Τι σκατά κάναμε τόσο λάθος;
Για μας, η ζωή συνεχίζεται. Για τον Μιχάλη, την οικογένειά του και κάποιους άλλους, η ζωή σταμάτησε για πάντα.
Όταν δολοφονήθηκε ο Αλκης Καμπανός, ως αρθρογράφος του paok24 έγραψα πάρα πολλά, επώνυμα και επικριτικά, κατά των ατόμων που ευθύνονταν για τη δολοφονία και ονοματίζονταν από τα ΜΜΕ ως «οπαδοί του ΠΑΟΚ».
Τους ίδιους δεν τους ήξερα. Ούτε τώρα έχω μάθει τα ονόματά τους. Αλήθεια το λέω. Σημασία είχε μόνον η πράξη τους και το πού οφείλονταν αυτή, ως αποκλίνουσα κοινωνική συμπεριφορά. Δε σχετικοποίησα το θάνατο του νέου παιδιού, ούτε σύγκρινα την πράξη με άλλα παρόμοια περιστατικά βίας με πρωταγωνιστές οπαδούς άλλων ομάδων. Ήταν μια αναίτια, παράλογη, απάνθρωπη συμπεριφορά που όφειλα να στηλιτεύσω, αφενός ως ελάχιστο χρέος στη μνήμη του δολοφονημένου παιδιού και αφετέρου διότι οποιαδήποτε άλλη αντίδραση εκτός από την αποδοκιμασία θα προετοίμαζε την επόμενη δολοφονία.
Το «ρίσκο» τότε ήταν τεράστιο διότι, ως δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης και ΠΑΟΚτσής, για ένα μεγάλο κομμάτι των οπαδών του ΠΑΟΚ η υπερτόνιση και όχι η αποσιώπηση της δολοφονίας ήταν πράξη «προδοτική». Τα σχόλια που γράφτηκαν, πολλοί τα έχετε διαβάσει. Από καρκίνους μέχρι απειλές. Μάλιστα, όταν ακολούθησε νέο επικριτικό άρθρο μου με αφορμή πανό στην Τούμπα που έγραφε «λευτεριά στα αδέλφια μας», κάποια από τα μηνύματα μερίδας του κόσμου (επειδή τόλμησα να γράψω «εσείς θα φύγετε από το γήπεδο, όχι εμείς») με έκαναν να αναρωτηθώ αν τελικά αυτοί που φωνάζουν στα συνθήματα για «ξύλο», «αίματα», «βγαλμένα μάτια», «νεκρούς» είναι πράγματι μειοψηφία ή τελικά ζούμε εμείς ανάμεσά τους και είμαστε πια αριθμητικά λιγότεροι. Όχι. Δεν είμαστε λιγότεροι. Απλώς, όσοι μισούν ανθρώπους και βρίσκουν προσωρινή διέξοδο και χώρο μέσα στις κερκίδες για να εκφραστούν με βία, κάνουν απείρως περισσότερο θόρυβο.
