Οι μετατοπίσεις στον ελληνικό κομματικό χάρτη: εύθραυστη κυριαρχία της ΝΔ και η πορεία προς έναν πολωμένο πολυκομματισμό
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Οι δημοσκοπήσεις είναι περισσότερο χρήσιμες όταν παρέχουν τη δυνατότητα να τις βλέπει κανείς στο βάθος του χρόνου. Η αφορμή που προσφέρει η πολύ χρήσιμη έρευνα της Palmos Analysis για το Τhe Opinion με την αντίστοιχη της ίδιας εταιρείας κατά την περσινή περίοδο αποκαλύπτει ένα ενδιαφέρον φαινόμενο συνέχειας και τομής, καθώς αποκαλύπτονται οι μεσοπρόθεσμες τάσεις και οι σταθερές μεταβολές.
Έτσι, αν και τα γενικά στοιχεία δείχνουν μόνιμα, η χώρα κινείται σε μια νέα φάση: η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη διατηρεί την κυριαρχία της αλλά δεν φτάνει τα επίπεδα της αυτοδυναμίας των εκλογών του 2023, ενώ η αντιπολίτευση συνεχίζει κατακερματίζεται και περιμένει να αναδιαταχθεί, με νέα κόμματα να διεκδικούν σημαντικό χώρο και να εκπροσωπήσουν διαφορετικά κοινωνικά και δημογραφικά κοινά.
Είναι αξιοσημείωτο πως παρά τις μεταπτώσεις της πολιτικής επικαιρότητας τον τελευταίο χρόνο, η Νέα Δημοκρατία στην Palmos Analysis παραμένει σχεδόν αμετακίνητη τόσο στην πρόθεση ψήφου (23% από 23,8% πέρυσι) όσο και στην εκτίμηση ψήφου (29,3%, αμετάβλητα). Η όποια φθορά της είναι περιορισμένη, αλλά εμφανής κυρίως στους μεγαλύτερους ψηφοφόρους: από 40% στους άνω των 65 πέρυσι πέφτει στο 36% φέτος. Παράλληλα όμως παρατηρείται μια ενίσχυση στους νέους (από το 11% στο 17%), πιθανώς λόγω των εξαγγελιών Μητσοτάκη στη ΔΕΘ για τις φοροελαφρύνσεις προς όσους είναι κάτω των 30. Η ΝΔ έτσι κατορθώνει να παρουσιάζεται ως ο μοναδικός φορέας με συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική ατζέντα, γεγονός που εξηγεί την διατήρηση των εκλογικών της αναφορών ακόμα και αν είναι περιορισμένες σε σχέση με τα κέρδη που θα προσδοκούσε η κυβερνητική παράταξη.
Ωστόσο, η ΝΔ δεν δείχνει προσώρας ν ανακάμπτει εντυπωσιακά με το να πλησιάζει την αυτοδυναμία των εκλογών του 2023 (40,6%) και αρκείται στο να ξεπερνά οριακά την επίδοση των ευρωεκλογών του 2024 (28,1%). Το βασικό πρόβλημα της είναι η χαμηλή της συσπείρωση (53%, μειωμένη κατά 4 μονάδες σε σχέση με αυτή την περίοδο πέρυσι), σε συνδυασμό με την κόπωση έπειτα από έξι χρόνια διακυβέρνησης. Αυτό που έχει να προσδοκά η κυβέρνηση, είναι το υψηλό ποσοστό παλιών ψηφοφόρων της ΝΔ που βρίσκονται στην γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων (25%) αλλά και τις σχετικά ισορροπημένες μετακινήσεις ως προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης, χωρίς να χάνει ψηφοφόρους προς κάπου συγκεκριμένα.
Το ΠΑΣΟΚ μέσα σε ένα χρόνο μειώνεται από το 14,8% στο 10,5% στην πρόθεση ψήφου και από το 18,1% σε 13,6% στην εκτίμηση αποτελέσματος. Οι απώλειές του καταγράφονται γενικά: στους άνδρες (από 18% στο 14%) αλλά ιδιαίτερα στις γυναίκες (από το 12% στο 7%) και τη νεολαία (από το 15% στο 7%). Παρά τη θεωρητική δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, το Κίνημα μετά την περσινή εσωκομματική του διαδικασία δεν κατόρθωσε να πείσει ως κεντρικός αντιπολιτευτικός πόλος, χάνοντας τη συγκυρία της εσωκομματικής επανεκλογής του Νίκου Ανδρουλάκη, ενώ μόλις τώρα δείχνει να επανέρχεται επίσης συγκυριακά στη δεύτερη θέση, έπειτα από την υποχώρηση της υπόθεσης του δυστυχήματος των Τεμπών από την καθημερινή ατζέντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη πλευρά καταγράφει δραματική πτώση, από 8,7% σε 4% στην πρόθεση ψήφου και από 10,6% σε 5,8% στην εκτίμηση. Η νέα αλλαγή ηγεσίας με τη δημιουργία του Κινήματος Δημοκρατίας από τον Στέφανο Κασσελάκη του αφαιρεί μεν, αλλά η κύρια αιτία της πτώσης είναι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει τον πολιτικό του πυρήνα και την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων, ως προς άλλες επιλογές όπως η Πλεύση Ελευθερίας, σε συνδυασμό με εκκρεμότητες γύρω από το ρόλο του Αλέξη Τσίπρα που διατηρούν ένα κλίμα αναμονής και αναποφασιστικότητας για το πολιτικό του μέλλον.
