Μη κρατικά πανεπιστήμια: Μεταρρύθμιση ή ρήγμα στην τριτοβάθμια;
Ποιοι έρχονται, τι φέρνουν, πώς αλλάζει ο «χάρτης» της εκπαίδευσης - Rankings, campus και οι απαντήσεις του υφυπουργού Παιδείας στο TheOpinion για το μέλλον της τριτοβάθμιας.
Η κυβέρνηση διατείνεται ότι έσπασε το «ταμπού» των τελευταίων δεκαετιών, δηλαδή την επίσημη αδειοδότηση μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων στη χώρα αλλά ο λογαριασμός θα καταλήξει πάλι…στον φοιτητή.
Και όσο και να παρουσιάζεται ως «ιστορική μεταρρύθμιση που θα φέρει φοιτητές από το εξωτερικό, θα συγκρατήσει αυτούς που θα έφευγαν και θα αναβαθμίσει το ακαδημαϊκό τοπίο», για τους επικριτές πρόκειται για μία επιλογή που ελλοχεύει κινδύνους ενίσχυσης της εμπορευματικοποίησης της γνώσης, εντείνοντας τις ταξικές ανισότητες και υπονομεύοντας τον ρόλο του δημόσιου πανεπιστημίου.
Εγκρίθηκαν τέσσερα μη κρατικά Πανεπιστήμια – Ποια θα είναι στη Θεσσαλονίκη
Οι νέοι «παίκτες» και οι…έδρες τους
Το Υπουργείο Παιδείας έχει ήδη αδειοδοτήσει τη λειτουργία παραρτημάτων τεσσάρων μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Ο λόγος για τα University of York – City College και The Open University – Anatolia College στη Θεσσαλονίκη και τα London Metropolitan University & University of Nicosia στην Αθήνα.
Τα campus των περισσότερων εγκεκριμένων νέων «παικτών» αναμένεται να διαμορφωθούν σε ήδη υπάρχουσες εγκαταστάσεις ελληνικών συνεργαζομένων κολλεγίων.
Πόσο κοστίζει το κύρος; Rankings, σχολές και το…τίμημα της επιλογής
Οι ξένες μητρικές σχολές έχουν διεθνή κατάταξη που πολλές φορές εμφανίζεται πιο «ειδική» και φιλτραρισμένη στα διεθνή rankings από ο, τι τα ελληνικά κρατικά πανεπιστήμια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγγυάται αυτόματα καλύτερη εμπειρία για τον φοιτητή στην Ελλάδα.
Αναλυτικότερα, το University of York εμφανίζεται σε υψηλότερη θέση στα διεθνή rankings, όπως για παράδειγμα στο QS World University Rankings 2026, όπου κατέχει την 169η θέση. Αυτό προσδίδει κύρος στη «σφραγίδα» του πτυχίου που θα εκδίδεται.
Από την άλλη, το Keele University εμφανίζεται σε μεσαίες θέσεις (THE 2025: 600), δηλαδή αναγνωρίσιμη αλλά όχι μεταξύ της διεθνούς ελίτ.
Το Open University – Anatolia College είναι επίσης κατανεμημένο σε μεσαία/χαμηλότερα επίπεδα των διεθνών πινάκων (π.χ. THE 801–1000) ενώ το Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας εμφανίζει μεταβλητές θέσεις καθώς αφενός σε κάποιες μετρήσεις φτάνει σε μεσαίες θέσεις, αφετέρου δεν συγκρίνεται με κορυφαία ευρωπαϊκά ιδρύματα.
Αντίστοιχα, τα κορυφαία ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια εμφανίζουν τις δικές τους θέσεις στα διεθνή rankings. Το ΕΚΠΑ καταλαμβάνει την 390η θέση στο QS και 501–600 στο THE, το ΑΠΘ είναι στην 485η θέση στο QS και μεταξύ 801-1.000 στο THE το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (QS ~355 / THE 801–1000). Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι κάποια ελληνικά δημόσια τμήματα συγκρίνονται (ή υπερέχουν σε κάποια θέματα) με τα νέα ιδρύματα, ειδικά σε υποδομές/έρευνα σε επιλεγμένα πεδία.
Τα δίδακτρα στα νέα μη κρατικά πανεπιστήμια διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με το ίδρυμα και το πρόγραμμα σπουδών, αλλά σε κάθε περίπτωση κινούνται σε επίπεδα πολλαπλάσια των δημόσιων ΑΕΙ. Ενδεικτικά, προπτυχιακά προγράμματα κυμαίνονται από περίπου 4.500 έως 7.000 ευρώ τον χρόνο, ενώ σε ορισμένα πεδία —όπως η ιατρική ή τα μεταπτυχιακά με διεθνή αναγνώριση— το κόστος μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τις 10.000–15.000 ευρώ ετησίως. Αν και κάποια ιδρύματα προσφέρουν υποτροφίες ή δυνατότητα δόσεων, η βασική πραγματικότητα παραμένει: η πρόσβαση σε αυτά τα πανεπιστήμια προϋποθέτει σημαντικό οικονομικό βάρος, το οποίο ο φοιτητής και η οικογένειά του πρέπει να υπολογίσουν πολύ προσεκτικά.
