Αιμιλία Βάλβη στο TheOpinion: «Ήθελα μια πιο ανθρώπινη επαφή με τα πράγματα, τους ανθρώπους και το κοινό – Αν κάτι με ανακουφίζει, είναι η τέχνη»
Η ηθοποιός Αιμιλία Βάλβη, με αφορμή την παράσταση «Ψυχολογία Συριανού συζύγου: Χριστίνα», μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη
Βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Εμμανουήλ Ροΐδη, το έργο «Ψυχολογία Συριανού συζύγου: Χριστίνα», παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Τ, για τρεις παραστάσεις: 13, 14 και 15 Φεβρουαρίου.
Η αγάπη για τον τόπο καταγωγής της, τη Σύρο, και η γλώσσα που χρησιμοποιεί στα λογοτεχνικά του κείμενα ο Συριανός λόγιος αποτέλεσαν την κύρια αφορμή ώστε η ηθοποιός, Αιμιλία Βάλβη, να ασχοληθεί με τη διασκευή και δραματουργική επεξεργασία του έργου «Ψυχολογία Συριανού συζύγου: Χριστίνα», στο οποίο και ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Στο τιμόνι της σκηνοθεσίας βρίσκεται ο σύζυγός της, ακαδημαϊκός, θεατρικός σκηνοθέτης και κινηματογραφιστής, Γιάννης Λεοντάρης.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η νουβέλα «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», αν κι έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές στην ελληνική θεατρική σκηνή, είναι η πρώτη φορά που ερμηνεύεται από γυναίκα.

Κυρία Βάλβη, γιατί επιλέξατε να δραματοποιήσετε το συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο του Ροΐδη;
Να σας πω, αρχικά, ότι είμαι Συριανή. Είναι σημαντικό για ‘μένα, γιατί με καθορίζει πολύ η Σύρος. Κι ο Ροΐδης ήταν Συριανός…και μιλάμε στο έργο για έναν Συριανό σύζυγο.
Είναι ένα κείμενο που μεγάλωσα με αυτό, το αγαπώ και με γοητεύει από πολύ μικρή. Μιλάει για μέρη τα οποία περπατούσα, περπατάω και τα γνωρίζω. Η ομορφιά αυτού του νησιού με έχει «στοιχειώσει» σε πολλά πράγματα. Με καθορίζει η αστική κουλτούρα αυτής της πόλης, της Ερμούπολης. Και με μια φινέτσα που εξακολουθεί να έχει, είναι πολύ ιδιαίτερη και πολύ διαφορετική από τα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδος. Είμαι Συριανή και είμαι περήφανη γι’ αυτό.
Ένα δεύτερο κομμάτι είναι η γλώσσα. Αυτός ο πλούτος που στερούμαστε με κάποιον τρόπο σήμερα, στην καθημερινή ζωή δεν ξέρω ποιον μπορεί να γοητεύει, αλλά για έναν ηθοποιό είναι πολύ μεγάλη πρόκληση και του ανοίγει ένα κανάλι άλλο επικοινωνίας· και με τον εαυτό του και με τις δεξιότητές του, που πρέπει οπωσδήποτε να κάνει έναν πολύ μεγαλύτερο κόπο. Κι αυτό τον αναγκάζει να μπει σε μια «άβολη» διαδικασία, που τον οδηγεί κάπου αλλού. Κι όσο μεγαλώνουμε, είναι πάρα πολύ σημαντικό για έναν καλλιτέχνη να εξελίσσεται και να βάζει «τρικλοποδιές» στον εαυτό του για να πηγαίνει λίγο παραπέρα. Επιπλέον, με τη γλώσσα ασχολούμαι κι ως δασκάλα αγωγής του προφορικού λόγου και με απασχολεί πάρα πολύ. Είναι η τέταρτη φορά που ασχολούμαι με κείμενο της καθαρεύουσας. Πιστεύω ότι, πραγματικά, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για έναν ηθοποιό.
Εξίσου σημαντικό είναι το θέμα της νουβέλας αυτής, το οποίο είναι ένας αντρικός μονόλογος· ένας άντρας που εξομολογείται πώς αποφάσισε να παντρευτεί το αντικείμενο του πόθου του, τη Χριστίνα, για να πάψει να είναι ερωτευμένος. Γιατί δεν αντέχει το συναίσθημα του έρωτα, τον διαλύει, τον αποσυντονίζει και δεν μπορεί να συγκεντρωθεί σε όλα αυτά που θα ήθελε να κάνει. Και, εντούτοις, ο τρόπος αυτής της γυναίκας τον κάνει να την ερωτευτεί ακόμα περισσότερο.

