Η Αλυσίδα της βιομηχανίας, η Αλυσίδα της διασκέδασης – Ένα κτήριο, πολλές ιστορίες
Προσωπικές μνήμες μοιράζονται στο TheOpinion o Άρης Στυλιανού και ο Απόστολος Καθανας.
Μόνο στη μνήμη των Θεσσαλονικέων θα βρίσκεται πλέον η «Αλυσίδα», το ογκώδες κτήριο των περίπου 3.000 τ.μ. που δέσποζε στην Παπαναστασίου, στην περιοχή της Χαριλάου.
Οι πιο μεγάλοι θα θυμούνται διηγήσεις από τους γονείς τους που μιλούσαν για το παλιό εργοστάσιο παραγωγής παπουτσιών από καουτσούκ, ενώ οι μεσήλικες σήμερα θα έχουν να διηγούνται ιστορίες με ατέλειωτα ξενύχτια στις «Γοργόνες και Μάγκες», είτε στα μπουζούκια με είσοδο από την Αλεξάνδρου Σταύρου είτε στο κλαμπ, από την Παπαναστασίου.
Τμήμα του χαρακτηριστικού κτηρίου που κατεδαφίζεται από χτες, έχει περάσει εδώ και χρόνια στην ιδιοκτησία της Eurobank που φαίνεται πως θα το αξιοποιήσει με τη δημιουργία χώρου γραφείων, με την προοπτική αυτή να φέρνει χαμόγελα στους περιοίκους που εδώ και χρόνια μιλούν για ένα εγκαταλειμμένο κουφάρι που αποτελεί εστία μόλυνσης, καθώς κανείς δεν ασχολείται μαζί του.
Άλλωστε, δεν ήταν λίγες οι φορές από το 2011, όταν έκλεισαν οι «Γοργόνες και Μάγκες», που η πυροσβεστική έσπευσε στο παλιό κτήριο για να σβήσει φωτιές που άναβαν ρακοσυλλέκτες, οι οποίοι έβρισκαν καταφύγιο εκεί.
Η Αλυσίδα της νύχτας
Ήταν στη δεκαετία του 90 όταν ο Απόστολος Καθανας μπήκε ως μέτοχος στις Γοργόνες και Μάγκες με τους Ραπτάκη – Μπετα, όταν ακόμη το κτήριο ανήκε στους αδελφούς Δεδεογλου.
Θυμάται ότι το κτήριο πέρασε στα χέρια της Eurobank, γύρω στο 205 με 2006, λόγω οικονομικών προβλημάτων των ιδιοκτητών, ωστόσο για τον ίδιο η Αλυσίδα ήταν ένα κτήριο με πολλά τετραγωνικά που έπρεπε να το φροντίζουν ιδιαίτερα. «Εγώ θυμάμαι να λένε οτι η γωνία του μεγάλου αυτού κτηρίου των περίπου 3.000 τ.μ. είχε χαρακτηριστεί διατηρητέα… Θυμάμαι μάλιστα ότι το μαγαζί είχε και στοές, που έλεγαν ότι οδηγούσαν στην Καραμανλή. Δεν ξέρω αν ισχύει και τι έγινε στη συνέχεια», λέει στο TheOpinion ο κ. Καθάνας.
«Το κτήριο ήταν πολύ μεγάλο. Θέλαμε να το μετατρέψουμε σε πολυχώρο. Είχε ένα πολύ ωραίο αίθριο και μπορούσε να αξιοποιηθεί. Όταν έμεινα εγώ ως ιδιοκτήτης και το κτήριο είχε περάσει πια στα χέρια της τράπεζας, είχα ακόμη το δικαίωμα να λειτουργώ το μαγαζί. Ωστόσο, οι καιροί άλλαζαν, η διασκέδαση άλλαζε… Αλλιώς μπήκαμε τη δεκαετία του ’90 κι αλλιώς φτάσαμε στο 2011 όταν κλείσαμε», θυμάται ο κ. Καθανας.
Και τι άλλο θυμάται; Θυμάται την Αλυσίδα που φιλοξένησε επί χρόνια γνωστά ονόματα του λαϊκού πενταγράμμου, που γέμισε με τραγούδια που διασκέδαζαν τους πάντες, από φοιτητές που έμπαιναν για ένα ποτό μέχρι και γνωστούς επιχειρηματίες που με τον λογαριασμό που έκαναν «έβγαζαν» για το μαγαζί τα έξοδα της βραδιάς, την Αλυσίδα που ασφκυκτιούσε στα λουλούδια, τις παρέες και τις ιστορίες, είτε στο κομμάτι του μαγαζιού που λειτουργούσε σαν κλαμπ είτε αργότερα σαν μπουζούκια.
«Το μεγάλο πλεονέκτημα του μαγαζιού ήταν ότι βρισκόταν μέσα στην πόλη. Δεν έπρεπε κανείς να ξενιτευτεί στην περιοχή του αεροδρομίου. Έπινες; Έμπαινες σε ταξί κι έφευγες…», τονίζει ο κ. Καθανας.
