«Έπρεπε να μείνουμε ψύχραιμοι, να μεταδώσουμε αυτό που βλέπαμε…» – Tέσσερις δημοσιογράφοι μιλούν στο TheOpinion για την τραγωδία των Τεμπών
Μιλούν στο TheOpinion τέσσερις δημοσιογράφοι της Θεσσαλονίκης που «κάλυψαν» το σιδηροδρομικό δυστύχημα
«Έπρεπε να μείνουμε ψύχραιμοι. Έπρεπε να μεταδώσουμε στον κόσμο αυτό που βλέπαμε. Την απόλυτη καταστροφή».
Σχεδόν έναν χρόνο μετά το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δυστύχημα που συνέβη έως τώρα στην Ελλάδα, την τραγωδία των Τεμπών με τους 57 νεκρούς που ακόμη ζητούν δικαίωση, το TheOpinion μίλησε με τέσσερις δημοσιογράφους της Θεσσαλονίκης που μαζί με τεχνικούς και φωτογράφους ήταν από τους πρώτους που είτε βρέθηκαν στο σημείο της τραγωδίας, είτε «κάλυψαν» τις αφίξεις στη Θεσσαλονίκη των πρώτων τραυματιών και διασωθέντων.

Με ψυχραιμία και αφοσίωση στις αρχές της Ενημέρωσης, οι άνθρωποι αυτοί έριξαν φως στο τι συνέβη εκείνο το βράδυ της Τρίτης 28 Φεβρουαρίου 2023 στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας μας στο ύψος του Ευαγγελισμού.
Ήταν οι δικές τους λέξεις, οι δικές τους περιγραφές, οι δικές τους εικόνες που έδωσαν στο μουδιασμένο κοινό να καταλάβει το τι συνέβη εκείνο το βράδυ στο δυστύχημα που στοιχειώνει ακόμη τη συνείδησή μας.
Ο Κώστας Καντούρης, (ΕΡΤ – Associated Press), ο Χρήστος Νικολαΐδης, (ΣΚΑΙ), ο Θεολόγος Ηλιού (Μega) και ο Βαγγέλης Κοκκολάκος (ΑΝΤ1) μίλησαν στο TheOpinion για τα πρώτα συναισθήματα, τις πρώτες εικόνες, τις πρώτες τους δημοσιογραφικές στιγμές από ένα γεγονός που θα μείνει για πάντα στη μνήμη τους.

Κώστας Καντούρης, δημοσιογράφος ΕΡΤ – Associated Press: «Εικόνες απόλυτης καταστροφής»
«Η πρώτη εικόνα ήταν σοκαριστική, πήγαμε από την Εθνική Οδό, ανεβήκαμε με τον οπερατέρ, Παναγιώτη Σεμερτζή, ακριβώς στη γέφυρα που είχαν καταλήξει τα βαγόνια των τρένων. Οι φωτιές έκαιγαν ακόμα, έβγαιναν καπνοί, οι διασώστες έβγαζαν διαρκώς νεκρούς και η εικόνα έμοιαζε να είχε βγει από την κόλαση. Φώναζε ο κόσμος και οι διασώστες, στο σημείο δεν είχαν φτάσει ακόμα συγγενείς, ήταν πολύ νωρίς ακόμα, αλλά έβλεπες βαγόνια δύο τρένων τα οποία δεν ξεχώριζες ποιο είναι το ένα τρένο και ποιο το άλλο, έπρεπε να κάνεις υπολογισμούς για να φτάσεις, ήταν το ένα πάνω στο άλλο. Ήταν σκηνές που ο δημοσιογράφος δεν συνηθίζει να βλέπει, εικόνες που παραπέμπουν σε απόλυτη καταστροφή, σε μεγάλη τραγωδία και αυτό αποδείχθηκε δυστυχώς εκ των υστέρων από τον αριθμό των θυμάτων.