Αποφάσισα, λοιπόν, αλλάζοντας το πρόσωπο, την οπτική –γιατί πάντα, σε αυτήν την ιστορία, η γυναίκα είναι το βουβό πρόσωπο- να αντιστρέψω, κατά κάποιον τρόπο, τους ρόλους. Κι αντί να είναι πρωτοπρόσωπη η αφήγηση, εκείνος να λέει αυτά που θέλει να πει, είναι η γυναίκα σα να ξέρει όλα αυτά που λέει εκείνος για εκείνην και την αφορούν. Αλλάζοντας την αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο, αποκαλύπτονται όλα τα στερεότυπα μιας πατριαρχίας που βασανίζει και τους δυο. Αν είναι κάτι που με ενδιέφερε στην έρευνα που έκανα για αυτήν την παράσταση, ήταν ότι δεν είναι ένα φεμινιστικό μανιφέστο που πρέπει να «φορέσουμε» σε έναν λόγο του 19ου αιώνα, σε καμία περίπτωση, αλλά εάν αυτό το κείμενο μπορεί να συνομιλήσει με το σήμερα και πώς αυτή η συνθήκη της πατριαρχίας βασανίζει εξίσου και τα δύο φύλα. Είναι μια παγίδα και για τον άντρα, για τον σύζυγο, και, προφανώς, και για τη σύζυγο.
Υπό αυτή την οπτική, λοιπόν, επέλεξα το κείμενο. Να πω ότι είναι αποτέλεσμα μιας ερευνητικής διαδικασίας, το πρακτικό μέρος του μεταπτυχιακού μου βασίστηκε πάνω στο κείμενο αυτό.
Λέγοντας η Χριστίνα όσα σκέπτεται εκείνος για εκείνη, χωρίς να αλλάξουμε τίποτα στο κείμενο, έχει μια τελείως άλλη σημασία πια. Έχουν προστεθεί από μεριάς μου -και φυσικά με την παρότρυνση και κατεύθυνση του σκηνοθέτη, του Γιάννη του Λεοντάρη- κάποια σημεία που είναι «ανοιχτό» το κείμενο, σε αυτοσχέδιο λόγο. Όπου, πια, είναι στη δημοτική βέβαια. Είναι στο εδώ και στο τώρα, για να επανέρχεται ο θεατής στην παρούσα κατάσταση και στην παρούσα συνθήκη και γιατί είναι ένας αυτοσχέδιος λόγος, ψάχνοντας εκείνη τη στιγμή έναν γυναικείο λόγο με ό, τι μπορεί να σημαίνει αυτό: Ποιος είναι ο γυναικείος λόγος; Υπάρχει γυναικείος λόγος; Έχουμε μεγαλώσει, όλα αυτά τα χρόνια, με έναν λόγο που δεν ξέρουμε αν είναι «φορεμένος», αν είναι κοντά στη φύση μας. Υπάρχει βιολογικό φύλο; Δεν υπάρχει; Όλα αυτά που είναι «ανοιχτά» κι είναι ερωτήματα που δεν είναι απαραίτητο, κιόλας, να απαντηθούν μέσα σε μια παράσταση. Είναι εκεί για να τα διαπραγματευτούμε.
Πότε παρουσιάστηκε, για πρώτη φορά, στο κοινό η παράσταση «Ψυχολογία Συριανού συζύγου: Χριστίνα»;
Παίχτηκε πρώτη φορά το ’22, τέτοια εποχή. Κλείνουμε έναν χρόνο. Με επιλογή ξεκινήσαμε από την Περιφέρεια και σιγά σιγά προσεγγίζουμε τις μεγάλες πόλεις. Ξεκινήσαμε από τη μικρή μας Αργολίδα, όπου είναι και η έδρα του πανεπιστημίου και το Ναύπλιο, ο τόπος κατοικίας μας τα τελευταία δέκα χρόνια. Μας ενδιαφέρει πολύ και το κομμάτι εκτός Αθήνας, εκτός κέντρου.
