Αύξηση κατώτατου μισθού: Πόσα μένουν «καθαρά» στον εργαζόμενο – Οι αντιδράσεις
ΕΚΘ: Κριτική στην κυβέρνηση για τον κατώτατο μισθό και την ακρίβεια - Ο Χάρης Κυπριανίδης στο TheOpinion
Στα 50 ευρώ μικτά και στα 34 ευρώ καθαρά για εργαζόμενους χωρίς παιδιά και στα 43 ευρώ για εργαζόμενους με παιδιά ανέρχεται η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Απρίλιο.
Ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται στα 880 ευρώ, μετά την αύξηση 6,02%, από τα 830 ευρώ που ίσχυαν μέχρι σήμερα, κάτι που επηρεάζει περισσότερους από 1,6 εκατομμύρια πολίτες, μεταξύ αυτών εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, δημοσίους υπαλλήλους και δικαιούχους επιδομάτων.
Η μικτή αύξηση στον κατώτατο μισθό που θα ισχύσει από 1η/4/2025 θα ανέλθει στα 50 €
Αυτό αντιστοιχεί σε μηνιαία καθαρή αύξηση 34 ευρώ για εργαζομένους χωρίς παιδιά, χωρίς άλλα εισοδήματα και 43 ευρώ για εργαζομένους με 2 ή περισσότερα παιδιά χωρίς άλλα εισοδήματα, μετά από πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών και φόρο εισοδήματος.
Ποιοι επηρεάζονται
Η μεταβολή αυτή συνεπάγεται και αναπροσαρμογή του κατώτατου ημερομισθίου, το οποίο ανεβαίνει από 37,07 ευρώ σε 39,30 ευρώ. Πρόκειται για την πέμπτη διαδοχική αύξηση από το 2019, με τη συνολική αύξηση σε βάθος εξαετίας να αγγίζει το 35,4%. Σύμφωνα με τα κυβερνητικά στοιχεία, οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα λαμβάνουν πλέον περίπου πέντε επιπλέον βασικούς μισθούς ετησίως, συγκριτικά με το 2019.
Η αναπροσαρμογή αυτή επηρεάζει άμεσα περισσότερους από 1,6 εκατομμύρια πολίτες, μεταξύ αυτών:
- Πάνω από 575.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό.
- Δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι θα δουν επίσης αυξήσεις στις αποδοχές τους.
- Δικαιούχους επιδομάτων που συνδέονται με τον κατώτατο μισθό, όπως το επίδομα μητρότητας, γάμου, γονικής άδειας και ανεργίας.
- Εργαζόμενους με προϋπηρεσιακές τριετίες, οι οποίες επηρεάζονται από τη νέα βάση υπολογισμού.
Οι πρώτες αντιδράσεις είναι μικτές. Οι εργαζόμενοι χαιρετίζουν την αύξηση, τονίζοντας ότι ενισχύει το εισόδημά τους, αλλά εκφράζουν ανησυχίες για το αν επαρκεί μπροστά στην ακρίβεια που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους.
«Η κυβέρνηση δεν έχει πραγματική διάθεση να στηρίξει τους εργαζόμενους»
Ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, Χάρης Κυπριανίδης, μιλώντας στο theopinion.gr, εκφράζει την δυσαρέσκειά του για την πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει πραγματική διάθεση για την ουσιαστική στήριξή τους.
Αναφερόμενος στις πολιτικές που αφορούν τους μισθούς και τις εργασιακές συνθήκες, ο κ. Κυπριανίδης υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση δεν προχωρά σε γενναία αύξηση των μισθών και ότι το μόνο μέτρο που προτείνεται για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων είναι η υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
«Η κυβέρνηση δεν έχει πραγματική διάθεση και πρόθεση να στηρίξει τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα αποτελεσματικά μέσα από μια γενναία αύξηση των μισθών και ενίσχυσης του εισοδήματός τους, κάτι το οποίο θα επιτευχθεί μόνο με επαναφορά και υπογραφή των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Η Ελλάδα στους ευρωπαϊκούς δείκτες φιγουράρει στις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά την αγοραστική δύναμη των πολιτών και στην πρώτη σε ό,τι αφορά το στεγαστικό κόστος», τονίζει.
«Η κυβέρνηση μπορεί να θέτει συγκεκριμένους στόχους και κρίνεται από την επίτευξή τους ή μη. Θέτει ως στόχο το 2027 ο μέσος μισθός να είναι 1500 ευρώ και ο κατώτατος 950 ευρώ. Τώρα ανακοίνωσε πως από 1η Απριλίου ο κατώτατος μισθός θα ορίζεται στα 880 ευρώ μεικτά, που είναι όμως κατώτερος των αναγκών μας. Οι όποιες αυξήσεις ανακοινώνονται είναι καλοδεχούμενες δεν επαρκούν ωστόσο για να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων και υπολείπονται σημαντικά των αυξήσεων των βασικών προϊόντων, των συνεχών ανατιμήσεων και της μεγάλης διάρκειας της κρίσης ακρίβειας που βιώνουμε, της αισχροκέρδειας, της αύξησης της ενέργειας και της στεγαστικής κρίσης. Η αύξηση του μισθού δεν είναι ανάλογη των αυξήσεων των υποχρεώσεών μας, ενώ απαιτούμε να αυξηθεί και το ύψος του αφορολόγητου», συμπληρώνει ο κ. Κυπριανίδης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «η ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει μεταξύ άλλων πως κράτη μέλη με ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις κάτω του 80% υποχρεούνται να εκπονήσουν Σχέδιο Δράσης, προκειμένου να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Στην χώρα μας το ποσοστό αυτό υπολείπεται σημαντικά του στόχου (μόλις το 26% των εργαζομένων καλύπτεται από συμβάσεις, το χαμηλότερο στην ΕΕ) που έχει τεθεί από την Ευρώπη. Την ίδια ώρα, διεκδικούμε διασφάλιση συνθηκών στις οποίες κανένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό να μη βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και να έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο ο ίδιος και η οικογένειά του. Οι ανακοινώσεις της κυβέρνησης υπολείπονται σημαντικά του 60% του διάμεσου μισθού».
Απαιτούμε την άμεση επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και την πραγματική επανίδρυση του Κοινωνικού Διαλόγου που διακόπηκε το 2012. Ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων πρέπει να είναι ουσιαστικός στον καθορισμό του κατώτατου μισθού κι όχι συμβουλευτικός, όπως επιθυμεί η κυβέρνηση. Για το λόγο αυτό άλλωστε, η ΓΣΕΕ πρότεινε την επαναφορά του πλήρους ρυθμιστικού πεδίου της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, να θεσμοθετηθεί και πάλι η καθολικότητα ισχύος και δεσμευτικότητα του συνόλου των όρων (μισθολογικών και μη) της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και ο κατώτατος μισθός/ημερομίσθιο να καθορίζονται και πάλι αποκλειστικά με Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών και όχι με απόφαση της εκάστοτε κυβέρνησης».