Στην αρχή παθαίνεις ένα σοκ, αλλά προσπαθείς να συνέλθεις αμέσως γιατί πρέπει να αναμεταδώσεις αυτή την κατάσταση στον θεατή, πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν ψύχραιμοι αντικρίζοντας μία τέτοια κατάσταση για την οποία δεν είχαμε ακόμη λεπτομέρειες. Στην αρχή είχαμε ένα γεγονός ότι συγκρούστηκαν δύο τρένα με πολλά θύματα, έπρεπε να μεταφέρουμε ό,τι βλέπαμε. Ένα χρόνο μετά περιμένουμε να αποδοθούν ευθύνες… Το μόνο που μπορούμε να πούμε στους συγγενείς των θυμάτων είναι να κάνουν όσο κουράγιο μπορούν. Είναι φτωχά τα λόγια για τους ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους, από την άλλη όμως πρέπει να αποδοθούν ευθύνες. Ήταν μία προδιαγεγραμμένη τραγωδία. Χτύπησε πολλές φορές “καμπανάκι” ότι θα γίνει κάτι τέτοιο, καθώς είχε προηγηθεί το δυστύχημα στο Άδενδρο».

Χρήστος Νικολαΐδης, δημοσιογράφος ΣΚΑΙ: «Δεν υπάρχει πιο τραγική σκηνή από έναν γονιό που χάνει το παιδί του»
«Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι μια πάρα πολύ άσχημη μυρωδιά, ένα κράμα από καμένα ενδεχομένως λάδια, ορυκτέλαια, λαμαρίνες, ανθρώπινη σάρκα, διάφορες ύλες. Βρήκα έναν τρόπο και παρέκαμψα τους αστυνομικούς χωρίς τον οπερατέρ, δυστυχώς μπήκα μόνος μου στο σημείο των επιχειρήσεων και εκεί πραγματικά η εικόνα ήταν πολύ τραγική, μία εικόνα απόλυτης καταστροφής. Οι πυροσβέστες που έτρεχαν αλλόφρονες, είχαν τοποθετήσει κάποιους μεγάλους προβολείς για να βλέπουν στο σημείο. Από το σημείο είχαν απομακρυνθεί εκείνη την ώρα όλοι οι τραυματίες, όλοι οι επιβάτες. Είχαμε δει κάποιους επιβάτες την ώρα που έφευγαν με τα λεωφορεία που είχαν σταλεί στο σημείο. Αυτό ήταν μία από τις τραγικές εικόνες. Εγώ έμεινα 15 ημέρες στη Λάρισα για το ρεπορτάζ. Έβλεπες κάθε λίγο και λιγάκι μαύρες σακούλες να τις μεταφέρουν οι πυροσβέστες και οι εθελοντές, ήταν ένα τραγικό θέαμα.

Η επόμενη τραγική σκηνή που μπορώ να θυμηθώ είναι όταν πήγα στη Λάρισα και είδαμε τους γονείς των αγνοουμένων οι οποίοι ερχόντουσαν σε εμάς και ρωτούσαν γεμάτοι αγωνία: “μήπως είδες το παιδί μου;”, “Μήπως είδες το γιο μου, την κόρη μου; Η κόρη μου είναι μετρίου αναστήματος, αδύνατη και φορούσε ένα μαύρο μπουφάν. Μήπως την είδατε πουθενά;”… Ήταν δηλαδή η τραγική εικόνα του γονιού που νομίζω ότι δεν υπάρχει τραγικότερη φιγούρα σε αυτόν τον κόσμο από έναν γονιό που χάνει το παιδί του. Εκείνη την ώρα παλεύει η ανθρώπινη υπόσταση και ο δημοσιογράφος που πρέπει να καλύψει το γεγονός. Εκείνη τη στιγμή δεν δικαιούσαι να λυγίσεις, πρέπει να κάνεις σωστά τη δουλειά σου. Εμένα πολλές φορές μου ήρθε μια πολύ δυσάρεστη αίσθηση στο λαιμό, ακόμα και δάκρυα στα μάτια, αλλά ποτέ δεν το άφησα να με κυριεύσει, γιατί αισθανόμουν ότι πρέπει να κάνω τη δουλειά μου και η δουλειά μου εκείνη τη στιγμή ήταν να μαζέψω πληροφορίες και να κάνω έρευνα. Ο ελληνικός Τύπος βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο σημείο του γεγονότος και πάρα πολλοί άνθρωποι εργάστηκαν σκληρά προκειμένου να ενημερωθεί ο κάθε Έλληνας, ο οποίος μέσα σε λίγα λεπτά έμαθε πώς έγινε το περιστατικό, ποιες ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, ακόμα και όλα όσα θα ήθελαν οι αρμόδιοι να κρυφτούν, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος τραγικός σταθμάρχης δεν έπρεπε να πιάσει δουλειά, ότι ακολουθήθηκε μια διαδικασία η οποία ήταν ανορθόδοξη, ότι ο προϊστάμενός του, την επόμενη μέρα -αυτό δεν θα κουραστώ να το λέω- πήγε και πήρε αναρρωτική άδεια από το νοσοκομείο του Βόλου προκειμένου να εξαφανιστεί για ένα μήνα και το αποκαλύψαμε και αυτό. Αυτό πρέπει να μας το πιστώσει η ελληνική κοινωνία. Στα μεγάλα θέματα οι Έλληνες δημοσιογράφοι κάνουν καλά τη δουλειά τους και βρίσκονται εκεί παρά τον κίνδυνο που μπορεί να διατρέχει η ζωή τους, η σωματική τους ακεραιότητα και δουλεύοντας σκληρά».

