Αλέξανδρος Πλωμαρίτης στο TheOpinion: «Πιστεύω στην αυθεντικότητα της στιγμής»
Ο performance artist, Αλέξανδρος Πλωμαρίτης, μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη.
Το σώμα είναι απόλυτα και πολυδιάστατα παρόν στην εικαστική πορεία του Αλέξανδρου Πλωμαρίτη και ως τέτοιο «πρωταγωνιστεί» στην Έκθεση με τίτλο: «Becoming a Ghost», η οποία παρουσιάζεται στο MOMus – Πειραματικό Κέντρο Τεχνών έως τις 25 Οκτωβρίου.
Στην Έκθεση «Becoming a Ghost», μέσα από φωτογραφίες, βίντεο και εγκαταστάσεις, ο Αλέξανδρος Πλωμαρίτης εξερευνά την επιτελεστικότητα του σώματος ως φαντασματική υπόσταση. Το σώμα περιπλανάται σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Άλλοτε δείχνει εκτεθειμένο, άλλοτε ενσωματωμένο κι άλλοτε παράταιρο στον εκάστοτε χωρικό και κοινωνικό ιστό.
«Πιστεύω ότι ο καθένας θα βρει κάτι, το οποίο μπορεί να του κινήσει το ενδιαφέρον και να περιηγηθεί σαν ένα “φάντασμα”, αν θέλει, ή αφιερώνοντας παραπάνω χρόνο, με περισσότερο κέφι», αναφέρει ο Αλέξανδρος Πλωμαρίτης στο TheOpinion.

Αλέξανδρε, ζεις και εργάζεσαι μεταξύ Βρυξελλών και Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, τι σε γυρίζει, κάθε φορά, πίσω στην πόλη;
Η Θεσσαλονίκη είναι το «σπίτι» μου, η βάση μου. Κατά καιρούς, πραγματοποιώ κι άλλες δράσεις στην πόλη, συνεργάζομαι με καλλιτέχνες, φορείς αλλά και ιδιωτικούς χώρους φίλων.
Με ελκύουν συχνά τα project τους. Παίρνω κι εγώ μέρος, δεν θέλω να τα αφήνω πίσω μου.
Χρησιμοποιείς το σώμα ως κεντρικό μέσο έκφρασης. Γιατί το επέλεξες;
Από το 2008 και μετά, είμαι ενεργά performance artist. Σπούδασα αγγλική φιλολογία και υποκριτική, αλλά, τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, κατάλαβα ότι δεν ανήκω εκεί.
Εξαιτίας ενός μαθήματος performance, συνειδητοποίησα ότι με ελκύει περισσότερο αυτή η μορφή τέχνης, η οποία έχει να κάνει άμεσα με το σώμα ως εργαλείο -ένα εκτεθειμένο σώμα ή και μη.

Στην αρχή, αυτή η δημόσια έκθεση σε «τρόμαξε»; Χρειάστηκες χρόνο για να συμφιλιωθείς μαζί της;
Όχι ιδιαίτερα. Είχα συνηθίσει, λόγω των σπουδών μου στο θέατρο, και δεν συνάντησα κάποιο θέμα.
Έχω την τάση να μην επαναλαμβάνω τις δράσεις μου, πιστεύω στην αυθεντικότητα της στιγμής. Κάθε performance είναι διαφορετική σε σχέση με την έκθεση και το κοινό· πολλές φορές, ζητάω τη συμβολή του και δεν ξέρεις πώς θα συμπεριφερθεί ο θεατής.
Κάποιες φορές η συνθήκη είναι όμορφη, άλλες μπορεί να γίνεται «ενοχλητική». Εκεί, όμως, κρύβεται η «μαγεία» αυτής της τέχνης.
Έχεις αφήσει κάποια ιδέα ανολοκλήρωτη, επειδή το σώμα σου δεν την άντεξε;
Δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτό που έχει συμβεί, όμως, είναι να μειωθεί η διάρκεια μιας δράσης, καθώς δεν είχα άλλες αντοχές να την τελειώσω.
Δηλαδή, είχα προγραμματίσει και ήξερε το κοινό ότι πρόκειται για μια δράση σαράντα λεπτών, η οποία, τελικά, διήρκησε είκοσι. Κάποιοι παραπονέθηκαν γι’ αυτό, περίμεναν κάτι παραπάνω.

