Η Συμφωνία Τραμπ για τη Γάζα: ένα θριαμβευτικό «τέλος», αλλά χωρίς ειρήνη;
Η ειρηνευτική συμφωνία που ανακοινώθηκε για τη Γάζα, σηματοδοτεί μια ιστορική καμπή για τη Μέση Ανατολή.
Η ειρηνευτική συμφωνία που ανακοινώθηκε για τη Γάζα, με την απελευθέρωση των ομήρων και την αποχώρηση των ισραηλινών μονάδων από τον κεντρικό τομέα της πόλης, σηματοδοτεί μια ιστορική καμπή για τη Μέση Ανατολή. Δεν πρόκειται μόνο για το τέλος μιας πολύμηνης στρατιωτικής σύγκρουσης, αλλά για την έναρξη μιας νέας, απρόβλεπτης πολιτικής φάσης, υπό την αποφασιστική αιγίδα του Ντόναλντ Τραμπ και των Ηνωμένων Πολιτειών, που φιλοδοξούν να επιβάλουν ένα νέο πλαίσιο σταθερότητας και ελέγχου στην περιοχή, με έμφαση στην εμπλοκή συγγενών του αμερικανού προέδρου, πέρα από την κλασική διπλωματία του State Department. Η «Συμφωνία Τραμπ», όπως ήδη αποκαλείται, είναι στην ουσία ένας συνδυασμός εκεχειρίας, σχεδίου ανοικοδόμησης και πολιτικής αναδιάρθρωσης, που επιχειρεί να αντικαταστήσει τον μακρόχρονο και αιματηρό κύκλο των διαπραγματεύσεων με ένα σύστημα «τετελεσμένων ειρήνης».
Η ωριαία, θριαμβευτική ομιλία του Τραμπ στην Κνεσέτ υπήρξε η θεατρική κορύφωση αυτής της νέας εποχής. Με ρητορική που συνδύαζε θρησκευτικό πάθος και αμερικανικό πραγματισμό, ο πρόεδρος των ΗΠΑ αυτοπαρουσιάστηκε ως «ο άνθρωπος που τελείωσε τον πόλεμο που κανείς άλλος δεν μπορούσε». Το χειροκρότημα των βουλευτών του Λικούντ και οι συγκινητικές εικόνες των απελευθερωμένων ομήρων στην πλατεία των ομήρων στο Τελ Αβίβ και στα σύνορα έδωσαν στην Ουάσιγκτον την εικόνα μιας διεθνούς διπλωματικής επιτυχίας που ξεπερνά το Ισραήλ. Ωστόσο, πίσω από την επικοινωνιακή λάμψη, αναδύεται μια σειρά από δύσκολα ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του νέου σχήματος διακυβέρνησης της Γάζας και τις πραγματικές προοπτικές ειρήνευσης στην περιοχή.
Η κεντρική καινοτομία της συμφωνίας είναι η πρόβλεψη για την ανάθεση της διοίκησης της μεταπολεμικής Γάζας σε μια «διεθνή ομάδα τεχνοκρατών», υπό την εποπτεία του πρώην Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ. Η επιλογή αυτή επιχειρεί να συνδυάσει την πολιτική αποστρατιωτικοποίηση με έναν μηχανισμό διαχείρισης πόρων που θα εγγυάται, θεωρητικά, την αποφυγή της διαφθοράς και τη σταδιακή ανοικοδόμηση της περιοχής με διεθνή χρηματοδότηση. Όμως για πολλούς Παλαιστινίους, αυτό το σχήμα θυμίζει περισσότερο «επιτροπεία» παρά διακυβέρνηση με πολιτική νομιμοποίηση. Η Παλαιστινιακή Αρχή, ήδη αποδυναμωμένη και διχασμένη, δεν φαίνεται να έχει ουσιαστικό ρόλο στις νέες ρυθμίσεις, γεγονός που ενισχύει τις εσωτερικές της αντιδράσεις και απειλεί να υπονομεύσει την κοινωνική αποδοχή της συμφωνίας.
Επιπλέον, η ίδια η διαδικασία αφοπλισμού της Χαμάς δημιουργεί μια σειρά από επικίνδυνες ασάφειες. Η συμφωνία προβλέπει «πλήρη αποστρατιωτικοποίηση υπό διεθνή επιτήρηση», χωρίς όμως να ορίζεται ποιος ακριβώς θα ασκήσει αυτή την επιτήρηση και υπό ποιο νομικό πλαίσιο. Η Χαμάς, αν και στρατιωτικά αποδεκατισμένη, διατηρεί δίκτυα υποστήριξης στη Γάζα και στην εξορία, που δύσκολα θα αποδεχθούν έναν τέτοιο αφοπλισμό χωρίς ανταλλάγματα. Παράλληλα, το ζήτημα των απελευθερωμένων Παλαιστινίων κρατουμένων που θα «επαναπατριστούν» ως πρόσφυγες σε τρίτες χώρες εντείνει τις υποψίες για ένα σχέδιο «εξαγωγής του προβλήματος» αντί για πραγματική επίλυση του. Η απομάκρυνση χιλιάδων μαχητών και υποστηρικτών της Χαμάς σε κράτη όπως το Κατάρ ή η Τουρκία μπορεί προσωρινά να εκτονώσει την ένταση, αλλά δεν εγγυάται ότι η οργάνωση δεν θα ανασυνταχθεί πολιτικά ή ιδεολογικά.
