Θαλάσσια Πάρκα και Εθνική Στρατηγική: Όταν η Προστασία γίνεται Πολιτική Ισχύος

Περισσότερο από το 36% των ελληνικών χωρικών υδάτων τίθεται πλέον σε καθεστώς αυξημένης περιβαλλοντικής προστασίας

Θαλάσσια Πάρκα και Εθνική Στρατηγική: Όταν η Προστασία γίνεται Πολιτική Ισχύος

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας 

Η πρόσφατη απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην οριοθέτηση δύο μεγάλων θαλάσσιων πάρκων στο Ιόνιο και στο Νότιο Αιγαίο αποτελεί, ανεξαρτήτως πολιτικών προθέσεων ή επικοινωνιακών σχεδιασμών, μια τομή στρατηγικού χαρακτήρα. Σηματοδοτεί κάτι βαθύτερο από μια περιβαλλοντική πρωτοβουλία ή έναν συμβολισμό πράσινης ανάπτυξης: επιδιώκει να συνδέσει την περιβαλλοντική πολιτική με την οικονομική βιωσιμότητα και την εθνική κυριαρχία σε ένα ενιαίο γεωπολιτικό αφήγημα.

Δύο νέα Εθνικά Θαλάσσια Πάρκα σε Ιόνιο και Νότιο Αιγαίο – Πλήρης ενημερωτικός οδηγός – Το μήνυμα Μητσοτάκη (VIDEO, ΧΑΡΤΕΣ)

Περισσότερο από το 36% των ελληνικών χωρικών υδάτων τίθεται πλέον σε καθεστώς αυξημένης περιβαλλοντικής προστασίας. Η Ελλάδα, έτσι, ξεπερνά από το 2025 τον στόχο του ΟΗΕ για 30% προστατευόμενων θαλασσών έως το 2030, και ανεβαίνει στην 4η θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την έκταση προστατευόμενων θαλάσσιων περιοχών. Το γεγονός αυτό, όσο και αν επισκιάζεται από πολιτικές συγκυρίες, συνιστά ένα τεκμήριο εθνικής ωριμότητας: την ικανότητα μιας χώρας να θεσπίζει όρια, να ασκεί έλεγχο και να επιλέγει χρήση του χώρου όχι με όρους εκμετάλλευσης αλλά διαχείρισης.

Η έννοια του «θαλάσσιου πάρκου» δεν είναι απλώς τεχνική. Πρόκειται για θεσμική κατοχύρωση οικοσυστημάτων, αλιευτικών πόρων και βιοποικιλότητας εντός συγκεκριμένων ορίων, με κανονιστικό πλαίσιο που καθορίζει τι επιτρέπεται και τι όχι. Στο Ιόνιο, οι περιοχές εκτείνονται από την Κεφαλονιά ως τα Στροφάδια και τον Κυπαρισσιακό κόλπο· στο Νότιο Αιγαίο, από τη Μήλο και τη Σαντορίνη έως τη Νίσυρο, τη Χάλκη και το Καστελλόριζο. Η επιλογή των τοποθεσιών δεν είναι τυχαία: πρόκειται για περιοχές οικολογικά κρίσιμες, γεωγραφικά κομβικές και –σε ορισμένες περιπτώσεις– γεωπολιτικά ευαίσθητες.

Η σχέση προστασίας και κυριαρχίας εδώ καθίσταται εμφανής. Η οριοθέτηση των πάρκων δεν είναι μόνο περιβαλλοντική πράξη, αλλά και πράξη ασκήσεως κρατικής αρμοδιότητας στον θαλάσσιο χώρο. Δημιουργείται, έτσι, ένα πλέγμα διοίκησης και επιτήρησης σε περιοχές που –αν και τυπικά εντός εθνικής κυριαρχίας ή δικαιοδοσίας– σπανίως συνοδεύονταν από καθημερινή πρακτική άσκησης ελέγχου. Εν προκειμένω, η περιβαλλοντική πολιτική λειτουργεί ως εργαλείο εμπέδωσης της ελληνικής παρουσίας σε θαλάσσιες ζώνες που άλλοτε αντιμετωπίζονταν απλώς ως “κενό”.