Μόλις τελείωσα τη σχολή, το όνειρό μου ήταν να επιστρέψω στην πατρίδα μου, τη Σύρο. Και, μάλιστα, ήταν μια ευνοϊκή συνθήκη. Το Υπουργείο Πολιτισμού επιχορηγούσε εμένα, ένα εικοσιτριάχρονο κορίτσι τότε, να κάνω το δικό μου θεατρικό σχήμα, τη δική μου ομάδα και να πειραματιστώ. Είχα την ομάδα μου δεκατρία χρόνια, με έδρα τη Σύρο, όπου όμως, αναγκαστικά, έπρεπε να παίζουμε στην Αθήνα. Δεν γινόταν να σταθούμε επαγγελματικά και να συντηρηθούμε. Ούτε δημοσιογράφοι έρχονταν να μας δουν, ποτέ. Παίζαμε, δηλαδή, στη Σύρο και παίζαμε μετά και στην Αθήνα, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.
Ήταν από πολύ νωρίς το αίτημά μου να φύγουμε από την Αθήνα και κάνουμε πράγματα σε άλλη κλίμακα. Όχι κλίμακα ποιοτική, σε καμία περίπτωση. Σε άλλη κλίμακα, για να μπορέσει να υπάρξει μια έρευνα και μια συγκέντρωση. Αυτή η «χαοτική» πόλη, εμένα κάπως με αποσυγκέντρωνε πολύ. Ήθελα μια πιο ανθρώπινη επαφή με τα πράγματα, τους ανθρώπους και το κοινό. Αυτό είναι που με προβληματίζει. Γιατί, στις μεγάλες πόλεις, τα πράγματα είναι λίγο απρόσωπα, με το καλό που μπορεί να ενέχει κι αυτό. Είναι ο καθένας πώς το αντέχει.

Θα μου επιτρέψετε να χαρακτηρίσω το εγχείρημα αυτό ως ένα χειροποίητο προϊόν. Εκτός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο και τη δραματουργική επεξεργασία, έχετε επιμεληθεί μέχρι και τα κοστούμια του έργου.
Αυτό προέκυψε, γιατί ήρθε η καραντίνα. Κλειστήκαμε μέσα στο σπίτι. Αφού, λοιπόν, υπήρχε αυτή η συνθήκη και υπήρχε και χρόνος, ασχολήθηκα και με αυτό, το οποίο το κάνω έτσι κι αλλιώς. Μου αρέσει να ράβω, να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια μου. Οπότε προέκυψε και λίγο από ανάγκη. Κι, έτσι, έραψα και τα κοστούμια.
Είναι μία πολύ προσωπική δουλειά, αυτό είναι η αλήθεια. Και σκηνοθετεί και ο άντρας μου. Είναι όλα μία πολύ προσωπική έκθεση. Και ως ζευγάρι ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η διαδικασία. Πώς ένα ανδρικό βλέμμα, δηλαδή, ορίζει όλη αυτήν την εσωτερική γυναικεία κατάσταση… Ψάχναμε μαζί να βρούμε τις ισορροπίες και από τα δύο βλέμματα, που είναι εξίσου σημαντικό· με τον σκοπό του «μαζί», μήπως μπορούμε να βρούμε κάτι άλλο.
Και η πλάκα είναι ότι, όταν ξεκίνησα την παράσταση, δεν ήταν καθόλου επίκαιρη. Δυστυχώς έγινε επίκαιρη, με τις γυναικοκτονίες που ακούμε. Έγινε ξαφνικά πολύ επίκαιρο το ζήτημα, ενώ αυτό δεν ήταν το θέμα μας. Ήταν μία πολύ προσωπική αναζήτηση. Βεβαίως, το θέμα με τα φύλα, τους ρόλους, τις ταυτότητες δεν παύει να μας «βασανίζει». Έχω και δύο κόρες και κάπως αυτό το θέμα εξακολουθεί να με απασχολεί πάρα πολύ. Και τον άντρα μου. Και ως ανθρώπους και ως καλλιτέχνες. Οπότε, αυτή η παράσταση, πατάει πολύ προσωπικά.
Ξέρετε, αν κάτι μου αρέσει κάτι σε αυτό το επάγγελμα, είναι να γνωρίζω συνεχώς ενδιαφέροντες ανθρώπους. Και το λέω ενοχικά, αλλά δεν έτυχε να «πέσω» πάνω στο όνομά σας ξανά.