Το σώμα αλλάζει, κουράζεται, μεταμορφώνεται. Αυτές οι μεταβολές επηρεάζουν τη δουλειά σου;
Σίγουρα την επηρεάζουν. «Ακούω» πρώτα το σώμα μου και μετά τι λέει ο νους. Κι όταν πει το σώμα «Σταμάτα!», είτε αυτό συμβαίνει εξαιτίας μιας ασθένειας είτε μιας μεγάλης ταλαιπωρίας ή κούρασης, πρέπει να το «ακούμε».
Έτσι, την περίοδο που τυγχάνει να έχω μια performance και ξέρω ότι αυτή έχει μεγάλη διάρκεια, παράλληλα ξεκουράζομαι, τρώω καλύτερα, γυμνάζομαι, περπατάω. Άλλες φορές, πάλι, δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για προεργασία.
Και σε αυτό κρύβεται μια ομορφιά. Βλέπεις ότι το σώμα έχει μάθει, έχει δουλευτεί και θα τη φέρει εις πέρας. Απλώς θα κουραστεί διπλάσια, όπως συμβαίνει και σε άλλες δουλειές.
Νομίζω πως ήρθε η ώρα να μας ξεναγήσεις στην τωρινή σου Έκθεση, «Becoming a Ghost».
Πρόκειται για μία Έκθεση, η οποία αποτελείται από τριάντα φωτογραφίες – performance για την κάμερα. Είκοσι πέντε από αυτές αποτυπώθηκαν τα τελευταία τρία, περίπου, χρόνια που ζω στο Βέλγιο, και άλλες πέντε στη Θάσο και στο Παγγαίο όρος. Επίσης, υπάρχουν τρία βίντεο και τρεις εγκαταστάσεις.
Τα βίντεο αφορούν στο θέμα της προσφυγιάς, από ντοκουμέντα παιδιών από το Αφγανιστάν. Ένα από αυτά προβάλλει την προσμονή και τον χρόνο που χρειάζεται, ώστε, αυτά τα παιδιά, να πάρουν τη θετική είτε την αρνητική απάντηση ασύλου. Το τελευταίο βίντεο αναφέρεται στην αποικιοκρατία και πόσο επωφελήθηκαν οι Βόρειες χώρες της Ευρώπης, χρησιμοποιώντας, όμως, σε άσχημο βαθμό την κατάχρηση και την παραμονή τους, συγκεκριμένα στο Κονγκό. Παράλληλα, πραγματεύεται το γεγονός ότι κάποιοι εναντιώθηκαν σε αυτόν τον πλούτο της αποικιοκρατίας, στα «λεφτά βαμμένα με αίμα».
Αναφορικά με τις εγκαταστάσεις, η μία έχει να κάνει με το ταξίδι ενός νεαρού πρόσφυγα προς το Βέλγιο, χρησιμοποιώντας κεραμικά που έφτιαξα με τη βοήθεια των Έκτορα Μαυρίδη και Γιάννη Σταμενίτη. Σε μία άλλη εγκατάσταση χρησιμοποιώ το περίγραμμά μου σε έναν καθρέφτη αλλά και σε έναν θρυμματισμένο καθρέφτη, αντίκρυ το ένα με το άλλο.
Υπάρχει κι ένα γραπτό, γραμμένο πάνω σε ένα λευκό ύφασμα. Σχετίζεται με το πώς ένιωθα μια συγκεκριμένη στιγμή, πριν δύο χρόνια και προτού ξεκινήσω αυτήν τη δουλειά, και πώς ζω τις πραγματικότητες του μετανάστη όντας ο ίδιος μετανάστης, αλλά τυχερός έχοντας το διαβατήριό μου στην Ευρώπη. Στις Βρυξέλλες, δουλεύω στον τομέα των ζητημάτων των προσφύγων, των ατόμων που τόσο ταλαιπωρούνται για να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό και να αποκαλέσουν κάτι «σπίτι».
Είναι δύο πραγματικότητες, σε μία πολύ πλούσια χώρα, και το παράδοξο «χτυπάει» εκεί ακριβώς. Πολλοί Βέλγοι δεν ξέρουν ότι σε αυτήν τη γωνία που στεγάζουν χίλιους διακόσιους πρόσφυγες, αυτοί έχουν έρθει από τον πόλεμο, κατευθείαν από την Παλαιστίνη αυτήν τη στιγμή. Βλέπεις άτομα «κατεστραμμένα», κι έχεις να βιώσεις και να περάσεις μαζί τους τη δική τους πραγματικότητα.

Μου μίλησες για μία Έκθεση, η οποία βασίζεται σε δικά σου βιώματα. Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης ή έργο καλλιτέχνη, που να πρόσθεσε επιπλέον στοιχεία στον τρόπο που, εσύ, αντιμετωπίζεις την τέχνη;
Είχα την τύχη το 2008, τελειώνοντας το μεταπτυχιακό μου, να εργαστώ στο Artsadmin για τρεις μήνες, όπου και συνεργάστηκα με μεγάλους καλλιτέχνες, όπως η Bobby Baker ή o Mem Morrison.
Δούλευα στην παραγωγή για αυτούς και έμαθα πολλά. Εκτιμώ τη δουλειά τους, αλλά η πρακτική τους είναι διαφορετική. Δεν είναι στα δικά μου μέτρα. Έχω συνεργαστεί, επίσης, με τον Ulay και τον Manuel Vason.
Το «σοκ» και αυτά που με παρότρυναν, είναι οι δουλειές του Franko B και του Ron Athey. Συγκεκριμένα, μου αρέσει πώς αντιστέκεται ο Franko B, πώς «μιλάει» στο «σήμερα», που δεν φοβάται. Έχει ξεπεράσει τα όρια προ πολλού, είναι από μόνος του ένα ζωντανό «σχολείο». Τη δουλειά του, πολλές φορές την επισημαίνω και την επεξεργαζόμαστε με τους φοιτητές στα πανεπιστήμια που διδάσκω.
Ανέφερες ότι δεν συνηθίζεις να επαναλαμβάνεις τις δράσεις σου. Ποια performance, όμως, «κουβαλάς» μαζί σου μέχρι σήμερα;
Οι δύο δράσεις που αγαπώ πάρα πολύ, είναι αυτές που έκανα με τη Μαρία Κρεμέτη, γιατί μας «δένει» ένα παρελθόν, ένα παρόν κι ένα μέλλον. Συνεργατικές δουλειές, δηλαδή. Όπως, επίσης, και με τον Αμελαδιώτη και τον Γεροντίδη.
Αυτές που «κουβαλώ» και αγαπώ περισσότερο, όμως, είναι η «Self-Reflectio» στο Venice International Performance Art Week και αυτήν που έκανα στο CIPAF, στη Λευκωσία. Αποτελούν ένα πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο, με ενδιαφέρει να θίγω τέτοια θέματα. Είμαι χαρούμενος με τον εαυτό μου, γιατί νιώθω ότι έκανα κάτι· πρόσφερα κάτι μ’ αυτόν τον μικρό τρόπο, τον καλλιτεχνικό.

