Το δυσοίωνο μέλλον της Τοπικής Αυτοδιοίκησης χωρίς ριζικές αλλαγές

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Λάζαρος Ωραιόπουλος, αντιδήμαρχος Νεάπολης – Συκεών και μέλος Επιτροπης Επανεκκίνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Το δυσοίωνο μέλλον της Τοπικής Αυτοδιοίκησης χωρίς ριζικές αλλαγές

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Λάζαρος Ωραιόπουλος, αντιδήμαρχος Νεάπολης – Συκεών και μέλος Επιτροπης Επανεκκίνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση (ΤΑ) αποτελεί τον πλησιέστερο θεσμό της πολιτείας προς τον πολίτη. Είναι το επίπεδο διακυβέρνησης που καλείται να διαχειριστεί την καθημερινότητα, να ανταποκριθεί σε τοπικές ανάγκες και να δημιουργήσει συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης στις κοινότητες. Ωστόσο, το μέλλον της φαντάζει δυσοίωνο αν δεν τολμήσουμε άμεσα και ριζικά βήματα μεταρρύθμισης.

Πρωτεύον σήμερα για την Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν είναι η ψήφιση ενός ακόμη – και μάλιστα ακόμη πιο αντιδημοκρατικού– εκλογικού νόμου, όπως συχνά εστιάζει ο δημόσιος διάλογος, αλλά το να διασφαλίσουμε ότι θα υπάρχουν λειτουργικοί και ζωντανοί Δήμοι και μετά το τέλος αυτής της αυτοδιοικητικής περιόδου. Όταν οι δομές καταρρέουν, οι συζητήσεις περί εκλογικών συστημάτων μοιάζουν εκτός πραγματικότητας..

Η υποστελέχωση των Δήμων είναι σήμερα δομικό και εκρηκτικό πρόβλημα. Οι Δήμοι λειτουργούν με προσωπικό που συχνά δεν επαρκεί ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά για να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις. Κι όμως, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό καταβάλλει καθημερινά έναν αξιέπαινο αγώνα για να κρατήσει όρθιες βασικές υπηρεσίες και υποδομές εξυπηρετώντας τους πολίτες με αίσθημα ευθύνης, αυταπάρνηση και συναίσθηση του κοινωνικού τους ρόλου. Αυτό, ωστόσο, δεν αρκεί. Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: η Αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί σε αυτούς τους όρους.

Πέρα από τον αριθμό των εργαζομένων, το μείζον είναι η ανανέωση και ο εμπλουτισμός του ανθρώπινου δυναμικού. Αν δεν υπάρξει πολιτική προσέλκυσης νέων στελεχών με γνώσεις, διάθεση προσφοράς και προοπτική επαγγελματικής ανέλιξης, η Αυτοδιοίκηση δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις και θα βαλτώνει στη μετριότητα.

Χρειαζόμαστε γενναία κίνητρα για να επιλέξει ένας νέος άνθρωπος να χτίσει την καριέρα του στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μισθολογική αξιοπρέπεια, δυνατότητες εξέλιξης, επιμόρφωση και ένα περιβάλλον όπου θα μπορεί να καινοτομεί και να βλέπει τον κόπο του να φέρνει απτό αποτέλεσμα. Η Αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να αποτελεί πλέον “τελευταία λύση” για τους ανθρώπους του δημοσίου τομέα — πρέπει να γίνει ελκυστικός προορισμός.

Αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο  με την πραγματική αποκέντρωση των οικονομικών πόρων. Η φορολογική εξάρτηση των Δήμων από την κεντρική διοίκηση τους καθιστά ευάλωτους, ανίσχυρους και συχνά δέσμιους πολιτικών σκοπιμοτήτων. Παρά το γεγονός ότι τα κρατικά έσοδα από τον ΦΠΑ έχουν αυξηθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια, η κεντρική εξουσία εξακολουθεί να παρακρατά θεσμοθετημένους πόρους που ανήκουν στην Αυτοδιοίκηση, όπως είναι ποσοστά από τα δημόσια έσοδα, τον ΦΠΑ, τον φόρο εισοδήματος κ.ά. Ενδεικτικά, ένα σημαντικό ποσοστό των εισπράξεων από τον ΦΠΑ έχει προβλεφθεί να αποδίδεται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά αυτό δεν υλοποιείται, παρά την πρόβλεψη και την αύξηση των συνολικών εσόδων του κράτους. Αυτή η πρακτική συνιστά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της οικονομικής αυτοτέλειας και αποτελεί βασικό εμπόδιο για την πραγματική αποκέντρωση των οικονομικών πόρων. Είναι καιρός να τολμήσουμε. Η φορολογική αποκέντρωση, με ταυτόχρονη κατάργηση αντίστοιχων κρατικών φόρων, είναι όχι απλώς επιθυμητή αλλά αναγκαία. Δεν πρόκειται για αύξηση βαρών στους πολίτες, αλλά για πιο δίκαιη, διαφανή και αποτελεσματική κατανομή πόρων.

Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα ενισχύσει τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την αίσθηση του πολίτη ότι τα χρήματά του πιάνουν τόπο. Θα δημιουργήσει ανταγωνισμό ποιότητας μεταξύ Δήμων, θα ενισχύσει την πρωτοβουλία και την εξωστρέφεια και θα δώσει στους πολίτες τη δυνατότητα να ελέγχουν πιο άμεσα πού και πώς αξιοποιούνται οι τοπικοί πόροι.

Είναι αδιανόητο, εν έτει 2025, ένας Δήμος να αδυνατεί να σχεδιάσει και να υλοποιήσει κρίσιμα έργα υποδομής που απαντούν σε πραγματικές και πιεστικές ανάγκες των πολιτών — όπως, για παράδειγμα, η κατασκευή υπόγειου πάρκινγκ, που αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα στην καθημερινότητα των κατοίκων των αστικών κέντρων — εξαιτίας της έλλειψης ίδιων πόρων, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο ή ανύπαρκτο αριθμό κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Το αποτέλεσμα είναι να οδηγούμαστε σε μια στρεβλή πραγματικότητα: να υλοποιούνται έργα που δεν μπορούν να καλύψουν τις μεγάλες ανάγκες των πολιτών, όχι επειδή προέχουν για τους πολίτες, αλλά απλώς και μόνο επειδή εντάσσονται ευκολότερα σε υφιστάμενα χρηματοδοτικά προγράμματα. Η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλει να έχει τη δυνατότητα να ιεραρχεί τις παρεμβάσεις της με βάση τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και όχι να καθοδηγείται από τη διαθεσιμότητα των χρηματοδοτήσεων.

Το πρόβλημα της Αυτοδιοίκησης δεν είναι τεχνοκρατικό — είναι βαθιά πολιτικό. Αντί να αντιμετωπίζουμε την Αυτοδιοίκηση ως προέκταση του κράτους, οφείλουμε να την επανιδρύσουμε ως θεσμό με αυτόνομο ρόλο, ευθύνη και ισχυρή πολιτική και οικονομική ταυτότητα. Αυτό απαιτεί θάρρος, πολιτική βούληση και συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών. Αν συνεχίσουμε με ημίμετρα, αποσπασματικές ρυθμίσεις και λογικές διαχείρισης της φθοράς, το μέλλον δεν θα είναι απλώς δυσοίωνο — θα είναι αδιέξοδο.

Το παράθυρο για ουσιαστική αλλαγή είναι ακόμη ανοιχτό, αλλά στενεύει επικίνδυνα. Αν το αγνοήσουμε, το αποτέλεσμα δεν θα είναι απλώς ένας αδύναμος θεσμός. Θα είναι η πλήρης αποσύνθεση της αποκέντρωσης και η απαξίωση της τοπικής διακυβέρνησης, με καταστροφικές συνέπειες για τη Δημοκρατία και την ανάπτυξη.

Η αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα πολιτικής βούλησης και όχι γραφειοκρατικής διαχείρισης. Οφείλει να τεθεί στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και να αντιμετωπιστεί ως πυλώνας μιας σύγχρονης, δίκαιης και βιώσιμης αναπτυξιακής στρατηγικής.

Τα προοδευτικά κεντροαριστερά κόμματα της χώρας καλούνται να ηγηθούν αυτής της αλλαγής. Όχι με συνθήματα, αλλά με σαφές σχέδιο, συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες και όραμα για έναν θεσμό που δεν θα είναι συμπλήρωμα του κράτους, αλλά ουσιαστικός παράγοντας αποκέντρωσης της εξουσίας, τοπικής προόδου και κοινωνικής συνοχής.