Το μαγαζί έκλεισε το 2011, ενώ στην πραγματικότητα άρχισε να κλείνει με την οικονομική κρίση και στη συνέχεια με την πανδημία, όταν πια η διασκέδαση δέχτηκε σοβαρό πλήγμα.
«Στενοχωριέμαι τώρα που κατεδαφίζεται, αλλά για μένα η μεγάλη στενοχώρια για το μαγαζί ήταν λίγο μετά το 2015, όταν το κτήριο είχε πιάσει μια μεγάλη φωτιά και είχε καταστραφεί και ο εξοπλισμός που ήταν μέσα κι όλα. Για μένα, η Αλυσίδα είχε “πεθάνει” τότε», προσθέτει ο κ. Καθανας.
Η Αλυσίδα ως βιομηχανία
Ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Άρης Στυλιανού μπαινόβγαινε στο δαιδαλώδες, όπως το έβλεπαν τα παιδικά του μάτια, κτήριο της Αλυσίδας τη δεκαετία ’70 – ’80 σαν μικρό παιδί. Ο πατέρας του, Γιάννης Στυλιανού, είχε αναλάβει τη διεύθυνση της βιομηχανίας που του είχε αφήσει ο πατέρας του, Σωτήρης Στυλιανού, της βιομηχανίας Αλυσίδα.
Ο Άρης Στυλιανού εξιστορεί, μιλώντας στο TheOpinion:
«Η αλήθεια είναι ότι παππούς μου, Σωτήρης Στυλιανού, είχε αυτό που λέμε επιχειρηματικό δαιμόνιο, Ξεκινώντας από το Λιβάδι Περιστεράς κατέβηκε στην πόλη και από χαμάλης κατέληξε… .βιομήχανος. Μαζί με άλλες οικογένειες συνεταίρους δημιούργησαν την “Αλυσίδα” το 1934. Πήγαινε στη Μασσαλία, έφερναν μεταχειρισμένα ελαστικά αυτοκινήτων, τα έραβαν κι έφτιαχναν εργατικά παπούτσια από ελαστικά για αγρότες και εργάτες. Το 1935 ανέγειραν το κτήριο στην Αλυσίδα (το επέλεξαν το όνομα αυτό για να δείξουν ότι είναι τόσο γερά τα παπούτσια που δεν κόβονται… Μάλιστα, θυμάμαι μια διαφήμιση που έδειχνε ένα παπούτσι στη μέση το οποίο τραβούσαν από τη μια και την άλλη πλευρά δυο λιοντάρια, για να το “χωρίσουν”). Στην Κατοχή το κτήριο το επιτάξανε οι Γερμανοί αλλά στη συνέχεια, στα χρόνια που ακολούθησαν ήρθε η μεγάλη ανάπτυξη. Η βιομηχανία έφτασε το ’70 να έχει γύρω στους 750 εργαζόμενους. Μετά, μάλιστα επεκτάθηκαν. Αγόρασαν την ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ (Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικού) και έβγαζαν τις τότε ελβιέλες, δηλαδή τα αθλητικά της εποχής. Έτσι πέρα από εργατικά παπούτσια εξαπλώθηκαν και στα αθλητικά. Τη δεκαετία του 90 πια (από το 70 και μετά ο πατέρας μου είχε αναλάβει…), πήγαινα κι εγώ στο εργοστάσιο να περιμένω τον πατέρα μου. Θυμάμαι το κτήριο, δαιδαλώδες. Πήγαινα στα γραφεία, αλλά ο πατέρας μου με απέτρεπε από το να έρθω σε επαφή με την παραγωγή, γιατί ούτε ο ίδιος δεν ήθελε να ασχοληθεί με το επιχειρείν και φυσικά δεν ήθελε το ίδιο και για μένα…. Τον ενδιέφερε η δημιουργία, γι’ αυτό και σχεδίαζε τα παπούτσια που έφτιαχναν. Το γραφείο του ήταν στην παραγωγή. Το 80 μετακόμισαν και πήγαν προς τη Θέρμη, καθώς χρειαζόταν πιο μεγάλους χώρους. Από εκεί έβγαζαν τα φοβερά και τρομερά Strike… Το κτήριο πουλήθηκε».
Όσο για την κατεδάφιση του κτηρίου, που προφανώς για τον ίδιο ξυπνούσε οικογενειακές μνήμες, ο κ. Στυλιανού δηλώνει στενοχωρημένος. «Νομίζω όμως ότι περισσότερο με κάνει να αισθάνομαι άβολα αυτή η κατεδάφιση, γιατί θα ήθελα να βλεπω στην Θεσσαλονίκη του τσιμέντου τέτοια κτήρια με έναν χαρακτήρα, να παραμένουν, να ανακατασκευάζονται και να παίρνουν τον δρόμο της επανάχρησης, που είναι διαδεδομένος στο εξωτερικό», σχολιάζει.