Τι σημαίνει για την Ελλάδα η συντριπτική νίκη του VMRO στη Βόρεια Μακεδονία

Μιλά στο TheOpinion ο διεθνολόγος - γεωπολιτικός αναλυτής, Βασίλης Κοψαχείλης.

Τι σημαίνει για την Ελλάδα η συντριπτική νίκη του VMRO στη Βόρεια Μακεδονία

Χωρίς τη λέξη «Βόρεια» στη Βόρεια Μακεδονία αναφέρθηκε ήδη στον επινίκιο λόγο του, χτες, ο νικητής των εκλογών στη γειτονική χώρα, γραμματέας του εθνικιστικού κόμματος VMRO-DPMNE που πέτυχε σαρωτική νίκη στις εκλογές.

Με δεδομένη την εθνικιστική ρητορική του κόμματος κατά την προεκλογική περίοδο αλλα και της εκπεφρασμένης θέσης του κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, η εξέλιξη αυτή προβληματίζει ιδιαίτερα την Αθήνα, που τηρεί στάση αναμονής.

Τόσο ο γ.γ. του VMRO-DPMNE, Κρίστιαν Μίτσκοσκι, όσο και η – όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα – νεοεκλεγείσα πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας, Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα (η πρώτη γυναίκα στο συγκεκριμένο αξίωμα στη γειτονική χώρα), επιμένουν να αποκαλούν την χώρα τους «Μακεδονία» ενώ προεκλογικά έθεταν και ζήτημα ενδεχόμενης καταγγελίας της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Ενδεικτικός ο επινίκιος εθνικιστικός λόγος  του Κριστιάν Μιτσκοσκι: «Λαέ της Μακεδονίας, σας ευχαριστώ. Απελευθερώσατε τη Μακεδονία. Η Μακεδονία είναι ελεύθερη και θα είναι για πάντα. Όλοι αυτοί που νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να την ταπεινώσουν, να την καταστρέψουν, τώρα κατέληξαν στα σκουπίδια και θα λογοδοτήσουν ενώπιον λαού. Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν εδώ αυθόρμητα γιατί αγαπούν και προστατεύουν την Μακεδονία τους. Όλοι μαζί από σήμερα και στο μέλλον, θα προστατεύσουμε τη Μακεδονία, γιατί μόνο αυτή έχουμε. Δεν έχουμε καμία άλλη χώρα» είπε χαρακτηριστικά.

Την εξέλιξη αυτή αναλύει μιλώντας στο TheOpinion ο διεθνολόγος – γεωστρατηγικός αναλυτής, Βασίλης Κοψαχείλης. 

«Έχουμε πράγματι μια συντριπτική νίκη του VMRO, που εξέλεξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας ενώ και ο γενικός του γραμματέας θα πάρει τις επόμενες μέρες εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και πιθανότατα θα μπορέσει να τη σχηματίσει, καθώς συνεργάστηκε και με κάποια αλβανικά κόμματα. Μάλιστα, αν αθροίσουμε τα ποσοστά που πήρε και το αλβανικό DUI που βρέθηκε στην τρίτη θέση μαζί με τον συνασπισμό τεσσάρων αλβανικών κομμάτων (VLEN), τότε θα διαπιστώσουμε ότι οι σοσιαλδημοκράτες καταποντίστηκαν. Επομένως, έχουμε ένα κόμμα που στο παρελθόν είχε σαφέστατα εθνικιστικές τάσεις και έρχεται πρώτο, ενώ δεύτερη δύναμη αποτελούν στην ουσία τα αλβανικά κόμματα. Ο κόσμος στη Βόρεια Μακεδονία αποδοκίμασε την πολιτική των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι είναι οι πιο ήπιοι στην πολιτική σκηνή της χώρας», τονίζει ο κ. Κοψαχείλης.

Βέβαια, όπως εξηγεί, το VMRO σήμερα δεν έχει μεγάλη σχέση με το VMRO πριν από επτά χρόνια. «Τότε ήταν σαφέστατα ένα εθνικοακραίο κόμμα, ενώ σήμερα, με διαφορετικό γενικό γραμματέα, προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες. Αφενός αναγνωρίζει την ταυτότητά του που είναι  σαφέστατα δεξιά εθνικιστική, ωστόσο θέλει και να κρατήσει ισορροπίες με Ελλάδα, Αλβανία και Βουλγαρία, κυρίως λόγω των πιέσεων που θα δεχθεί από τον ξένο παράγοντα», τονίζει.

Η Συμφωνία των Πρεσπών

Η ελληνική διπλωματία περιμένει να δει τις θέσεις που θα εκφράσει η νέα κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας κυρίως σε ό,τι αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών.

