Πόσα κόμματα αντέχουμε;
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Τα τελευταία χρόνια το κύριο στοιχείο που χαρακτηρίζει το πολιτικό μας σύστημα είναι ο κατακερματισμός. Σειρά από κομματικές διασπάσεις στον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ, από κινητικότητα σε όλο το κομματικό φάσμα, μέχρι και η δικαστική απαγόρευση του κόμματος βιτρίνα των Σπαρτιατών, όλα συντείνουν σε μια επικίνδυνη εικόνα θεσμικής απαξίωσης της πολιτικής καθώς επιχειρείται η επαναφορά του καθημερινού τοξικού πολιτικού κλίματος της εποχής της κρίσης.
Στην πολιτική επιστήμη, υπάρχει ως μέτρο κομματικού κατακερματισμού ένας δείκτης, ο Αποτελεσματικός Αριθμός Κομμάτων (ENP) – που δεν μετρά απλώς πόσα κόμματα υπάρχουν, αλλά πόσα έχουν ουσιαστικό κοινοβουλευτικό βάρος. Όσο μικρότερος, τόσο πιο σταθερό είναι το κομματικό σύστημα. Αυτός ο δείκτης από το 2,3 που ήταν το 2009, στις βουλευτικές εκλογές του Μαϊου 2012 έφτασε στο 4,62, ως ένδειξη ενός βαθύτατα κατακερματισμένου πολιτικού πεδίου εκείνου του εκλογικού σεισμού. Τον Ιανουάριο του 2015, υποχώρησε στο 4,01, ακολουθούμενος από μια φάση σχετικής σταθερότητας και πόλωσης (3,55 τον Σεπτέμβριο 2015), και έπεσε στο 2,82 το 2019, όταν υπήρξε ένας έστω μικρότερος δικομματισμός . Όμως, από το 2023, ο αριθμός των κομμάτων στη Βουλή μεγάλωσε ξανά εξαιτίας της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ και της απόλυτης κυριαρχίας της ΝΔ, και ο ENP ανέβηκε στο 3,08.
Ακόμα πιο ενδεικτική είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται με τη σημερινή εικόνα της κοινής γνώμης. Σύμφωνα με τον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων με την αναγωγή των αναποφάσιστων (Μάιος 2025), ο δέίτης Αποτελεσματικού Αριθμού Κομμάτων δίνει ένα αποτέλεσμα 4,5 – αντίστοιχο εκείνου των πρώτων εκλογών του 2012. Δεν μιλάμε πλέον για απλή πολυφωνία, αλλά για έναν κατακερματισμό που απειλεί να διαρρήξει τη συνοχή του ίδιου του κοινοβουλευτισμού.
Αν ο σημερινός κομματικός χάρτης μοιάζει πολυδιασπασμένος, τα πράγματα μπορεί να γίνουν ακόμη πιο περίπλοκα. Το πολιτικό παρασκήνιο βοά για δύο ισχυρά ενδεχόμενα που θα μπορούσαν να εντείνουν περαιτέρω τον κομματικό κατακερματισμό: την ίδρυση νέων πολιτικών σχημάτων από δύο πρώην πρωθυπουργούς – τον Αντώνη Σαμαρά και τον Αλέξη Τσίπρα. Αν και αμφότερες οι κινήσεις παραμένουν σε επίπεδο σεναρίων, η πολιτική τους βαρύτητα επιβάλλει να προσεγγιστούν σοβαρά
Η ειρωνεία είναι πως και οι δύο αυτοί ηγέτες προέρχονται από τα κόμματα του πρόσφατου μικρού δικομματισμού, όπου όσο βρίσκονταν στην ηγεσία τους επεδίωκαν την πόλωση και την κυριαρχία – και τώρα φλερτάρουν με το ενδεχόμενο να γίνουν οι ίδιοι φορείς περαιτέρω κατακερματισμού. Και στις δύο περιπτώσεις, η ίδρυση νέων κομμάτων δεν θα ενίσχυε το πλουραλιστικό φάσμα· θα διεύρυνε τη θεσμική αστάθεια, θα περιέπλεκε τη δυνατότητα κυβερνητικών πλειοψηφιών, και ενδεχομένως θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη απονομιμοποίηση της πολιτικής διαδικασίας στα μάτια των πολιτών.
Η θεσμική κόπωση είναι ήδη εμφανής: η αποχή αυξάνεται, οι ψηφοφόροι απομακρύνονται, η έννοια της «λαϊκής εντολής» φθείρεται. Αντί να κινητοποιείται η κοινωνία, αυξάνεται η αίσθηση ματαιότητας και παραίτησης.
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς η πολυκομματικότητα – είναι η ανερμάτιστη αντιπολίτευση. Ένας χώρος με τρία, τέσσερα, ίσως και πέντε κόμματα που διεκδικούν την «προοδευτική» ή αντίστοιχα την «πατριωτική» ταυτότητα, χωρίς σαφές αφήγημα, χωρίς δυνατότητα συνεργασίας, εντέλει χωρίς στόχο. Το Κοινοβούλιο γεμίζει μικρές φωνές, αλλά η πολιτική παραμένει βουβή. Και τελικά, η ανασφάλεια για το μέλλον γεννά όχι περισσότερη συμμετοχή, αλλά περισσότερη αποστασιοποίηση.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η κυβερνητική σταθερότητα δεν είναι ιδεολογικό προαπαιτούμενο – είναι θεσμική ανάγκη. Η πολιτική ασάφεια της αντιπολίτευσης δεν αφήνει πολλά περιθώρια επιλογής στο εκλογικό σώμα. Αναζητείται και προτιμάται η μόνη ρεαλιστική, εφαρμόσιμη και συνεκτική κυβερνητική επιλογή.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αποτελεί έκπληξη πως παραμένει κυρίαρχος. Παρά την αναμενόμενη εξαετή κυβερνητική φθορά ή τα όποια λάθη, είναι ο μόνος πολιτικός πόλος που εξακολουθεί να προσφέρει ρεαλιστική πρόταση διακυβέρνησης, να λειτουργεί με θεσμική συνέχεια και να εκφράζεται από έναν συνεκτικό πυρήνα ορθολογισμού, στον οποίο ακόμα και η σχετική πλειοψηφία της κοινωνίας εξακολουθεί να βλέπει μια στοιχειώδη κατεύθυνση.
Όσο τα μικρά κόμματα συνεχίζουν να φυτρώνουν χωρίς στρατηγικό όραμα, τόσο ο δημόσιος διάλογος θα κατακερματίζεται και θα απαξιώνεται. Στα δύο χρόνια που μένουν ως τις εκλογές, μέλλει να φανεί αν αυτή η τάση θα επιβεβαιωθεί ή θα ανατραπεί.