Πολύ συνειδητά και από πολύ μικρή, επιδίωκα να είμαι σε ένα «προστατευμένο» περιβάλλον. Σε ένα θέατρο, δηλαδή, το οποίο δεν είναι πάρα πολύ εκτεθειμένο σε μεγάλα σχήματα ή περισσότερο «εμπορικά», που καθόλου δεν τα υποτιμώ.
Απλώς για τους δικούς μου λόγους, κι από ανασφάλεια πολλές φορές και από άλλες αναζητήσεις, βρέθηκα σε πολύ μικρότερα πράγματα και να συνεργάζομαι πάντα –είμαι και λίγο «κακομαθημένη»- με τους δικούς μου «όρους». Κι η απόφαση να φύγουμε από την Αθήνα και να πάμε σε μία μικρή επαρχιακή πόλη, έχει πολύ μεγάλο κόστος και τίμημα σε ζητήματα καριέρας και αναγνωρισιμότητας.
Τη Θεσσαλονίκη, βέβαια, την αγαπάμε πάρα πολύ. Έχω παίξει και στο Κρατικό Θέατρο, πάλι σε σκηνοθεσία του Γιάννη του Λεοντάρη. Δεν είμαστε από το ονόματα που είναι πολύ γνωστή η δουλειά μας, αλλά εδώ είμαστε να μας γνωρίσετε.

Μετά από όλη αυτήν την κουβέντα, θα ήθελα και τη δική σας τοποθέτηση για όσα διαδραματίζονται, το τελευταίο διάστημα, στον καλλιτεχνικό χώρο.
Είναι πολύ θλιβερά όλα αυτά τα πράγματα που ζούμε. Και πρέπει να σας πω ότι κι εμείς είμαστε σε μία εκκρεμότητα… Αν ο κλάδος μας κηρύξει αυτήν την στιγμή απεργία, η παράσταση δεν θα γίνει. Δεν πρόκειται να μην ακολουθήσουμε κι εμείς αυτήν τη συνθήκη.
Να σας πω κιόλας ότι, εγώ, πρώτα τελείωσα τη δραματική σχολή. Ήταν πολύ συνειδητό το τι ήθελα να κάνω. Δεν ήθελα να δώσω πανελλήνιες εξετάσεις. Τελειώνοντας, ωστόσο, τη σχολή, έδωσα εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, στη Θεατρολογία, γιατί θεωρούσα ότι δεν μου έφτανε αυτό ως καλλιέργεια. Κι έχω κάνει και μεταπτυχιακό. Που σημαίνει ότι, ας το πούμε πρακτικά, δεν με «ενδιαφέρει» να με καλύψει αν είμαι απόφοιτη Λυκείου ή όχι. Και, μάλιστα, είμαι από τις απόφοιτους πριν το 2003, που σημαίνει ότι είχα την ισοτιμία πτυχίου για να δώσω κατατακτήριες στο πανεπιστήμιο. Ήμουν από τους λίγους που είχαν όλα τα χαρτιά που χρειάζονταν για μία θέση, οποιαδήποτε στιγμή, στο δημόσιο. Αυτή τη στιγμή διδάσκω, όντως, σε δημόσιο ΙΕΚ υποκριτικής. Βεβαίως, με τις περσινές διατάξεις είχα προτεραιότητα ως ηθοποιός κι όχι ως θεατρολόγος για τα καλλιτεχνικά μαθήματα.