«Είναι ερωτηματικό το πώς θα συμπεριφερθεί η νέα κυβέρνηση απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών. Ωστόσο, ούτε η χώρα μας έκανε πολλά πράγματα σε σχέση με τον έλεγχο του αν τηρήθηκαν τα συμφωνηθέντα. Είμαι σε θέση να γνωρίζω παρά πολύ καλά ότι την περίοδο προσαρμογής από την Συμφωνία των Πρεσπών και για πέντε χρόνια μετά, δηλαδή μέχρι πέρυσι, η πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας έπρεπε να έχει κάνει κάποια πράγματα, αλλά μέχρι τώρα δεν έκανε παρά μόνο ελάχιστα. Από την άλλη πλευρά, ενώ η ΝΔ όταν υπεγράφη η Συμφωνία, είχε αντιταχθεί σε αυτή, στη συνέχεια άλλαξε στάση. Πρόσφατα, άλλωστε, η Ντόρα Μπακογιάννη έδωσε και τα εύσημα στον τότε υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά για τη Συμφωνία αυτή. Και πράγματι ήταν μια έξυπνη κίνηση, καθώς ο Κοτζιάς γνώριζε ότι αν λέγαμε εμείς “ναι”, η πίεση θα μεταφερόταν πλέον τους Βούλγαρους. Να προσθέσω σε αυτό το σημείο ότι δεδομένων των συνθηκών, και εγώ συμφωνούσα με την υπογραφή της Συμφωνίας. Επαναλαμβάνω: δεδομένων των συνθηκών, διότι ήμουν καλός γνώστης των πιέσεων που ασκούνταν στην Ελλάδα», προσθέτει ο κ. Κοψαχείλης.

Ωστόσο, στα πέντε αυτά χρόνια της προσαρμογής, η σημερινή κυβέρνηση θα έπρεπε να παρακολουθήσει αν τηρούνται οι όροι της Συμφωνίας. «Δεν έγινε καμία απολύτως παρακολούθηση. Έτσι, σήμερα έχουμε ένα εθνικιστικό κόμμα στην εξουσία της γείτονος και πέντε χρόνια χαμένα, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν στείλαμε ούτε ένα έγγραφο στον ΟΗΕ να διαμαρτυρηθούμε για ότι δεν έχουν αλλάξει ταυτότητες, διαβατήρια, δεν έχουν τηρηθεί βασικοί όροι. Οι Σκοπιανοί ζητήσανε να πάρουν παράταση για τα θέματα των διαβατηρίων και εμείς δεν είπαμε το παραμικρό!», εξηγεί ο κ. Κοψαχείλης.

Όπως εξηγεί ο ίδιος, ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της Βόρειας Μακεδονίας έχει εθνολογικές αναφορές στην Βουλγαρία και πάντα υπάρχει φόβος για το κρατίδιο να διασπαστεί μεταξύ Βουλγαρίας και Αλβανίας. «Ζούμε, άλλωστε, σε εποχή έντονου αναθεωρητισμού, οι εθνικιστικές τάσεις έχουν ισχυροποιηθεί διεθνώς. Πάντα υπάρχει ο φόβος στη Βόρεια Μακεδονία ότι κάποια στιγμή η χώρα θα διαμελιστεί«, επισημαίνει.

«Χωρίς σχέδιο και ετοιμότητα η εξωτερική μας πολιτική»

Το ίδιο ισχύει και σε άλλες «ανοιχτές» υποθέσεις στην ελληνική διπλωματία.

«Το πρόβλημα με τη χώρα μας και γενικότερα με την εξωτερική μας πολιτική είναι ότι δεν έχουμε ούτε την ετοιμότητα, ουτε το σχέδιο, ούτε τη διάθεση να εκμεταλλευτούμε συγκυρίες. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε κάλλιστα, τα προηγούμενα χρόνια, βλέποντας την κίνηση που έκανε η Τουρκία με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, επίσημα να στηρίζουμε την κυβέρνηση στην Τρίπολη γιατί αυτό κάνει και ο ΟΗΕ, αλλά ανεπίσημα να προωθούμε τον διαμελισμό της Λιβύης. Δεν το κάναμε. Στο σενάριο για τον διαμελισμό της Βόρειας Μακεδονίας, διερωτώμαι: η Ελλάδα έχει την πολιτική βούληση, αλλά και τον μηχανισμό να εκμεταλλευτεί μια τέτοια εξέλιξη; Όχι. Άρα ό,τι κι αν συμβεί στην περιοχή μας, κάνουμε σαν να μην μας ενδιαφέρει, σαν να αφήνουμε τα πράγματα να εξελίσσονται», σχολιάζει ο κ. Κοψαχείλης.

Για παράδειγμα, προσθέτει ο ίδιος, στο θέμα του Φρέντι Μπελέρη, «κανείς δεν αναφέρει το καίριο: ότι τρεις φορές μέσα στον 20ο αιώνα η Ελλάδα κατέλαβε στρατιωτικά τη Βόρεια Ήπειρο. Κι όταν καθόμασταν στο διπλωματικό τραπέζι των συζητήσεων, εκχωρούσαμε τη Βόρεια Ήπειρο για κάτι άλλο. Όταν στρατιωτικά καταλαμβάνεις μια περιοχή, είναι το απόλυτο. Το γεγονός ότι τρεις φορές διπλωματικά αναγκαστήκαμε να τη γυρίσουμε πίσω, σημαίνει ότι κάποιοι ισχυρότεροι παίκτες δεν μας θέλουν εκεί. Και η ελληνική κυβέρνηση – διαχρονικά διάφορες κυβερνήσεις – αντί να κλείσει δια παντός το ζήτημα, αντίθετα παίζει με το εθνικό αίσθημα των ανθρώπων εκεί. Ας τους πούνε την αλήθεια, ώστε να απομονωθούν τα ακραία στοιχεία και ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός εκεί να μπορεί, με όρους σύγχρονους, ευρωπαϊκούς, να ενταχθεί ομαλά και να παίξει τον ρόλο του στο κράτος αυτό, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν υπάρχουν βλέψεις. Με το να οδηγείς τους ανθρώπους αυτούς, την ελληνική ομογένεια, σε ακραίες λύσεις και ακραίους ηγέτες, ουσιαστικά τους αποτρέπεις από το να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στα Τίρανα».