νύφη. Στη Θράκη έχουν το έθιμο του Καλόγερου.

Όλα αυτά έχουν παλιές ρίζες και διαπιστώνω ότι περικλείουν και μια ιερότητα, δηλαδή αυτό που λέμε «ιερό – άσεμνο». «Τίποτα που είναι φυσικό, δεν έχει ασέβεια», όπως λέει ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας.

Μ’ αυτήν την «ασέβεια» μπορούμε να «ανασάνουμε». Και ειδικά τώρα, που οι καιροί είναι τόσο δύσκολοι, πόση ανάγκη έχει ο κόσμος από μια στιγμή βαθιάς ανάσας, γέλιου… Γιατί, τι είναι το γέλιο; Καμιά φορά, απ’ το πολύ γέλιο δεν δακρύζουμε; Φεύγουν, λέει, τα κρατημένα δάκρυα και «ανασαίνουμε» ξανά, ζούμε ξανά. Δεν είναι ιερό, τώρα, όλο αυτό;

Τα τραγούδια στην Κοζάνη έχουν το ίδιο ρυθμικό μοτίβο, όπως τα Αναστενάρια. Αυτό το «τριαράκι» στα Αναστενάρια οδηγεί σε έκσταση και μπορούν, αυτοί που χορεύουν ατελείωτες ώρες πάνω στον ίδιο ρυθμό, πάνω στο ίδιο μοτίβο, να πατήσουν επάνω στα κάρβουνα. Το ίδιο δεν γίνεται και με τα αθυρόστομα; Ατελείωτες ώρες, εκεί στην Κοζάνη, δεν τραγουδούν και χορεύουν;

Όλα αυτά, για μένα, είναι σύνδεση. Το παλιό θα σου δώσει δύναμη για να προχωρήσεις και να φτάσεις σε κάτι καινούργιο, έχοντας τις ρίζες του στην παράδοση χωρίς, οπωσδήποτε, να την αναπαράγεις έτσι όπως μας παραδόθηκε. Η παράδοση είναι ένα πράγμα πολύ «ζωντανό». Δεν είναι «μουσειακό» είδος για να το πάρεις και να το κάνεις έτσι ακριβώς, αλλά να μπεις μέσα σε αυτό το κομμάτι, να το «γευτείς» και να δημιουργήσεις κι εσύ το δικό σου.

Τα λέω όλα αυτά με πολύ μεγάλο σεβασμό πάντα, αλλά δεν μπορώ να μένω και στα στερεότυπα. Μέσα στην παράδοση υπάρχουν και στερεότυπα και ένα σωρό άλλα πράγματα, που δεν μου αρέσουν.

Σε μερικά παραμύθια θα συναντήσεις τη φράση: «Μέσα από το πηγάδι πετιέται ένας αράπης». Ε, στις αφηγήσεις μου δεν θα πω τη λέξη «αράπης». Εκείνα τα χρόνια, ο αράπης ήταν σύμβολο. Τώρα, όμως, δεν είναι. Χρησιμοποιώ κάτι άλλο, χωρίς να αλλοιώνεται η δομή της ιστορίας, αλλά δεν μπλέκω με στερεότυπα.

Ποια στοιχεία θα μπορούσαν να καταστήσουν επιτυχημένο ένα αποκριάτικο αφήγημα; Υπάρχουν κάποιες τεχνικές, που χρησιμοποιούνται, για να ενισχυθεί το χιούμορ ή η σάτιρα;

Όλα είναι σύντομα. Οι ιστορίες έχουν τον χαρακτήρα που έχουν και τα ανέκδοτα, και δεν «παίζεις» μόνο με τον λόγο. Δεν στέκεσαι κι απλά λες την ιστορία. «Παίζεις» με ολόκληρο το σώμα σου, με ολόκληρο το «είναι»· με χειρονομία, με γκριμάτσα, επιστρατεύεις μια ολόκληρη μιμική για να μπορέσεις να αποδώσεις την ιστορία.

Και, όσον αφορά στον ρυθμό, η παύση και η ανατροπή θα δημιουργήσουν το γέλιο. Έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουμε, τεχνικά, τις ιστορίες που είναι πιο «πικάντικες», πιο ανατρεπτικές, που έχουν το πείραγμα και το σκώμμα μέσα.