Θα αναρωτηθεί κάποιος: «ωραία, όταν οι δράστες ήταν οπαδοί του ΠΑΟΚ, έγραφες οργισμένα κείμενα. Τώρα που είναι οπαδοί άλλων ομάδων, θα γράψεις;» Φυσικά θα γράψω τα ίδια ίσως και περισσότερα, δεδομένου ότι θα περίμενε κανείς η δολοφονία του Αλκη να ήταν η τελευταία. Θα γράψω διότι η δολοφονία του 29χρονου Μιχάλη θα μπορούσε και έπρεπε να αποφευχθεί. Θα γράψω διότι για τη συγκεκριμένη δολοφονία υπάρχουν άνθρωποι που ήξεραν και δεν μερίμνησαν και αναφέρομαι κυρίως στο επίσημο κράτος. Ο λόγος που στην περίπτωση δολοφονίας του Αλκη Καμπανού έγραψα τόσα πολλά και αναλυτικά ήταν επειδή αισθάνθηκα πως είχα χρέος ως ΠΑΟΚτσής να αποδείξω ότι δεν προσέγγιζα την πράξη «υποκειμενικά», ούτε επεδίωκα να την αποσιωπήσω, όπως κατηγορήθηκε το οπαδικό κίνημα του ΠΑΟΚ σε εκείνη την περίπτωση αλλά και στην δολοφονία του Τόσκο. Θεωρώ πως η «υπόθεση Καμπανού» αναλύθηκε επαρκώς. Γράφτηκαν όσα έπρεπε να γραφτούν και στο δικαστήριο έγιναν όσα έπρεπε να γίνουν. Τα γεγονότα αποκαλύφθηκαν, η δικαιοσύνη αποφάσισε, οι κατηγορούμενοι θα υποστούν πολύ αυστηρές ποινές. Αλλά, δυστυχώς, το πρόβλημα δε λύθηκε. Γιατί το πρόβλημα δε λύνεται ποτέ με μια δικαστική απόφαση βασισμένη σε έναν εξοντωτικό νόμο. Αν ήταν έτσι, δεν θα είχαμε δολοφονίες όσο ίσχυε στον κόσμο η θανατική ποινή όπως επίσης θα είχαμε αύξηση των δολοφονιών και της εγκληματικότητας όταν καταργήθηκε σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο η ποινή του θανάτου.
Προσωπικά, όσο λάβρος εναντίον των υπαιτίων της δολοφονίας του Αλκη υπήρξα πριν τη δίκη, τόσο επιεικής δηλώνω σήμερα σχετικά με το μέλλον αυτών των ανθρώπων που καταδικάστηκαν. Σκοπός μιας ποινής είναι ο παραδειγματισμός του δράστη και όχι η εξόντωση. Στόχος της κοινωνίας είναι η επανένταξη τέτοιων ατόμων και όχι η απομόνωσή τους. Δεν τα λέω εγώ αυτά. Δεν τα βγάζω από το μυαλό μου. Τα έγραψαν κοινωνικοί επιστήμονες και διανοούμενοι όταν ο πολιτισμός μας πάλευε να βγει από τον μεσαίωνα προς τον διαφωτισμό. Αν μείνουμε μόνο στην ικανοποίηση ότι μια ντουζίνα νέα παιδιά σαπίζουν στη φυλακή, αδιαφορώντας για το μέλλον τους, πολύ φοβάμαι ότι το μήνυμα που μεταφέρεται σε όσους ακροβατούν στον γκρεμό της παραβατικότητας, είναι θολό, μπερδεμένο και δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε καν ως «φόβος τιμωρίας» και «παράδειγμα προς αποφυγή». Απόδειξη αυτού αποτελούν τα συνθήματα συμπαράστασης στις κερκίδες (άραγε τα πιστεύουν αυτά που φωνάζουν;) αλλά και τα δεκάδες περιστατικά βίας μετά τον θάνατο του Αλκη που από τύχη δεν έχουν οδηγήσει σε θάνατο. Η μη επίδειξη κατανόησης και επιείκειας συχνά οδηγεί σε μίσος, τόσο των ίδιων των καταδικασθέντων (είδατε την σοκαριστική αντίδρασή τους μέσα στο δικαστήριο) όσο και πολλών ομοϊδεατών τους που παραμένουν εκτός φυλακής, το ίδιο επικίνδυνοι κι έτοιμοι να ρισκάρουν για να κάνουν παρόμοιες πράξεις.
