Πόλωση χωρίς μέτρο: Η τοξικότητα που πληγώνει τη Δημοκρατία

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας. 

Πόλωση χωρίς μέτρο: Η τοξικότητα που πληγώνει τη Δημοκρατία
Δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κώστα Τασούλα για την 51η επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, Πέμπτη 24 Ιουνίου 2025. (ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI)

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας. 

Η φετινή επέτειος για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας δεν ήταν μια τυπική τελετή θεσμικής μνήμης. Αντιθέτως, λειτούργησε σαν καθρέφτης της κρίσης πολιτικού πολιτισμού που διατρέχει σήμερα το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Οι απουσίες πολιτικών αρχηγών από τη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο –της Ζωής Κωνσταντοπούλου, του Κυριάκου Βελόπουλου, του Δημήτρη Νατσιού και του Αλέξη Χαρίτση με τη Νέα Αριστερά, ο οποίος μάλιστα μετέτρεψε την πρόσκληση σε ευκαιρία εντυπώσεων συνοδευόμενος από Παλαιστίνιο πρόσφυγα– δεν εξέφρασαν πολιτική διαφωνία, αλλά συνειδητή απόρριψη του κοινού θεσμικού πλαισίου. Και αυτή η απόρριψη, όταν προέρχεται από κοινοβουλευτικά κόμματα, δεν είναι απλώς προσβολή προς τον θεσμό της Δημοκρατίας. Είναι δηλωτική μιας βαθιάς ρήξης με τον πυρήνα του δημοκρατικού ανταγωνισμού.

Το ελληνικό κοινοβούλιο, τους τελευταίους μήνες, μοιάζει όλο και περισσότερο με αρένα ηθικής καταγγελίας παρά με χώρο θεσμικού διαλόγου. Η ρητορική της αντιπολίτευσης –τουλάχιστον στο λαϊκιστικό και δημαγωγικό της φάσμα– δεν περιορίζεται σε σκληρή πολιτική κριτική. Φτάνει να χαρακτηρίζει την εκλεγμένη κυβέρνηση ως «μαφία», «Καμόρα», «χούντα», ακόμα και «εγκληματική οργάνωση». Πρόκειται για πρωτοφανή εκτροπή από τη θεσμική λογική. Δεν είναι μόνο το περιεχόμενο αυτών των όρων ακραίο· είναι και η πρόθεσή τους διαβρωτική. Όταν η κυβέρνηση παύει να αντιμετωπίζεται ως πολιτικός αντίπαλος και παρουσιάζεται ως παράνομο μόρφωμα, καταλύεται η ίδια η έννοια της πολιτικής νομιμότητας. Και αυτό δεν είναι αντιπολίτευση· είναι υπονόμευση της Δημοκρατίας εκ των ένδον.

Η πρόσφατη μελέτη πολιτικής του ΚΕΦίΜ, με τίτλο «Δείκτης Νομοθετικής Συναίνεσης: Η κοινοβουλευτική πόλωση στην Ελλάδα 2023–2025», προσφέρει ποσοτικά στοιχεία για αυτή τη ρήξη. Σύμφωνα με τα ευρήματα, από τις 105 ψηφισθείσες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, μόνο 13 έλαβαν την υποστήριξη έστω και ενός κόμματος της αντιπολίτευσης. Το 87,6% των νομοθετικών παρεμβάσεων προχώρησε με αποκλειστικά κυβερνητικές ψήφους. Στις 8 από τις 10 νομοθετικές διαδικασίες, όλα τα κόμματα κινήθηκαν μονολιθικά, χωρίς ούτε μία διαφοροποίηση από την κομματική γραμμή.

