Όταν τα ποσά που ακούγονται χάνουν την αξία τους
Δεν χρειάζεται να είσαι οικονομολόγος για να καταλάβεις πως αυτό που συμβαίνει στην ελληνική οικονομία κρύβει τεράστιες παγίδες την χρονιά που ξεκινά.
Δεν χρειάζεται να είσαι οικονομολόγος για να καταλάβεις πως αυτό που συμβαίνει στην ελληνική οικονομία κρύβει τεράστιες παγίδες την χρονιά που ξεκινά.
Βιώνουμε μια κρίση άνευ προηγουμένου με σημαντικότερο μεταξύ πολλών προβλημάτων την ακρίβεια. Αυξήθηκαν οι τιμές όλων των εισαγόμενων προϊόντων λόγω κορονοϊού αλλά και η τιμή του πετρελαίου και των παραγωγών του, λόγω πολέμου, με αποτέλεσμα την εκτίναξη των τιμών κάθε αγαθού και παροχής υπηρεσίας. Περάσαμε μια χρονιά, όλο το 2022, με το ίδιο εισόδημα (στην καλύτερη των περιπτώσεων) και με γιγαντωμένα έξοδα, ειδικά για τις κατηγορίες πολιτών που είναι πιο αδύναμες, όπως οι οικογενειάρχες, οι ηλικιωμένοι, οι νέοι άνθρωποι. Φτωχοποιηθήκαμε με σοκαριστικές παρεμβάσεις της «αγοράς» και του κράτους απευθείας μέσα στην τσέπη μας και όχι εμμέσως, όπως γίνονταν παλιά. Αλλά αντέξαμε.
Το θέμα είναι πόσο ακόμα θα αντέχουμε με αυτό που έρχεται. Διότι η εκτόξευση της τιμής της κιλοβατώρας σε συνδυασμό με τη διατήρηση όλων των αγαθών σε απλησίαστα κόστη, εγείρουν ερωτηματικά για το ρόλο των επιχειρηματιών, το νόημα των κρατικών ελέγχων, την ανάγκη πολιτικών πρωτοβουλιών που θα προστατεύουν τους πολίτες.
Αλήθεια, προσπαθώ να καταλάβω τι εννοούσε αυτή η κυβέρνηση όταν αποκρατικοποιούσε τη ΔΕΗ και απελευθέρωνε την τιμή της ενέργειας αφήνοντας την ίδια την αγορά να την ρυθμίσει και διαφημίζοντας ότι όλο αυτό θα αποβεί υπέρ των καταναλωτών. Πώς ξέφυγε η κατάσταση; Πως εκτοξεύτηκαν τόσο πολύ οι τιμές και γιατί κανείς δεν μπορεί να τις ελέγξει; Μιλάμε για αυξήσεις 500% και πάνω. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπάρχουν χώρες οι οποίες κατάφεραν η τιμή της κιλοβατώρας να είναι 0,20 του ευρώ και εμείς εδώ να ξεκινάμε για τον Σεπτέμβριο με 0,70 και με πρόβλεψη μεγαλύτερης αύξησης τον χειμώνα.
Ας μας πούνε οι κυβερνώντες πότε ακριβώς θα λειτουργήσουν οι παροπλισμένοι ατμοηλεκτρικοί σταθμοί ώστε να μειωθεί κόστος από το εισαγόμενο ρεύμα. Ας μας αναλύσουν τα κίνητρα που δίνουν σε σπίτια ώστε να βάλουν πάνελ. Ας μάς εξηγήσουν γιατί δεν πιέζουν τους παρόχους να μειώσουν το κόστος παρά μόνον μας διαβεβαιώνουν ότι η κρατική επιδότηση θα καλύψει τη διαφορά και εμείς θα πληρώνουμε σχεδόν όσα πληρώναμε και πέρσι. Μα, τονίζοντας συνεχώς αυτό είναι σαν να λες στους παρόχους «μην μειώνετε την τιμή της κιλοβατώρας, θα σας τα δώσω εγώ τα χρήματα». Επίσης, επιδοτώντας μέρος της αύξησης της τιμής η κυβέρνηση, δεν κάνει κανένα «δώρο», καμία «χάρη» στους πολίτες παρά αποφασίζει ερήμην τους να πληρώσει τους παρόχους με τα λεφτά των πολιτών, προφανώς για να μετριάσει τις εντυπώσεις αφού για τον ψηφοφόρο είναι άλλο πράγμα να του παίρνουν τα χρήματα από την τσέπη και άλλο διά του κοινού κρατικού ταμείου (που φυσικά είναι ακριβώς το ίδιο).
Η δική μου οικογένεια είναι πενταμελής. Ψυγεία, φούρνοι, πλυντήρια, σίδερο, φώτα, κλιματιστικά, θερμοσίφωνας, γενικά η κατανάλωσή μας είναι 2.000 κιλοβατώρες το τετράμηνο. Ουσιαστικά δηλαδή η τετραμηνιαία χρέωση ρεύματος θα είναι πλέον 1.400 ευρώ. Και σκέφτομαι και λέω: άσχετα με το αν θα επιδοτηθούμε και θα μειωθεί ο λογαριασμός (ας πούμε, στα 700 ευρώ, δηλαδή περίπου 175 τον μήνα) είναι εντελώς παράλογο ένα σπίτι να ξοδεύει τόσα χρήματα. Δεν είναι υγιές, δεν βγάζει νόημα.