Αλέξανδρε, η τέχνη φέρνει, παράλληλα, στην επιφάνεια και το ζήτημα του βιοπορισμού. Τι έχεις να σχολιάσεις πάνω σε αυτό;
Κανένας καλλιτέχνης δεν ζει μόνο από την τέχνη του. Γύρω στο 5-10% -μακάρι, δηλαδή, να είναι τόσοι- καταφέρνουν να πουλάνε έξω, να παίρνουν μέρος σε μεγάλα events και στα οποία αναγνωρίζεται η δουλειά τους.
Ειδικά στο δικό μας κομμάτι, πληρωνόμαστε σχεδόν πενιχρά όσον αφορά στα φεστιβάλ και τις δράσεις, όταν αυτές πραγματοποιούνται. Ναι μεν κάποιοι οργανισμοί μας παρέχουν περισσότερα, αλλά κάποιοι άλλοι τα απολύτως βασικά.
Άρα, λοιπόν, μιλάμε για μια τέχνη, την οποία πρέπει να συνδυάσεις και με κάτι άλλο για βιοποριστικούς λόγους. Είναι μια συνεχόμενη αλληλεπίδραση ανάμεσα στην καθημερινότητα και την καλλιτεχνική δουλειά, και μια αντιπαράθεση για το πού ξοδεύεις τον περισσότερο χρόνο…
Με την πάροδο του χρόνου, βέβαια, το καλό είναι ότι οι καλλιτέχνες μπορούν -και το εύχομαι σε όλους- να ζουν περισσότερο από την τέχνη τους παρά από μια άλλη δουλειά.

Πληροφορίες
Έκθεση «Αλέξανδρος Πλωμαρίτης. Becoming a Ghost»
MOMus – Πειραματικό Κέντρο Τεχνών (Αποθήκη Β1, Προβλήτα Α’, Λιμάνι Θεσσαλονίκης)
Διάρκεια: Έως τις 25 Οκτωβρίου 2025
Επιμέλεια: Ειρήνη Παπακωνσταντίνου, Ιστορικός της τέχνης, Επιμελήτρια MOMus – Πειραματικού Κέντρου Τεχνών
Πρόγραμμα παράλληλων δράσεων
Σάββατο 04/10 στις 20:00
Pop up δράση | Επιμέλεια: Αλέξανδρος Πλωμαρίτης
Φοιτήτριες και φοιτητές του Tμήματος Eικαστικών και Eφαρμοσμένων Tεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. παρουσιάζουν, με μια συλλογική performance στον εξωτερικό χώρο του MOMus – Πειραματικoύ Κέντρου Τεχνών, το αποτέλεσμα μιας σειράς εργαστηριακών συναντήσεων με τον Αλέξανδρο Πλωμαρίτη γύρω από τις θεματικές της Έκθεσης.
Η έκδοση του εισιτηρίου γίνεται διαδικτυακά.
Σάββατο 18/10 στις 20:00
Μουσική performance με τον Kareem Samara | Επιμέλεια: Δάφνη Τραγάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας & Martin Stokes, Professor of Music, King’s College London
Η δουλειά του Kareem Samara (Palestinian – London based) συνδυάζει παραδοσιακά αραβικά και δυτικά ακουστικά όργανα μαζί με ηλεκτρονικά συστήματα, δημιουργώντας μοναδικά ηχοτοπία και performances. Πραγματεύεται τις έννοιες της διασπορικής ταυτότητας και τις απο-αποικιακές προσεγγίσεις, και δυνατότητες του ήχου και της μουσικής.
Συνδιοργάνωση: International Workshop in Theory and Sound, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Beyond 1932: Rethinking Musical Modernity in the Middle East and North Africa (King’s College London, ERC/UKRI)
Η έκδοση του εισιτηρίου γίνεται διαδικτυακά.