Η ακραία αυτή πόλωση δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην πλειοψηφία ή στη «κυβερνητική αλαζονεία», όπως εύκολα προπαγανδίζεται. Οφείλεται κυρίως σε μια αντιπολίτευση που αρνείται συστηματικά να λειτουργήσει εντός του κοινοβουλευτικού πλαισίου και επενδύει στρατηγικά στην τοξικότητα και τη διαρκή ηθική απαξίωση του πολιτικού αντιπάλου. Μια αντιπολίτευση που, σε μεγάλο βαθμό, δεν επιθυμεί να πείσει, αλλά να καταγγείλει. Δεν προσπαθεί να προτείνει, αλλά να αποδομήσει. Και τελικά, δεν αντιπαρατίθεται, αλλά ακυρώνει κάθε έννοια διαλόγου.

Όπως επεσήμαινε ο Giovanni Sartori, όταν η δημοκρατία εκφυλίζεται σε πεδίο άρνησης της νομιμότητας του άλλου, τότε δεν υπάρχει ανταγωνιστική συνύπαρξη, αλλά εμφυλιοπολεμική λογική. Όταν ο αντίπαλος δεν είναι ούτε καν συνομιλητής, αλλά εχθρός που πρέπει να συντριβεί, τότε η κοινοβουλευτική δημοκρατία παύει να λειτουργεί ως σύστημα. Αυτό δεν είναι ρητορική υπερβολή· είναι σύγχρονο φαινόμενο σε πολλά δημοκρατικά καθεστώτα, και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο Robert Dahl είχε τονίσει ότι η ουσία της δημοκρατίας δεν εξαντλείται στις εκλογές, αλλά απαιτεί και θεσμικές εγγυήσεις αμοιβαίου σεβασμού και πολιτικού πλουραλισμού. Όταν αυτές απουσιάζουν, τότε ακόμα και εκλεγμένες κυβερνήσεις απονομιμοποιούνται όχι από την κοινωνία, αλλά από την ίδια την αντιπολίτευση.

Σε αυτό το πλαίσιο, η εκλεγμένη κυβέρνηση –όποια κι αν είναι– δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «εγκληματικό κύκλωμα» επειδή έχει την πλειοψηφία. Η πολιτική αντιπαράθεση είναι αναγκαία· η συστηματική δαιμονοποίηση, όμως, είναι επικίνδυνη. Πλήττει όχι το κυβερνών κόμμα, αλλά τον ίδιο τον θεσμό της κοινοβουλευτικής νομιμοποίησης. Όσο οι πολίτες βομβαρδίζονται με τον ισχυρισμό ότι ζουν υπό «καθεστώς χούντας», τόσο χάνεται η εμπιστοσύνη όχι απλώς στην εκάστοτε εξουσία, αλλά στη δημοκρατία ως τέτοια. Και τότε η πολιτική γίνεται εχθρός της πολιτικής.

Ο Juan Linz είχε προειδοποιήσει για την αποσταθεροποιητική δύναμη των πολώσεων που φτάνουν να αμφισβητούν την ίδια τη δημοκρατική τάξη πραγμάτων. Στην Ελλάδα του 2025, δεν κινδυνεύουμε από στρατιωτικές εκτροπές, αλλά από πολιτικές συμπεριφορές που νομιμοποιούν το μίσος και απονομιμοποιούν τον διάλογο. Όταν ακόμη και η γιορτή για την επάνοδο της Δημοκρατίας μετατρέπεται σε σκηνικό προπαγάνδας, τότε έχουμε υποχωρήσει ήδη αρκετά. Και είναι ευθύνη όλων –κυβέρνησης, αντιπολίτευσης, κοινωνίας– να σταματήσει αυτή η διολίσθηση.

Η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη. Και, όπως έγραφε ο Sartori, δεν πεθαίνει από πραξικοπήματα, αλλά από τη φθορά των θεσμών της. Όταν το κοινοβούλιο καταλήγει σε ηχώ μίσους και μηδενισμού, όταν οι λέξεις χάνουν το μέτρο τους και οι θεσμοί το κύρος τους, τότε το τίμημα θα το πληρώσουν οι ίδιοι οι πολίτες: με αδιαφορία, με απαξίωση, με παραίτηση. Και αυτή είναι η πιο επικίνδυνη απουσία απ’ όλες.