Ανθή, θα μοιραστείς μαζί μας μια «πικάντικη» ιστορία;

Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο ανέκδοτο, «Οι φιλενάδες», το οποίο «ταξίδεψε» από το στόμα στο αφτί και από το αφτί στο στόμα. Είναι, λοιπόν, δύο φιλενάδες, οι οποίες τα κάνουν όλα μαζί και λέει μια μέρα η μία στην άλλη:

-Μαρή, ιγώ σήμιρα θα βγω ραντιβού.

-Τι είν’ μαρή του ραντιβού;

-Άι μαρή χαζιά, δεν ξερ’ς τίπουτα. Πώς πάν’ δυο στα σιργιάνια;

-Καλά. Πάινι ‘σύ, ιγώ θα σι πιριμένω.

Πέρασαν δυο, τρεις, πέντε, εφτά ώρες. Κάποια στιγμή γύρισε πίσω. Ρωτάει η άλλη:

-Πώς πέρασις;

-Πουλύ ουραία.

-Πού πήγιτι;

-Μι πήγι σ’ ένα μπαρ.

-Μπαρ; Τι είν’ μαρή του μπαρ;

-Άι μαρή χαζιά, δεν ξερ’ς τίπουτα. Πώς έχουμι ιμείς του παμπ-κλαμπ στου χουριό; Έτσ’ είν’ και του μπαρ.

-Κι ύστ’ρα;

-Ύστ’ρα μι κέρασι ένα σφινάκι.

-Τι είν’ μαρή του σφηνάκι;

-Άι μαρή χαζιά, δεν ξερ’ς τίπουτα. Πώς έχουμι ιμείς του βερμούτ στου χουριό; Μι κέρασι αυτό, σ’ ένα μικρούτσ’κο και στενούτσ’κο πουτηράκι.

-Α, καλά, Κι ύστ’ρα;

-Ύστ’ρα μι πήγι στου σπίτι τ’, στ’ γκαρσουνιέρα.

-Γκαρσουνιέρα; Τι είν’ μαρή η γκαρσουνιέρα;

-Άι μαρή χαζιά, δεν ξερ’ς τίπουτα. Πώς έχουμι ιμείς τα σπίτια στου χουριό; Λίγο πιο μικρούτσ’κο και στενούτσ’κο.

-Κι μιτά;

-Μιτά έβαλι ένα σιντί.

-Σιντί; Τι είν’ μαρή του σιντί;

-Άι μαρή χαζιά, δεν ξερ’ς τίπουτα. Πώς έχουμι ιμείς την πλάκα στου χουριό; Λίγο πιο μικρούτσ’κο και στενούτσ’κο. Ένα ασημένιο πραγματάκι, που του βάζ’ σ’ ένα μηχάνημα κι παίζ’ μουσική.

-Κι μιτά;

-Ύστ’ρα κατέβασι του παντελόνι τ’ και μι ‘πε να βάλου του πέους τ’ στου στόμα μ’.

-Πέους; Τι είν’ μαρή του πέους;

-Άι μαρή χαζιά, δεν ξερ’ς τίπουτα. Πώς έχουμι ιμείς την π0ύτσ@ στου χουριό; Λίγο πιο μικρούτσ’κο και στενούτσ’κο.

Νομίζω ότι, ο καθένας, μπορεί να προσθέσει πολλά πράγματα…«μικρούτσ’κα και στενούτσ’κα»!

Πιστεύεις ότι, η κοινωνία μας, είναι «ανοιχτή» ή πιο συντηρητική σε τέτοια ακούσματα σε σχέση με το παρελθόν;

Θα κάνω έναν άλλου είδους διαχωρισμό. Οι άνθρωποι στα χωριά είναι πιο κοντά στην παράδοση και σε όλα αυτά τα τελετουργικά. Δεν ντρέπονται. Γελούν πάρα πολύ. Οι άνθρωποι της επαρχίας το κρατούν το τελετουργικό κομμάτι της παράδοσης. Μπορεί όχι σε όλα, αλλά το κρατούν. Οι άνθρωποι της πόλης έχουν αποξενωθεί.

Μεγαλώνουμε σε ένα «αποστειρωμένο» περιβάλλον, μακριά από αυτά που, παλιά, θεωρούνταν φυσιολογικά. Οι Απόκριες, άλλωστε, ήταν ένα μικρό διάλειμμα στη συντηρητική ζωή που έκαναν.

Η Ανθή Θάνου συνεχίζει με τα εργαστήρια αφήγησης στον Πολυχώρο Τέχνης Alte Fablon, στο Μουσείο Φωτογραφίας για ηλικίες 65+ καθώς και με τις παιδικές παραστάσεις στο βιβλιοπωλείο Γιάφκα