Ξαναγυρνώ στη δολοφονία του Μιχάλη το βράδυ της Δευτέρας στη Νέα Φιλαδέλφεια. Όλα δείχνουν πως δολοφονήθηκε από νεοναζιστές οπαδούς της Ντινάμο Ζάγκρεμπ με τη βοήθεια ομοϊδεατών οπαδών του Παναθηναϊκού. Μάλιστα ήδη γράφεται πως δύο Έλληνες οπαδοί πρωταγωνίστησαν στη δολοφονία. Προσέξτε εδώ τις δύο παγίδες: η πρώτη είναι να υποβαθμιστεί το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι εγκληματίες είναι νοσταλγοί του Ναζισμού και τελικά να κριθούν μόνον ως οπαδοί που «σκότωσαν από φανατισμό για τις ομάδες». Όχι. Ο φανατισμός από μόνος του δεν οδηγεί σε οργανωμένο φόνο. Καμιά οργή δεν οδηγεί σε προμελετημένο φόνο αν από κάτω δεν υπάρχει το «στρώμα», ο «καταλύτης» του μισανθρωπισμού που στη συγκεκριμένη περίπτωση η ναζιστική ιδεοληψία συντηρεί. Η φτώχεια, η αμορφωσιά, οι κοινωνικές ανισότητες, η απουσία θεσμών και η απουσία προοπτικής για το μέλλον, κατευθύνουν κυρίως νέα παιδιά, αρχικά στην υιοθέτηση ακραίων θέσεων περί πατρίδας, θρησκείας, ράτσας, σεξουαλικότητας και στη συνέχεια στην εκδήλωση βίας απέναντι σε οτιδήποτε είναι διαφορετικό. Με αφορμή τον οπαδισμό, είναι πολύ εύκολο να εντοπιστεί «διαφορετικό».
Υπάρχει όμως κι ένας δεύτερος κίνδυνος. Να μείνουμε στο ότι αυτοί οι δολοφόνοι είναι νεοναζιστές και να «αθωώσουμε» οπαδικές εμμονές, άρνηση ευθύνης ομοϊδεατών φιλάθλων αλλά και άρνηση αποδοχής ότι στις κερκίδες υπήρχε μεγάλο πρόβλημα για το οποίο εδώ και δεκαετίες κανείς δεν ενδιαφέρεται ώστε να δώσει λύση, από τους πολιτικούς και την αστυνομία ως τους ιδιοκτήτες ομάδων, τους φιλάθλους και τα ΜΜΕ. Δυστυχώς, όσοι αγαπάμε τον αθλητισμό, αφήσαμε να δοθεί υπερβολικά πολύς χώρος σε ανθρώπους που φαίνεται, κάνει «μπαμ», το καταλαβαίνει κι ένα μικρό παιδί ότι καμία σχέση με τις ομάδες μας δεν έχουν κι έρχονται στις κερκίδες για εντελώς διαφορετικούς λόγους από εμάς, τους «πολλούς». Η λανθασμένη άποψη πως «τα δικά μας παιδιά» στις κερκίδες είναι «αλλιώς», επιτείνει το πρόβλημα. Όχι μόνο διότι τους δίνει άλλοθι να δράσουν εναντίον αντιπάλων οπαδών αλλά και γιατί με το ίδιο σκεπτικό ενεργούν και οι αντίπαλοι οπαδοί επιτρέποντας στα «δικά τους παιδιά» να ξεφύγουν… λίγο ή και κάπως περισσότερο μέχρι που οι απλές βρισιές και οι «αθώες φάπες» με αφορμή μια φανέλα αντίπαλης ομάδας ή μια λάθος απάντηση στην ερώτηση «τι ομάδα είσαι» να μετατραπούν σε φονικό τραύμα από μια «κακιά στιγμή». Όταν δικαιολογείς τις βιαιότητες των δικών σου οπαδών, σύντομα κάποιοι αντίπαλοι οπαδοί θα θέσουν και τη δική σου ζωή σε κίνδυνο. Όσοι έχουμε οικογένεια, το ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει να αγωνιάς για το αν θα γυρίσουν τα παιδιά σου στο σπίτι τους μετά από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ή μετά από μια τυχαία βόλτα σε ένα πάρκο αργά τη νύχτα.