Θεολόγος Ηλιού, δημοσιογράφος Mega: «Δεν θα ξεχάσω την αγωνία των γονιών που περίμεναν τα παιδιά τους»
«Εκείνο το βράδυ, θυμάμαι, είδα πολλές κλήσεις στο κινητό μου, κατάλαβα όταν ξύπνησα ότι κάτι έχει συμβεί, είδα ένα μήνυμα που έγραφε ‘’πάω Τέμπη’’, ξύπνησα, πήρα το κανάλι αμέσως, ήμασταν όλοι σε αναβρασμό. Πήγα στο ΚΤΕΛ, εκεί όπου έρχονταν οι πρώτοι επιβάτες, εκεί είδα πλήθος συγγενών να περιμένουν τα δικά τους πρόσωπα. Ήταν οι πρώτες ώρες που δεν ήξερε κανείς τι συμβαίνει. Θυμάμαι την αγωνία των ανθρώπων που περίμεναν τα παιδιά τους, πώς κοιτούσαν όταν έφτανε το κάθε λεωφορείο και την απογοήτευσή τους όταν δεν έβλεπαν τους δικούς τους ανθρώπους. Θυμάμαι πολύ έντονα όταν ήρθε και το τελευταίο λεωφορείο, γύρω στους δέκα συγγενείς περίμεναν εκεί και πήγαν στην αστυνομία και είπαν ‘’δε θα έρθουν άλλοι, αυτοί ήταν;’’ δε θα ξεχάσω ποτέ πως τα πρόσωπά τους “μαύρισαν” και έφυγαν.

Θυμάμαι τον Στέργιο, ο οποίος είχε αίματα στο πρόσωπο να μας λέει πως έσωσε τους άλλους και δεν πιστεύαμε σε αυτά που ακούγαμε. Εκεί που σοκαριστήκαμε και δεν ξέραμε πώς να το διαχειριστούμε στον αέρα, γιατί δεν ξέραμε ακόμα ακριβώς τι συνέβη, ήταν το παιδί που είπε ‘’άκουσα πάμε και όπου βγει’’, τότε εγώ επανέλαβα ‘’άκουσες πάμε και όπου βγει’’ κι εκείνος απάντησε ‘’ναι το άκουσα’’, ήταν η πιο σημαντική μαρτυρία της βραδιάς, γιατί εκείνο το βράδυ η εικόνα έβγαινε από τα Τέμπη, αλλά οι φωνές έβγαιναν από Θεσσαλονίκη, ήταν τα λεωφορεία που έφταναν. Επίσης, εκτός από αυτούς που δεν βρήκαν τα παιδιά τους, θυμάμαι τα δάκρυα αυτών που βρήκαν τα παιδιά τους, που δεν είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο, που δεν τους έβρισκαν και τελικά έπεσαν στην αγκαλιά τους. Καταλάβαμε τι έχει γίνει μετά από 5-6 ώρες. Μία στιγμή που δεν θα ξεχάσω ήταν όταν πήγαμε στο ΑΧΕΠΑ όπου ήρθαν οι πρώτοι τραυματίες κι εκεί καταλάβαμε το πόσο μεγάλο είναι το μέγεθος της τραγωδίας. Συγκλονιστική στιγμή ήταν ότι έβλεπες νέα παιδιά από το τρένο που δεν έφευγαν και κάθονταν να βοηθήσουν».