Η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου αναδεικνύεται στον μεγαλύτερο κερδισμένο, από 3,4% στο 8% στην πρόθεση ψήφου και από 3,7% στο 9,9% στην εκτίμηση. Η αύξηση είναι κοινωνικά και ηλικιακά εντοπισμένη, στη νεολαία (από 8% στο 14%), τις δυναμικές ηλικίες 35–44 (11%) και τη γυναικεία ψήφο (11% έναντι 4% στους άνδρες). Η Ζωή Κωνσταντοπούλου λειτούργησε ως δυναμικός πόλος αντισυστημικότητας που εκφράζει κοινά απογοητευμένα από τα παραδοσιακά κόμματα, ιδιαίτερα μετά την αναταραχή του πολιτικού κλίματος γύρω από την υπόθεση των Τεμπών. Ωστόσο πλέον όσο η υπόθεση ακολουθεί το δρόμο της δικαιοσύνης, δύσκολα θα διατηρήσει τη κοινωνική δυναμική που της έδινε ως και τη δεύτερη θέση μέχρι πρότινος.
Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου αυξάνεται από 6,1% σε 9% στην πρόθεση ψήφου και από 7,5% σε 11,9% στην εκτίμηση. Η βάση της είναι άνδρες, μεσαίες ηλικίες και περιοχές εκτός Αττικής, ενώ η δυναμική της τρίτης θέσης εκφράζει την εκμετάλλευση του κενού που αφήνει η παραδοσιακή αντιπολίτευση και την επικράτησή του κόμματος στον πέρα από τη ΝΔ δεξιό χώρο και την επικαιρότητα της τραμπικής ατζέντας. Γενικότερα, ο εκλογικός συσχετισμός δείχνει μια αναπαραγωγή της εκλογικής δεξιάς πλειοψηφίας του 2023, με τη ΝΔ και τα δεξιότερά της κόμματα να παίρνουν συνολικά 34,3% στην πρόθεση ψήφου και 49,5% στην εκτίμηση,- ωστόσο με την αναλογία μεταξύ τους να έχει αλλάξει- και την αριστερά συνολικά σε κρίση (ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταρρεύσει, το ΠΑΣΟΚ υποχωρεί, η Πλεύση έχει ανέβει αλλά πέφτει από πιο ψηλά). Η κοινωνική διάσταση είναι επίσης καθοριστική: οι νέοι και οι γυναίκες συνεχίζουν να στρέφονται προς πιο ριζοσπαστικές επιλογές στα αριστερά του κέντρου, η επαρχία, οι άνδρες και οι μεσαίες ηλικίες να κοιτάζουν πιο δεξιά της ΝΔ, ενώ το Λεκανοπέδιο Αττικής και οι μεγαλύτερες ηλικίες παραμένουν το βασικό στήριγμα της κυβέρνησης.
Ένα πρόσθετο στοιχείο ρευστότητας είναι η πιθανή εμφάνιση νέων κομμάτων γύρω από προσωπικότητες όπως ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Αντώνης Σαμαράς. Αυτά τα σχήματα μπορεί να αυξήσουν τον κατακερματισμό, απορροφώντας ποσοστά από παραδοσιακά κόμματα ή από τη «γκρίζα ζώνη» των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων. Ωστόσο και από τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να διαθέτουν δυναμική ικανή να ανατρέψει τους παγιωμένους συσχετισμούς.
Μετά τις εκλογές του 2023, το ελληνικό σύστημα μπορούσε να περιγραφεί ως σύστημα κυρίαρχου κόμματος, με τη ΝΔ να έχει σαφή υπεροχή έναντι των αντιπάλων. Όμως η θεωρία των κομματικών συστημάτων του Γάλλου πολιτικού επιστήμονα Maurice Duverger μας υπενθυμίζει ότι τέτοια συστήματα είναι και τα πιο εύθραυστα: η κυριαρχία εξαρτάται από τη συνεχή ικανότητα του κόμματος να καθορίζει τον πολιτικό ανταγωνισμό και να ελέγχει μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος. Η σημερινή συγκυρία δείχνει ότι η ΝΔ παραμένει σχετικά κυρίαρχη αλλά χωρίς να μπορεί να κυβερνά αυτοδύναμα- τουλάχιστον σε πρώτη φάση, ενώ η φθορά της διαχέεται σε ένα κατακερματισμένο κομματικό τοπίο.
Τα παγιωμένα δεδομένα δείχνουν λοιπόν, πως το ελληνικό κομματικό σύστημα μετατρέπεται σε μια μορφή πολωμένου πολυκομματισμού: ένα κόμμα αρκετά μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα αλλά όχι τόσο ισχυρό ώστε να κυριαρχεί, απέναντι σε μια σειρά μικρότερων κομμάτων που αποζητούν ν αυξήσουν την επιρροή τους, συχνά ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Με νέα κόμματα σε διαμόρφωση, η αντιπολίτευση βρίσκεται σε αναδιάταξη, χωρίς συγκεντρωμένη δυναμική ανατροπής, γεγονός που διατηρεί εξ αντιδιαστολής τη ΝΔ και προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε πλεονεκτική θέση, ειδικά αν την κρίσιμη ώρα των εκλογών επικαλεστεί πειστικά την πολυπόθητη πολιτική σταθερότητα.