Στο πλαίσιο αυτό, η νομιμοποίηση της συμφωνίας είναι εξαιρετικά εύθραυστη. Ούτε το Ισραήλ ούτε οι Παλαιστίνιοι υπέγραψαν επισήμως το πλήρες κείμενο της «Συμφωνίας Τραμπ». Η αναφορά σε «πλαίσιο αρχών» θυμίζει περισσότερο τις πρώτες ανακοινώσεις της Συνόδου της Μαδρίτης το 1991 παρά μια δεσμευτική συμφωνία τύπου Όσλο. Οι προηγούμενες εμπειρίες, από το Όσλο του 1995 έως το Κάμπ Ντέιβιντ του 2000, απέδειξαν ότι ακόμη και οι πιο αναλυτικές συμφωνίες μπορούν να καταρρεύσουν, όταν δεν στηρίζονται σε αμοιβαία αποδοχή και μηχανισμούς εφαρμογής. Η νέα αμερικανική προσέγγιση φαίνεται να παρακάμπτει αυτό το δίδαγμα, επιδιώκοντας να επιβάλει ειρήνη χωρίς ρητή συναίνεση των δύο πλευρών, μια «ειρήνη εκ των άνω», με τη σφραγίδα του Λευκού Οίκου και τη σιωπηρή ανοχή των αραβικών μοναρχιών.
Η στάση των αραβικών κρατών είναι καθοριστική για το πώς θα εξελιχθεί το νέο πλαίσιο. Η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αίγυπτος, αν και χαιρέτισαν δημοσίως τη συμφωνία, διατηρούν επιφυλάξεις για τον ρόλο που θα έχει το Ισραήλ στη «μεταπολεμική ασφάλεια» της Γάζας. Ο Μπιν Σαλμάν, σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, ζήτησε εγγυήσεις ότι το Ριάντ θα συμμετέχει στη διαχείριση των κονδυλίων ανοικοδόμησης, ώστε να αποφευχθεί η μονομερής επιρροή της Ουάσιγκτον. Παράλληλα, η Τεχεράνη έχει ήδη απορρίψει τη συμφωνία ως «κατοχικό σχέδιο υπό αμερικανική σφραγίδα», προειδοποιώντας ότι το Ιράν και οι παραστρατιωτικοί του βραχίονες στον Λίβανο και τη Συρία δεν θα παραμείνουν αδρανείς.
Από πλευράς Ισραήλ, η εσωτερική εικόνα είναι πιο σύνθετη απ’ όσο δείχνει ο ενθουσιασμός της στιγμής. Ο Μπεντζαμίν Νετανιάχου επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την «εποχή Τραμπ» για να ανακτήσει τη φθίνουσα δημοτικότητά του, παρουσιάζοντας την εκεχειρία ως στρατηγική νίκη που εξασφαλίζει την «οριστική εξουδετέρωση της Χαμάς». Όμως, το γεγονός ότι η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας της Γάζας στηρίζεται σε ξένη διοίκηση και διεθνή επιτήρηση περιορίζει δραματικά τον ισραηλινό έλεγχο. Η δεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης θεωρεί τη συμφωνία υπερβολικά επιεική, ενώ η αντιπολίτευση την καταγγέλλει ως «εξαγωγή ευθύνης» και «αναβίωση της πολιτικής των δύο κρατών από το παράθυρο». Γι αυτό και δεν είναι τυχαίο πως μειοψήφισαν πέντε υπουργοί ακραίων θρησκευτικών κομμάτων που δεν υποστήριξαν τη συμφωνία.
Για την παλαιστινιακή κοινωνία, η επόμενη ημέρα προμηνύεται εξίσου αντιφατική. Από τη μια πλευρά, η εκεχειρία φέρνει τέλος σε μια ανείπωτη ανθρωπιστική τραγωδία, ενώ από την άλλη, εγκαθιδρύει ένα καθεστώς διαρκούς επιτήρησης και εξωτερικής διαχείρισης που απειλεί να μετατρέψει τη Γάζα σε «ειρηνικό προτεκτοράτο». Οι φωνές που ζητούν επαναφορά της πολιτικής ενότητας ανάμεσα σε Φάταχ και Χαμάς ενισχύονται, αλλά το θεσμικό πλαίσιο που επιβάλλεται εκ των άνω καθιστά δύσκολη οποιαδήποτε δημοκρατική ανασυγκρότηση. Αν η Παλαιστινιακή Αρχή περιοριστεί σε ρόλο παρατηρητή, χωρίς πολιτική νομιμοποίηση στη Γάζα, το κενό αυτό θα το καλύψουν είτε οι διεθνείς φορείς είτε τα ριζοσπαστικά υπολείμματα της Χαμάς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αν το «όραμα Τραμπ» κατορθώσει να μεταφράσει τη στρατιωτική νίκη του Ισραήλ και την πολιτική κόπωση των Παλαιστινίων σε ένα πλέγμα συνύπαρξης, έστω υπό διεθνή επιτήρηση, τότε η Μέση Ανατολή μπορεί να γνωρίσει μια σχετική σταθερότητα. Αν όμως η συμφωνία εκληφθεί ως επιβολή και όχι ως κοινό βήμα, τότε το σημερινό τέλος των εχθροπραξιών ίσως αποδειχθεί απλώς μια εκεχειρία ανάμεσα σε δύο κεφάλαια της ίδιας ατέρμονης σύγκρουσης. Για την Ελλάδα, το σημαντικό ήταν πως βρέθηκε όχι μόνο στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, αλλά συμμετείχε και στην διάσκεψη για την επόμενη μέρα στη Μέση Ανατολή, ως σημαντικός παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.