Βαγγέλης Κοκολάκος, δημοσιογράφος ΑΝΤ1: «Εικόνες χάους που σφίγγουν το στομάχι»
«Τρίτη βράδυ ήταν 28 Φεβρουαρίου. Στις 23.33 χτυπάει το τηλέφωνο. Την έχω ακόμα κρατημένη την κλήση. Ένας φίλος μου, με κάλεσε και μου είπε: ‘’Σε παρακαλώ μάθε τι έγινε στα Τέμπη κοντά στο μνημείο του ΠΑΟΚ. Με πήρε η κόρη μου και μου είπε έγινε έκρηξη σε τρένο, βλέπει αίματα και σπασμένα τζάμια’’. Προσπάθησα να τον καθησυχάσω, δεν πίστευα και εγώ αυτά που άκουγα. Οι πληροφορίες στην αρχή με το σταγονόμετρο. Τη μία έλεγαν σύγκρουση τρένου με φορτηγό, την άλλη εκτροχιασμός, λίγα λεπτά μετά επιβεβαιώθηκε. Δύο τρένα συγκρούστηκαν στο ύψος του Ευαγγελισμού. Είχα ήδη ετοιμάσει ρούχα, ξεκινήσαμε για Τέμπη. Στο δρόμο τηλέφωνα. Σταματάμε λίγο πριν το τούνελ εκεί όπου περίμεναν συγγενείς και λεωφορεία. Ασυναίσθητα, δεν έχω φτάσει ακόμα στο σημείο της τραγωδίας, προτίμησα να βρω πρώτα μαρτυρίες. Δύο γονείς δείχνουν να περιμένουν κάποιον. Στο βάθος φαίνεται μια ξανθιά κοπέλα. Φοράει μια κουβέρτα για εγκαυματίες. Βγάζω το μικρόφωνο και ετοιμάζομαι. Ασυναίσθητα πάλι όμως σα να με κράτησε ένα χέρι δεν πλησιάζω. Η νεαρή κοπέλα πέφτει στην αγκαλιά των γονιών της και κλαίει. «Μπαμπά, έχει νεκρούς τους είδα», είπε. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα.

Φτάνουμε στο σημείο της τραγωδίας. Είναι από εκείνες τις στιγμές που οι λέξεις δεν μπορούν να αποδώσουν το μέγεθος της τραγωδίας. Μαζί με τους διασωθέντες και όλους όσους συμμετείχαν στις επιχειρήσεις διάσωσης ήμασταν θεατές μια ανείπωτης τραγωδίας που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει η πατρίδα μας. Όπου κι αν στρέψεις το κεφάλι σου βλέπεις τις συνέπειες μιας φονικής σύγκρουσης. Εικόνες χάους που σφίγγουν το στομάχι. Δεν μπορείς να παραμείνεις ψύχραιμος μπροστά σε αυτόν τον τόπο που βάφτηκε και πάλι με αίμα. Παραμένουμε για 23 ώρες σε εκείνο το χωράφι. Η μυρωδιά του καμένου υποχωρεί. Την ίδια ώρα όμως, ο πόνος στις ψυχές των ανθρώπων μεγαλώνει και τα αναπάντητα “γιατί” πληθαίνουν. Τι να απαντήσεις, σε έναν γονιό που έμεινε παγωμένος στον σταθμό της Θεσσαλονίκης να περιμένει μάταια το παιδί του; Για δεκατέσσερις ημέρες δεν φύγαμε καθόλου από τη Λάρισα. Είναι από εκείνα τα ρεπορτάζ με τα οποία ταυτίζεσαι. Σε αυτό το τρένο, θα μπορούσα να είμαι εγώ, συγγενείς μου, φίλοι μου».