Το ίδιο και για μια μέση επιχείρηση εστίασης. Ένα μπαρ καταναλώνει περίπου 6.000 κιλοβατώρες το μήνα. Ένα εστιατόριο που έχει και ψησταριές και εξαερισμούς, γύρω στις 9.000 το μήνα. Μού φαίνεται αδιανόητο να πρέπει αυτές οι επιχειρήσεις να πληρώνουν 4.000 ευρώ ρεύμα (το μπαρ) ή 6.500 ευρώ ρεύμα το μήνα το εστιατόριο. Αυτά τα ποσά που σας λέω είναι πραγματικά και κάποιοι τα έχουν πληρώσει ήδη πέρσι καθώς η αύξηση στις τιμές του ρεύματος υπάρχει από τις αρχές του 2021.
Λέει και ξαναλέει η κυβέρνηση πως θα επιδοτήσει την τιμή και να μην ανησυχούμε. Μα, πώς να μην ανησυχούμε όταν πέρσι και πρόπερσι μάς έβγαλε το λάδι για να δώσει 500 ευρώ αναστολές ή 40 ευρώ επιδότηση βενζίνης και τώρα υπόσχεται οι λογαριασμοί μας των 1.400 ευρώ να μειωθούν στα 700 (για τα νοικοκυριά) και των 4.000 ή 7.000 ευρώ των επιχειρήσεων θα μειωθούν στα 1.500 και 3.000 ευρώ χάρη στη δική της επιδότηση. Εδώ στη διάρκεια του κορονοϊού έδινε επιστρεπτέες προκαταβολές των 2.000 και των 4.000 ευρώ και ήδη τα ζητάει πίσω. Θα δώσει αντίστοιχα και περισσότερα χρήματα ΚΑΘΕ ΜΗΝΑ, όλο το χειμώνα και μάλιστα χωρίς καμία υποχρέωση των επιχειρήσεων να δώσουν πίσω αυτά τα πόσα; Προσωπικά, κάτι δεν μου κάθεται καθόλου καλά. Κάτι χάνω στην συνολική συλλογιστική και χρειάζεται κάποιος να μου τα εξηγήσει.
Ο πρωθυπουργός είπε σε διάφορους τόνους εδώ και ενάμιση μήνα πως οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Πλέον κανείς δεν το πιστεύει αυτό. Και θα είναι κρίμα να μείνει όλη η κυβερνητική πολιτική στο επίπεδο των εντυπώσεων και της μείωσης του πολιτικού κόστους μέσα από παροχολογίες και από άρνηση αντιμετώπισης των προβλημάτων στη ρίζα τους. Και στη ρίζα του το πρόβλημα γράφει «κερδοφορία παροχών». Όσο αυτή δεν ελέγχεται κι όσο η κυβέρνηση δεν κάνει μια «συμφωνία κυρίων» ώστε να βγει η χρονιά, τα χρέη θα μπαίνουν κάτω από το χαλί και θα υποθηκεύουν το μέλλον του τόπου για τα επόμενα χρόνια.
Δεν μπορεί ολόκληρη Γερμανία να προαναγγέλει περικοπές στον δημόσιο φωτισμό τις νύχτες. Δεν μπορεί ολόκληρη Γαλλία διά του προέδρου της να ξεκαθαρίζει πως «οι εποχές που είχαμε λεφτά τελείωσαν» και να έρχονται Έλληνες υπουργοί να λένε και να ξαναλένε «μην ανησυχείτε. Όλα θα πάνε καλά». Να τάζουν δισεκατομμύρια που από το 2019 τα στερούν από την υγεία και την Παιδεία και επιδόματα που δεν τα δίνουν τόσο καιρό σε ΑΜΕΑ, συνταξιούχους, οικογένειες που ζούνε κάτω από το όριο της φτώχειας.
Κάτι δεν κολλάει σε αυτά τα μαθηματικά, είτε γίνονται με τους αλγόριθμους του υπολογιστή του υπουργείου, είτε με μπακαλοτέφτερο. Δεν μπορώ να δεχτώ πως επί μνημονίων, οι Ευρωπαίοι μάς ανάγκαζαν να περάσουμε από τη Βουλή αδιανόητους ως τότε νόμους ώστε να μας δανειοδοτήσουν με 1,4 ή 2 δις ευρώ και τώρα εμείς να αποφασίζουμε επιδοτήσεις ρεύματος αξίας 2 δις ευρώ ΤΟΝ ΜΗΝΑ, άγνωστο για πόσους μήνες αλλά σίγουρα για τους επόμενους 5-6.
Μιλήστε μας με αριθμούς αλλά δείξτε λίγο σεβασμό αφενός στο δημόσιο χρήμα και αφετέρου στον απλό εργαζόμενο που ακούει για δισεκατομμύρια, για εξαγορές επιχειρήσεων παροχών, για δάνεια και ο ίδιος αμοίβεται με 600, το πολύ 700 ευρώ το μήνα.
Άκης Σακισλόγλου