Πυρκαγιές: Γιατί κάθε καλοκαίρι οι άνθρωποι και τα μέσα δεν αρκούν;

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας. 

Πυρκαγιές: Γιατί κάθε καλοκαίρι οι άνθρωποι και τα μέσα δεν αρκούν;
(ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI)

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας. 

Η Ελλάδα βρίσκεται για άλλη μια φορά στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου γύρω από τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας κατατάσσεται δεύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο στον αριθμό των πυροσβεστών σε σχέση με τον συνολικό αριθμό εργαζομένων, όσο και στη χρηματοδότηση του Πυροσβεστικού Σώματος. Κι όμως, η εντύπωση που κυριαρχεί στην κοινωνία είναι πως η δασοπυρόσβεση παραμένει αναποτελεσματική. Το ερώτημα είναι εύλογο: πώς γίνεται μια χώρα με τόσο μεγάλο πυροσβεστικό δυναμικό και υψηλό οικονομικό κόστος να βιώνει, καλοκαίρι μετά το καλοκαίρι, την αίσθηση της αδυναμίας;

Η πρώτη και προφανής εξήγηση σχετίζεται με τις ίδιες τις συνθήκες. Το καλοκαίρι του 2025 χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα πιο δύσκολα των τελευταίων δεκαετιών. Ο δείκτης επικινδυνότητας πυρκαγιών εκτινάχθηκε πάνω από τα ιστορικά του όρια, ενώ καταγράφηκαν εκατοντάδες ταυτόχρονες πυρκαγιές, με πάνω από 240 μόνο στο τετραήμερο πριν τον Δεκαπενταύγουστο. Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη μέσα στις πέντε χειρότερες χρονιές από το 2006 όσον αφορά καμένες εκτάσεις, με περισσότερα από 450.000 στρέμματα να έχουν καταστραφεί μέχρι τα τέλη Αυγούστου. Το ανθρώπινο δυναμικό και τα μέσα, όσο πολυάριθμα και αν είναι, δεν μπορούν να εξαλείψουν τη δύναμη μιας κλιματικής κρίσης που πολλαπλασιάζει τα μέτωπα και ενισχύει την ένταση της φωτιάς.

Όμως η εικόνα δεν εξαντλείται στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Στην Ελλάδα, η νομοθεσία για την πρόληψη των πυρκαγιών πάσχει από κατακερματισμό και ασάφεια. Οι αρμοδιότητες μοιράζονται μεταξύ υπουργείων, δασικών υπηρεσιών και τοπικής αυτοδιοίκησης, με αποτέλεσμα να χάνονται κρίσιμες εβδομάδες. Τα κονδύλια για καθαρισμούς και αντιπυρικές ζώνες φτάνουν καθυστερημένα, ενώ η αυθαίρετη δόμηση σε δασικές εκτάσεις συνεχίζει να δημιουργεί εστίες κινδύνου χωρίς σχέδια εκκένωσης. Ακόμη και η απλή υποχρέωση των πολιτών να καθαρίζουν τα οικόπεδά τους παραμένει συχνά ανεφάρμοστη, καθώς οι δήμοι σπάνια επιβάλλουν κυρώσεις. Η πρόληψη, σε όλες τις εκδοχές της, μένει στη θεωρία.

Στο ίδιο μήκος κύματος, η δομή του ανθρώπινου δυναμικού αποκαλύπτει τα δικά της προβλήματα. Παρά τον μεγάλο αριθμό πυροσβεστών, ένα σημαντικό κομμάτι τους είναι εποχικοί πεντάμηνης διάρκειας. Οι άνθρωποι αυτοί καλύπτουν ζωτικά κενά, αλλά συχνά έχουν περάσει από σύντομα εκπαιδευτικά προγράμματα, χωρίς τη δυνατότητα να αποκτήσουν εμπειρία και να ενταχθούν σε έναν μακροπρόθεσμο επαγγελματικό σχεδιασμό. Η έλλειψη επαγγελματικής ασφάλειας περιορίζει το κίνητρό τους, ενώ το Σώμα στερείται έτσι μιας δεξαμενής εξειδικευμένων πυροσβεστών που θα μπορούσε να εξελίσσεται σταθερά με τον χρόνο. Η ιεραρχική δομή της Πυροσβεστικής, αν και προσφέρει πειθαρχία, δυσκολεύει την ευελιξία και τον γρήγορο συντονισμό σε συνθήκες πολλαπλών μετώπων.

Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα αφορά την υπερβολική εμπιστοσύνη στα εναέρια μέσα. Η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στόλους πυροσβεστικών αεροσκαφών και ελικοπτέρων παγκοσμίως, ενώ κάθε χρόνο μισθώνει επιπλέον μέσα μέσω διεθνών συνεργασιών, όπως το πρόγραμμα NSPA του ΝΑΤΟ. Όμως, τα περισσότερα μισθωμένα αεροσκάφη φτάνουν στη χώρα όταν η αντιπυρική περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει. Παράλληλα, η στρατηγική “θα σβήσουμε τη φωτιά από τον ουρανό” κυριαρχεί εις βάρος μιας ολοκληρωμένης πολιτικής διαχείρισης στο έδαφος. Η δασοπυρόσβεση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δασική διαχείριση: ελεγχόμενες καύσεις, αραιώσεις βλάστησης, καθαρισμοί καυσίμων υλών, τοπικά σχέδια εκκένωσης και πρόληψης. Αυτά τα εργαλεία παραμένουν στο περιθώριο, είτε γιατί δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο, είτε γιατί δεν επενδύονται οι απαραίτητοι πόροι.

Η τεχνολογία, τέλος, παραμένει αναξιοποίητη. Παρά τις δυνατότητες των δορυφόρων, των drones, της τεχνητής νοημοσύνης και των δικτύων μετεωρολογικών σταθμών, η επιχειρησιακή ενσωμάτωσή τους στο καθημερινό έργο της Πυροσβεστικής είναι ελάχιστη. Σήμερα, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα «predictive fire analytics» μπορούν να εντοπίζουν πιθανές εστίες ανάφλεξης προτού αυτές εξελιχθούν σε καταστροφές. Στην Ελλάδα, όμως, η συζήτηση περιορίζεται στο πότε θα μισθωθεί το επόμενο αεροσκάφος.

Το συμπέρασμα είναι σκληρό αλλά αναγκαίο: η αναποτελεσματικότητα που βιώνουμε δεν είναι προϊόν αδράνειας των πυροσβεστών, που καθημερινά δίνουν μάχη με αυτοθυσία, αλλά ενός συστήματος που στηρίζεται στην καταστολή και όχι στην πρόληψη. Ένα σύστημα που μετρά την ετοιμότητά του σε αριθμούς προσωπικού και σε ώρες πτήσης, αλλά όχι σε δείκτες καθαρισμένων δασικών εκτάσεων, εκπαιδευμένων τοπικών κοινωνιών και προληπτικών παρεμβάσεων.

Αν θέλουμε πραγματικά να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο των καλοκαιρινών καταστροφών, η Ελλάδα οφείλει να επενδύσει αποφασιστικά στη δασική διαχείριση, στην τοπική ετοιμότητα και στην τεχνολογική καινοτομία. Να πάψει να μετράει μόνο πόσουε πυροσβέστες έχει και πόσα αεροσκάφη μισθώνει, και να αρχίσει να μετράει πόσες φωτιές δεν ξεκίνησαν ποτέ. Εκεί θα κρθεί πραγματικά η αποτελεσματικότητα.