Πάρκο ή Εκθεσιακό Κέντρο; Τελικά μήπως το δίλημμα δεν είναι αυτό;

Αρθρογραφεί στο TheOpinion o Θοδωρής Παπανέστορος, Στέλεχος Marketing & Επικοινωνίας

Πάρκο ή Εκθεσιακό Κέντρο; Τελικά μήπως το δίλημμα δεν είναι αυτό;

Αρθρογραφεί στο TheOpinion o Θοδωρής Παπανέστορος, Στέλεχος Marketing & Επικοινωνίας

Η συζήτηση αυτή κρατάει χρόνια. Από τότε που η ιδέα της πιθανής μετεγκατάστασης της ΔΕΘ τέθηκε για πρώτη φορά, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, μέχρι και σήμερα, έχουν διατυπωθεί επιχειρήματα, ενστάσεις, σχέδια και προτάσεις.

Στις μέρες μας όμως, ήρθε όντως η ώρα να αποφασίσουμε. Όχι απλώς τεχνικά ή πολιτικά – αλλά κυρίως με βάση ένα απλούστατο ερώτημα: Ποια πόλη χρειαζόμαστε.

Σήμερα υπάρχουν δύο βασικά σενάρια για το μέλλον της ΔΕΘ.

Το πρώτο είναι η αναβάθμιση και ανάπλαση του Εκθεσιακού και Συνεδριακού Κέντρου στο υφιστάμενο οικόπεδο, με στόχο τη δημιουργία ενός σύγχρονου εκθεσιακού κόμβου, ικανού να φιλοξενεί διεθνείς διοργανώσεις, συνέδρια και εμπορικές εκθέσεις. Το σχέδιο “Thessaloniki ConfEx Park” περιλαμβάνει επίσης περισσότερο πράσινο, αισθητική αναβάθμιση, δημόσιους χώρους, εμπορικές χρήσεις, αλλά και ένα ξενοδοχείο, που – σύμφωνα με τους υποστηρικτές του – θα ενισχύσουν την οικονομική δυναμική της πόλης.

Η δεύτερη πρόταση αφορά στον επανασχεδιασμό του ρόλου της. Τη μεταφορά των βαριών εκθεσιακών δραστηριοτήτων σε δημόσια έκταση στη Σίνδο και την παραμονή ορισμένων ιστορικών περιπτέρων στο σημερινό χώρο, για την πραγματοποίηση ήπιων πολιτιστικών και εκθεσιακών χρήσεων χωρίς νέες κατασκευές. Ο υπόλοιπος χώρος προτείνεται να μετατραπεί σε Μητροπολιτικό Πάρκο, έναν ελεύθερο δημόσιο χώρο στην καρδιά της πόλης.

Η πρακτική αυτή ακολουθείται εδώ και χρόνια στις μεγαλύτερες εκθέσεις της Ευρώπης: Για παράδειγμα η SIAL Paris διοργανώνεται 20 χλμ από το Παρίσι, ενώ η Fiera Milano απέχει 12 χλμ από το κέντρο του Μιλάνου. Η λογική είναι απλή: οι βαριές εκθεσιακές λειτουργίες εξυπηρετούνται καλύτερα εκτός πυκνού αστικού ιστού, ενώ τα κέντρα των πόλεων απελευθερώνονται για πιο ήπιες, ανθρώπινες χρήσεις.

Και στο κάτω-κάτω, εκθέσεις μπορείς να κάνεις και αλλού – ένα πάρκο όμως στο κέντρο της πόλης, πού αλλού θα μπορούσε να δημιουργηθεί;

Η σύγκριση ανάμεσα στις δύο προτάσεις είναι δύσκολη, όχι γιατί είναι τεχνικά περίπλοκη, αλλά γιατί γίνεται συχνά έχοντας σαν βάση ένα λάθος ερώτημα.

Το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι μόνο ποιο σχέδιο φέρνει περισσότερες επισκέψεις, περισσότερα τετραγωνικά κτιρίων, ή τζίρους. Το ουσιαστικό ερώτημα είναι: τι εμπειρία θέλουμε να προσφέρουμε στους ανθρώπους που ζουν ή επισκέπτονται τη Θεσσαλονίκη; Τι χρειάζονται δηλαδή περισσότερο οι κάτοικοί της, καθώς και οι καθημερινοί της επισκέπτες;

Στην τουριστική ανάπτυξη, η επιτυχία μετριέται συχνά μόνο σε αριθμό κλινών ή αφίξεων, ξεχνώντας την εμπειρία του επισκέπτη – και κυρίως του κατοίκου που υποδέχεται τον επισκέπτη. Είναι πρόσφατο άλλωστε το παράδειγμα των αντιδράσεων στην πανέμορφη Βαρκελώνη, αλλά και στο Αμστερνταμ.

Το ίδιο λάθος κινδυνεύουμε να κάνουμε και εδώ. Πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι η Θεσσαλονίκη που χρειαζόμαστε για να ζούμε καλά!

Η πόλη μας σήμερα διαθέτει μόλις 2,6 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ξεπερνά τα 20. Αυτό σημαίνει πως η εμπειρία του “πάρκου” είναι σχεδόν άγνωστη για τον Θεσσαλονικιό – και τον επισκέπτη. Για πολλούς, ένα πάρκο είναι μερικά δέντρα, παγκάκια και μια παιδική χαρά. Όμως τα σύγχρονα μητροπολιτικά πάρκα είναι ζωντανοί, πολυλειτουργικοί χώροι.

Στο Central Park της Νέας Υόρκης, συνυπάρχουν αθλητικές εγκαταστάσεις, πολιτιστικές σκηνές, λίμνες, μονοπάτια, βοτανικοί κήποι, καφέ, υπαίθρια σινεμά και χώροι για παιδιά. Στο Vondelpark του Άμστερνταμ και στο Parc de la Villette στο Παρίσι, τα πάρκα είναι περισσότερο “αστικά πολιτιστικά κέντρα” παρά απλώς χώροι πρασίνου.

Είναι χώροι που γεμίζουν με ζωή από το πρωί μέχρι το βράδυ. Χώροι για άθληση, χαλάρωση, φεστιβάλ, εκπαιδευτικά προγράμματα, πολιτισμό, γαστρονομία. Είναι πλατφόρμες για κοινότητες και εμπειρίες, όχι απλώς πράσινα σημεία στο χάρτη.

Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν δεν είναι “ΔΕΘ ή πάρκο”, αλλά τι ζωή θέλουμε στην πόλη μας – και τι πόλη χρειαζόμαστε για να ζήσουμε πιο όμορφα. Αν δεν συμφωνήσουμε σε αυτό, τότε όποιο σχέδιο κι αν υλοποιηθεί, κινδυνεύει να απαντήσει σε λάθος ανάγκη.

Η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται να επιλέξει ανάμεσα σε δείκτες πρασίνου ή ανάπτυξης. Χρειάζεται να οραματιστεί την ταυτότητα που θέλει να έχει για να αποτελεί μία βιώσιμη, λειτουργική και ελκυστική πόλη για το μέλλον, τόσο για τους κατοίκους της όσο και για όλους όσοι την επισκέπτονται κάθε χρόνο.