Μη κρατικά πανεπιστήμια: Αντιδράσεις από φοιτήτριες για τη ψήφιση του νομοσχεδίου
Οι νέοι φορείς εκπαίδευσης μπαίνουν στην Ελλάδα με σχολές που καλύπτουν κυρίως «ελκυστικά» πεδία σπουδών όπως η διοίκηση επιχειρήσεων, τα οικονομικά, η πληροφορική, η ψυχολογία, η επικοινωνία, αλλά και πιο απαιτητικά προγράμματα όπως ιατρική και επιστήμες υγείας. Το προφίλ τους δίνει έμφαση σε σύγχρονα, περιζήτητα προγράμματα, συχνά διδασκόμενα στα αγγλικά, με στόχο να διαφοροποιηθούν από τα πιο θεωρητικά τμήματα των δημόσιων ΑΕΙ. Για τον φοιτητή, η επιλογή αυτή μπορεί να σημαίνει καλύτερη σύνδεση με την αγορά εργασίας, αλλά όχι απαραίτητα και πιο στέρεη ακαδημαϊκή βάση.
Ποιότητα ή ιδιωτικοποίηση; Ο υφυπουργός απαντά στα δύσκολα ερωτήματα
Μιλώντας στο TheOpinion ο υφυπουργός Παιδείας Νίκος Παπαϊωάννου απάντησε στην κριτική για τα μη κρατικά πανεπιστήμια υπογραμμίζοντας ότι δεν αλλοιώνεται ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης, αφού τα νέα ιδρύματα θα είναι αυστηρά μη κερδοσκοπικά, υπό κρατική εποπτεία και συνεχή αξιολόγηση. Τόνισε ότι στόχος είναι να συμπληρώσουν τα δημόσια ΑΕΙ, φέρνοντας διεθνείς συνεργασίες και νέες ευκαιρίες για φοιτητές.
Σε ερώτηση για την φερεγγυότητα των νέων φορέων, εξήγησε ότι καθώς εφαρμόζονται διεθνή πρότυπα, μπορεί να ανακληθούν άδειες αν δεν τηρούνται τα ακαδημαϊκά κριτήρια, αποκλείοντας έτσι τα «fast track» πτυχία. Παράλληλα, σημείωσε ότι τα δημόσια πανεπιστήμια ενισχύονται με σημαντικές χρηματοδοτήσεις, μέσω ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικά σε υποδομές, έρευνα και καινοτομία.
Στρέφοντας το βλέμμα στη Θεσσαλονίκη, παρουσίασε το σχέδιο της κυβέρνησης να γίνει εκπαιδευτικός κόμβος της ΝΑ Ευρώπης, προσελκύοντας ξένους φοιτητές και ενισχύοντας την τοπική οικονομία.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαϊωάννου, οι πρώτοι φοιτητές αναμένεται να φοιτήσουν στα νέα ιδρύματα από το φθινόπωρο του 2025, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης αξιολόγησης των προγραμμάτων ενώ επεσήμανε ότι τα μη κρατικά πανεπιστήμια μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό του brain drain, να δημιουργήσουν συνθήκες για «brain gain» και να φέρουν επενδύσεις ύψους περίπου 300 εκατ. ευρώ, με νέες θέσεις εργασίας και αυξημένη εξωστρέφεια για την ελληνική εκπαίδευση.
Αν το πτυχίο γίνεται προϊόν, ο φοιτητής γίνεται πελάτης
Η άδεια στους μη κρατικούς «παίκτες» οφείλεται να είναι ευκαιρία και όχι πανάκεια. Η κυβέρνηση διαφημίζει «νέες επιλογές», οι φοιτητές, όμως, χρειάζονται φίλτρο: διαφάνεια στα κόστη, σαφή εγγυητική ποιότητα και μηχανισμούς δημόσιου ελέγχου. Αν όλα αυτά δεν συνοδεύσουν την άδεια λειτουργίας τους, τότε αυτό που αλλάζει δεν είναι η ποιότητα της εκπαίδευσης αλλά ο λογαριασμός που μετατοπίζεται από το κράτος στην τσέπη της νέας γενιάς. Οι νέες άδειες πρέπει να αποδείξουν ότι δεν βάζουν τα κέρδη σε πρώτο πλάνο αλλά τους νέους.