Το στοιχείο της οικονομικής διάστασης δεν πρέπει επίσης να υποτιμηθεί. Η δημιουργία θαλάσσιων πάρκων ενισχύει τη στροφή προς μια νέα οικονομική κουλτούρα: τον θαλάσσιο τουρισμό χαμηλής όχλησης, την περιβαλλοντική εκπαίδευση, την επιστημονική έρευνα και την οικολογική καινοτομία. Αντί για την υπερεκμετάλλευση φυσικών πόρων ή την άναρχη τουριστική ανάπτυξη, τα πάρκα μπορούν να αποτελέσουν υποδείγματα γαλάζιας οικονομίας – ενός μοντέλου που συνδυάζει την παραγωγή εισοδήματος με την αναπαραγωγή του φυσικού κεφαλαίου.

Σε περιοχές όπως η Κάλυμνος ή η Κεφαλονιά, τέτοιες πρωτοβουλίες μπορεί να οδηγήσουν σε νέες μορφές απασχόλησης, προσφέροντας ευκαιρίες σε τοπικούς πληθυσμούς που συχνά εξαρτώνται από εποχικές και ευάλωτες δραστηριότητες. Παράλληλα, δημιουργείται ένα πλαίσιο ελέγχου που αποτρέπει πρακτικές όπως η υπεραλίευση, η ανεξέλεγκτη δόμηση ή η περιβαλλοντική υποβάθμιση – παράγοντες που λειτουργούν διαβρωτικά τόσο για το περιβάλλον όσο και για την ίδια την οικονομία.

Αναμφίβολα, η περιβαλλοντική στρατηγική ενέχει και γεωπολιτικό φορτίο. Σε μια περιοχή όπως το Αιγαίο, όπου η Τουρκία επιδιώκει συστηματικά να αμφισβητήσει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά και το Ιόνιο όπου το τελευταίο διάστημα αμφισβητείται η κυριαρχία επί των θαλασσίων ζωνών από τη Λιβύη, η ύπαρξη ζωνών θεσμικής προστασίας, με χαρτογραφημένα όρια και διεθνή αναγνώριση, ενισχύει την ελληνική θέση. Δεν πρόκειται για επιθετική κίνηση, αλλά για επένδυση στη θεσμική κανονικότητα. Η παρουσία του κράτους δια της περιβαλλοντικής πολιτικής –με επιτήρηση, ρυθμίσεις, συνεργασίες με διεθνείς οργανισμούς– προσδίδει στις περιοχές αυτές πρόσθετο κύρος και σταθερότητα.

Δεν θα έπρεπε όμως να υποτιμηθεί και ο κίνδυνος του εργαλειακού περιβαλλοντισμού. Όταν η προστασία γίνεται αποκλειστικά εργαλείο ισχύος, μπορεί να διολισθήσει σε κενή ρητορική ή να απαξιωθεί από τις τοπικές κοινωνίες. Η επιτυχία των θαλάσσιων πάρκων θα εξαρτηθεί τελικά από το εάν συνοδευτούν από ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών, από σταθερή χρηματοδότηση και από μια μακροπρόθεσμη πολιτική συνέπεια – όχι απλώς από εξαγγελίες ή συμβολισμούς.

Η πρόκληση, συνεπώς, είναι διπλή: να διατηρηθεί η κατεύθυνση, αλλά και να αποφευχθεί η μετατροπή των πάρκων σε διαχειριστικές “νησίδες” χωρίς κοινωνική νομιμοποίηση. Αν το εγχείρημα πετύχει, τότε η Ελλάδα δεν θα έχει απλώς επεκτείνει τη θαλάσσια προστασία της. Θα έχει καταφέρει να δώσει ένα νέο νόημα στο πώς ορίζεται η έννοια της κυριαρχίας στον 21ο αιώνα: όχι με βάση τον έλεγχο επί των φυσικών πόρων, αλλά με βάση την ευθύνη για τη διατήρησή τους.