Είναι απαράδεκτο αυτό που συμβαίνει. Δεν υπάρχουν λόγια για αυτήν την αντιμετώπιση, η οποία είναι χρόνια σε εκκρεμότητα. Δεν είναι θέμα κομματικό, είναι πολιτικό. Σαφώς είναι πολιτική που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Είμαστε η μοναδική χώρα που οι καλλιτεχνικές σχολές ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και όχι στο Παιδείας, έχουμε άλλη μεταχείριση. Για ποιον λόγο; Ένα πολύ μεγάλο ερώτημα αυτό. Και γιατί τόσα χρόνια είναι αδιαβάθμητες αυτές οι σχολές;
Και τώρα, και μιλάμε για όλη την καλλιτεχνική εκπαίδευση, υφίσταται μια φοβερή απαξίωση με ισοτιμία απόφοιτου Λυκείου. Κι όσο κι αν ισχυρίζονται ότι εμείς με οντισιόν παίρνουμε δουλειά, δεν ισχύει φυσικά όλα αυτό το πράγμα. Δεν καταλαβαίνω γιατί να αποκλειόμαστε από την καλλιτεχνική εκπαίδευση και να μας βάζει η συνθήκη να «τρωγόμαστε» μεταξύ μας οι θεατρολόγοι με τους ηθοποιούς για το ποιος θα διδάξει, για το αν έχει δικαίωμα να διδάξει…
Είναι πολύ άδικο αυτή τη στιγμή οι καλλιτέχνες να βρίσκονται στο στόχαστρο. Θα μου πείτε, ποτέ, σε καμία κοινωνία οι καλλιτέχνες είχαν μία καλή θέση, αν εξαιρέσουμε την περίοδο της Αναγέννησης, ενδεχομένως, ίσως και του 5ου αιώνα. Όλες τις υπόλοιπες εποχές οι καλλιτέχνες είναι στο περιθώριο, γιατί η αφύπνιση και η ευαισθητοποίηση των ανθρώπων δεν βολεύει καμία εξουσία. Μάλλον, δηλαδή. Η ιστορία αυτό δείχνει. Οι καλλιτέχνες πάντα στο περιθώριο, ποτέ καλά αμειβόμενοι και ποτέ δεν είχαν καμία φοβερά κοινωνική εκτίμηση, παρά μόνον αν άγγιζαν τη δημοφιλία και την ψυχαγωγία σε πολύ μεγάλες κλίμακες. Οι περισσότεροι εκτιμήθηκαν μετά θάνατον.
Η δική μας τέχνη είναι εφήμερη. Βασίζεται στο τώρα. Αυτή η ιστορική κίνηση των δασκάλων… Πόσα χρόνια έχουμε, σε αυτήν τη χώρα, να ακούσουμε για μια σοβαρή παραίτηση; Αλλά δεν θα έπρεπε να είναι αυτών των ανθρώπων. Θα έπρεπε να έχουν παραιτηθεί πολλοί άνθρωποι, εδώ και πολλά χρόνια, από διάφορα πόστα. Βεβαίως είμαστε με το μέρος τους. Δεν ξέρω τι θα γίνει με όλα αυτά τα νέα παιδιά. Κανείς δεν ενημέρωσε ότι, «Ξέρετε, θα μπείτε σε μία σχολή και θα βγείτε απόφοιτοι Λυκείου». Οι καθηγητές είχαν προειδοποιήσει ότι, μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου, θα παραιτηθούν. Δεν περίμενα ότι η Κυβέρνηση δεν θα κάνει κάτι για αυτό. Δεν έχει γίνει καμία σοβαρή αντιπρόταση για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
Συνήθως συγκρινόμαστε με την Ευρώπη. Στην Ευρώπη ισχύουν τα ίδια πράγματα, γιατί εδώ κάτι άλλο; Πάμε και ζηλεύουμε και μιμούμαστε τα χειρότερα. Όλη αυτή η κρίση έχει χτυπήσει σοβαρά δύο πράγματα, εκτός από την υγεία βεβαίως: την παιδεία και τον πολιτισμό. Συνεχίζουμε να ελπίζουμε… Αν κάτι με ανακουφίζει στην καθημερινότητα και μου δίνει θάρρος, είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και η τέχνη με την όποια της μορφή.
Πληροφορίες
«Ψυχολογία Συριανού συζύγου: Χριστίνα»
Θέατρο Τ (Αλεξάνδρου Φλέμινγκ 16, Θεσσαλονίκη)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα 13, Τρίτη 14 και Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου στις 21.30
Τιμές εισιτηρίων: 13€ κανονικό, 10€ φοιτητικό – ανέργων – ΑμεΑ – άνω των 65
Προπώληση εισιτηρίων: viva.gr
Διάρκεια παράστασης: 70’
Ταυτότητα παράστασης
Διασκευή και δραματουργική επεξεργασία: Αιμιλία Βάλβη
Σκηνοθεσία – μουσική επιμέλεια: Γιάννης Λεοντάρης
Σχεδιασμός φωτισμού: Νίκος Βλασόπουλος
Σχεδιασμός και κατασκευή κοστουμιών: Αιμιλία Βάλβη
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Νίκη Ζερβού
Παίζουν: Αιμιλία Βάλβη, Γιώργος Δημητριάδης
Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου αντίρρηση