ΠΑ.ΣΟ.Κ.: «Κυβερνησιμότητα» και ηγεσία

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Γιώργος Πινακίδης, δικηγόρος, μέλος του ΠΑ.ΣΟ.Κ.-Κινήματος Αλλαγής, πρώην μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

ΠΑ.ΣΟ.Κ.: «Κυβερνησιμότητα» και ηγεσία

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Γιώργος Πινακίδης, δικηγόρος, μέλος του ΠΑ.ΣΟ.Κ.-Κινήματος Αλλαγής, πρώην μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Τον Οκτώβριο η βάση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα εκλέξει, για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια, την ηγεσία του. Σε παλαιότερες περιόδους αυτό συνέβαινε σπάνια. Δεν ήταν μόνο η δεσπόζουσα φυσιογνωμία ηγετικών προσωπικοτήτων που καθιστούσε την προσφυγή σε μια τέτοια διαδικασία όλως εξαιρετική. Ήταν επίσης και το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργούσε ως δικομματικός, κυρίως, κοινοβουλευτισμός, με μεγάλα και συμπαγή κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία. Μια εκλογική ήττα μπορεί να δημιουργούσε προβλήματα, ίσως και εσωστρέφεια, δεν προκαλούσε ωστόσο αναταράξεις που κλόνιζαν τις ηγεσίες ή έθεταν υπαρξιακά ζητήματα για τα ίδια. Άλλωστε η κατοχή ή η προοπτική της εξουσίας λειτουργούσε σε πολλές περιπτώσεις ως συγκολλητική ουσία και εγγύηση συνοχής. Αυτά, μέχρι το 2012, οπότε το κομματικό σύστημα απορρυθμίστηκε, κυρίως στην αριστερή πτέρυγα του πολιτικού φάσματος. Ιδίως δε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., εισήλθε σε μια παρατεταμένη κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού, από την οποία, παρά την σταθερή ανάκαμψη των τελευταίων χρόνων, δεν έχει εξέλθει οριστικά. Τα ατυχή εκλογικά αποτελέσματα ή οι επανορθωτικές προσπάθειες διεύρυνσης συνδέονταν πάντα με το θέμα της ηγεσίας. Καταλογίζονταν ή πιστώνονταν σε αυτήν, αναλόγως.

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. χαρακτηρίζεται εξάλλου από μία ιδιαιτερότητα. Υπήρξε από την ίδρυσή του, και πάντως από το 1977, κόμμα εν δυνάμει κυβερνητικό, με συντριπτικά, κατά περιόδους, εκλογικά ποσοστά. Η απώλεια της ιδιότητας αυτής, με σημείο τομής το μνημόνιο, λειτούργησε καταλυτικά για το ίδιο. Το ερώτημα που επανέρχεται έκτοτε είναι αν μπορεί και για πόσο διάστημα να διαβιεί ως μικρό ή μικρομεσαίο κόμμα. Δεν πρόκειται για μικρομεγαλισμό ή αμετροέπεια των στελεχών του. Πρόκειται για βαθύτερο ζήτημα ταυτότητας, για την ίδια την υπόσταση και τη θέση του στο πολιτικό σύστημα. Διότι έχουμε εδώ την περίπτωση ενός ιστορικού κόμματος εξουσίας, με βαθιές ρίζες και ισχυρό αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία, που επιζητεί την επάνοδό του στην εξουσία, ύστερα από την αναπάντεχη εκλογική του κατακρήμνιση στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.   

Η επιβίωση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. συναρτάται με την ικανότητά του να εκφράσει ξανά ευρέα κοινωνικά στρώματα. Να καταστήσει την πολιτική του πρόταση πλειοψηφική και να τεθεί πάλι σε τροχιά εξουσίας. Όχι πλέον ως συμπληρωματική δύναμη, ως επίδοξος μικρός εταίρος κυβερνητικού συνασπισμού. Αλλά ως μεγάλη παράταξη, διακριτός και ισχυρός πόλος του πολιτικού συστήματος. Η συγκυρία είναι παραδόξως ευνοϊκή. Αφενός μεν επειδή έχουν διαμορφωθεί για το κίνημα προϋποθέσεις ανάκτησης της πολιτικής ηγεμονίας του ευρύτερου χώρου του, βοηθούσης και της αποσταθεροποίησης του βασικού ανταγωνιστή του. Αφετέρου δε γιατί ο αντίπαλος πόλος της συντηρητικής παράταξης βρίσκεται, ιδίως μετά τις ευρωεκλογές, σε κάμψη και εσωτερικό αναβρασμό.     

Κρίσιμη, λοιπόν, αναδεικνύεται η παράμετρος της «κυβερνησιμότητας». Η οποία δεν πρέπει να κατανοείται ως πάση θυσία, άνευ ιδεολογικών και πολιτικών προϋποθέσεων, επιδίωξη κατάληψης της εξουσίας. Ή προσπορισμού δι’ αυτής πολιτικών προνομίων και απονομής τους για λόγους εσωτερικής σταθερότητας και ισχυροποίησης της ηγεσίας. Αυτές είναι κακές και απορριπτέες εκδοχές κυβερνητισμού. Η «κυβερνησιμότητα», αντιθέτως, είναι συνυφασμένη με την ίδια τη φύση και την πολιτειακή αποστολή των κομμάτων. Ως διεκδίκηση δε είναι, από πολιτική άποψη, απολύτως θεμιτή και εύλογη. Πολύ περισσότερο, όταν οι συνθήκες δείχνουν πρόσφορες.    

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της ηγεσίας είναι, προφανώς, καθοριστικός. Οι στιγμές απαιτούν επιλογές αντίστοιχες των στόχων που εξ αντικειμένου τίθενται. Για να υπηρετηθεί το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Για να ξεπεραστεί η κατάσταση στασιμότητας, που απειλεί να ακυρώσει τα -όχι ευκαταφρόνητα- εκλογικά κεκτημένα του πρόσφατου παρελθόντος. Τα οποία όμως φαντάζουν ήδη ανεπαρκή μπροστά στη δυναμική των εξελίξεων.

Στην κατεύθυνση αυτή δεν συμβάλλει ένα μοντέλο διοίκησης μικρού και περίκλειστου κόμματος, με έμφαση στον οργανωτικό έλεγχο και ελλειμματικές εσωτερικές διαδικασίες. Απαιτείται πρότυπο ηγεσίας που εγγυάται κόμμα ανοιχτό, με εμπεδωμένη εσωκομματική δημοκρατία και πλήρη αξιοποίηση των στελεχών και των μελών του, κατά το λόγο της διάθεσης προσφοράς και της αξίας τους. Κόμμα με αυτοπεποίθηση, που παρακολουθεί την ιδεολογική κίνηση και επικοινωνεί με συγγενικά σχήματα, κινήματα και ρεύματα σκέψης. Που πείθει τους πολίτες ότι μπορούν να το εμπιστευθούν και να εναποθέσουν σε αυτό τις ελπίδες τους για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Να του αναθέσουν εντολή προοδευτικής διακυβέρνησης. Αυτό θα είναι, σε τελευταία ανάλυση, το κριτήριο επιλογής όσων θα μετάσχουν στην εκλογική διαδικασία του φθινοπώρου.