Η ανάληψη ευθύνης, λοιπόν, είναι το βασικό ζήτημα για να ξεκινήσουμε να αλλάζουμε κάτι σε αυτήν την δυστοπική κατάσταση. Το να θεωρήσουμε ότι η λύση του προβλήματος εξαρτάται ΚΑΙ από μας. Πώς, όμως, να περιμένεις από έναν φίλαθλο, έναν παράγοντα ή έναν δημοσιογράφο να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί όταν ολόκληρος υπουργός προστασίας του πολίτη, αποποιείται κάθε ευθύνης και καρατομεί απλώς τους υφιστάμενους αξιωματικούς του; Πώς περιμένεις από έναν φίλαθλο να αποτρέψει βίαιες συμπεριφορές άλλων φιλάθλων σε μια κερκίδα όταν ολόκληρο το κράτος γνώριζε και δεν έκανε τίποτα ώστε να προστατέψει τους ανυποψίαστους πολίτες από την επίθεση ατόμων οι οποίοι διέσχισαν ανενόχλητοι τη μισή χώρα μέχρι να φτάνουν στη Φιλαδέλφεια; Βολική η οριοθέτηση της κοινωνικής βίας πέριξ των αθλητικών χώρων και εξίσου βολική κάθε φορά η εξαγγελία αυστηρών ποινών και περιοριστικών μέτρων, πάντοτε εξουσιαστικά, τιμωρητικά και πάντοτε σε… βάθος χρόνου. Τούς ρωτάς πότε θα γίνουν πράξη όλες οι εκθέσεις ιδεών που γράφουν στις δακρύβρεχτες ανακοινώσεις τους και αυτοί υπονοούν πως θα γίνουν «κάποτε στο μέλλον» αλλά σίγουρα όχι χθες, όχι ΠΡΙΝ την κάθε δολοφονία του Νάσου, του Τόσκο, του Αλκη, του Μιχάλη. Για την τελευταία δολοφονία, μάλιστα, δεν μπήκε στον κόπο ούτε καν να ασχοληθεί ο πρωθυπουργός. Για παραίτηση του υπουργού, φυσικά ούτε λόγος. Με μια τέτοια διαχρονική επίδειξη αλαζονείας από όλες τις μορφές εξουσίας, ας μην περιμένουμε από τα παιδιά στην κερκίδα να λειτουργήσουν διαφορετικά και να τιθασεύσουν τον απύθμενο θυμό τους.
Κλείνω σε δύο διαπιστώσεις: άνθρωπος που στοχοποίησε ολόκληρο το οπαδικό κίνημα του ΠΑΟΚ ως δικηγόρος θύματος δολοφονίας, σήμερα υπερασπίζεται κατηγορούμενο οπαδό άλλης ομάδας για αντίστοιχη πράξη. Την ίδια ώρα οπαδοί μεγάλης ομάδας σηκώνουν πανό τιμώντας τη μνήμη ανθρώπου που παλαιότερα καταδικάστηκε για συμμετοχή σε δολοφονία. Ποιός προκαλεί τελικά τη βία και ποιος την υποθάλπτει; Πώς σταματά ο κύκλος αίματος όταν η βία συντηρείται και ανατροφοδοτείται από την ίδια την κοινωνία αλλά και από ανθρώπους που θα έπρεπε να την καταστείλουν; Κι όλα αυτά τα συζητάμε μέσα στο κατακαλόκαιρο, μεταξύ παραλίας και ηρεμίας. Για μας, η ζωή συνεχίζεται. Για τον Μιχάλη, την οικογένειά του και κάποιους άλλους, η ζωή σταμάτησε για πάντα. Θύματα «εν καιρώ ειρήνης». Αυτό μετράμε σε δρόμους, σε δάση, γήπεδα σε και… πεζοδρόμια! «Τον σκότωσε γιατί του έκανε παρατήρηση ότι κακώς οδηγούσε μηχανάκι στον πεζόδρομο». Φυσικά και το μετάνιωσε. «Την σκότωσε γιατί την ζήλευε». Ζητάει συγνώμη. Τι σκατά κάναμε τόσο λάθος; Πώς αλλάζει αυτό; Ξέρει κάποιος να μου πει;
Άκης Σακισλόγλου