Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Γιώργος Αρβανιτίδης, βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης με το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, Αν. Γραμματέας Κοινοβουλευτικής Ομάδας και Υπεύθυνος Ενέργειας και Περιβάλλοντος.
Ο πόλεμος που διεξάγεται στην Ουκρανία είναι ένας πόλεμος με πολλά «πρόσωπα». Ένας πραγματικός πόλεμος επί του πεδίου, με χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες. Ένας ενεργειακός, με εργαλειοποίηση αγωγών και του φυσικού αερίου, που πλήττει κυρίως την Ευρώπη. Ένας εφοδιαστικός και επισιτιστικός, με τον αποκλεισμό τόνων σιτηρών, που επηρεάζει σχεδόν όλον τον πλανήτη και απειλεί χώρες της Αφρικής με λοιμό. Ένας κυβερνοπόλεμος, με επιθέσεις σε βάσεις δεδομένων και ηλεκτρονικές σελίδες στο διαδίκτυο. Είναι ένας πόλεμος ιστορικής τομής, που αλλάζει τους παγκόσμιους συσχετισμούς και πολιτικούς και οικονομικούς σχεδιασμούς. Εν τέλει, είναι ένας παγκόσμιος πόλεμος και ας αποφεύγουμε να το αναφέρουμε!
Μπορεί να μην υπάρχει εμπλοκή επίσημων στρατευμάτων από πολλές χώρες του πλανήτη, αλλά οι γεωπολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις της πολεμικής αναμέτρησης στην Ουκρανία, η οποία θα «σέρνεται» για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα, αλλάζουν τις μέχρι τώρα παγκόσμιες σταθερές. Και δυστυχώς η Ε.Ε. σε ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα δείχνει αργά αντανακλαστικά, εμφανίζεται βαθιά διχασμένη, σε σύγχυση και με έντονες τις φυγόκεντρες δυνάμεις. Η Ε.Ε. «χάθηκε στην μετάφραση» σχετικά με το τί συνιστά παραβίαση των κυρώσεων της Ε.Ε. κατά της Ρωσίας. Το πετρελαϊκό εμπάργκο χρειάστηκε εξειδίκευση και διευκρινίσεις, ενώ επικρατεί σκεπτικισμός για την επιβολή νεότερων κυρώσεων.
Το ενεργειακό αδιέξοδο της Ευρώπης που μετατρέπεται σε ενεργειακή κρίση – ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία – θέτει υπό τεράστια αμφισβήτηση την συνοχή της ίδιας της Ε.Ε. Η ενέργεια ή θα μας ενώσει ή θα μας χωρίσει ξανά στην Ευρώπη. Ο άνθρακας ένωσε τους Ευρωπαίους, το 1952. Η απανθρακοποίηση και η ενεργειακή αυτονομία θα πρέπει να εμβαθύνει την ένωσή μας, εβδομήντα χρόνια μετά. Το κεντρικό ζητούμενο είναι η Ε.Ε. να αποκτήσει κοινά χρηματοδοτικά εργαλεία αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, όπως το ευρωομόλογο. Είναι θέμα υπαρξιακό πλέον της ίδιας της Ένωσης και της ευημερίας των πολιτών της.
Την ίδια στιγμή η Ρωσία, όχι μόνο βρίσκει νέες αγορές για τις ενεργειακές της πηγές, αλλά με όχημα την κρατική εταιρεία Rosatom κατασκευάζει, χρηματοδοτεί και λειτουργεί τους πυρηνικούς σταθμούς στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας των χωρών που διεισδύει, ακόμα και στην Τουρκία. Οι τρεις πυρηνικοί σταθμοί που χτίζονται αυτή την στιγμή στην Τουρκία από τους Ρώσους, με το ένα στο Ακουγιού να παραδίδεται το 2023, θα μεγαλώσουν την εξάρτηση της γείτονος από την Ρωσία. Και μπορεί να μην έχει πάρει ακόμα μεγάλη δημοσιότητα η συγκεκριμένη πτυχή, αλλά έχει μπει σίγουρα στο μικροσκόπιο των Η.Π.Α. αυτή η επιλογή της Τουρκίας για ακόμα μεγαλύτερο εναγκαλισμό με την Ρωσία. Μπορεί να φανταστεί κανείς πως θα αντιδράσουν οι Η.Π.Α. αν η Τουρκία θελήσει να αναπτύξει και πυρηνικά όπλα μεθαύριο με ρωσική πυρηνική τεχνογνωσία, όταν έχουν προηγηθεί οι αμερικανικές κυρώσεις για τους S400; Το ερώτημα για την θέση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ θα τεθεί τότε ακόμα πιο ξεκάθαρα και πρέπει η Ελλάδα να αναδεικνύει αυτή την διάσταση όλο και πιο έντονα.
Με αυτά και με αυτά η Τουρκία σταδιακά αλλά σταθερά απομακρύνεται από την Δύση και η δημιουργία στην περιοχή μας ενός πιθανού «σκληρού συνόρου» φαντάζει πιθανή. Σκληρό γεωγραφικό, πολιτισμικό, πολιτικό και οικονομικό σύνορο μεταξύ Δύσης και τρίτων χωρών. Άλλωστε ο πόλεμος στην Ουκρανία αν δεν εκτροχίασε εντελώς, τουλάχιστον φρέναρε για πολλά χρόνια την πορεία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ταυτόχρονα ενθάρρυνε, μέχρι στιγμής, αναθεωρητικές δυνάμεις όπως η Τουρκία, η οποία είχε ήδη μπει σε μια πορεία σύγκρουσης με την Δύση. Είναι αμφίβολο ποιος θα έχει τα αποθέματα δυνάμεων και ποιος θα αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τις οικονομικές και άλλες προκλήσεις που δημιούργησε ο πόλεμος και ποιος θα μπορέσει να κρατήσει την κοινωνική συνοχή αδιατάραχτη, σε τέτοιες συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που προμηνύονται.
Πολλοί παρουσιάζουν τον πολυεπίπεδο πόλεμο Δύσης – Ρωσίας, με την Κίνα ως «παρατηρητή», ως πόλεμο μεταξύ της δημοκρατίας και των αυταρχικών καθεστώτων. Αυτό που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως είναι ότι, όσο και αν το πρότυπο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας προβάλλεται παγκοσμίως, η Αθήνα τελικά έχασε τον Πελοποννησιακό πόλεμο από την Σπάρτη. Και ανάμεσα στους λόγους της ήττας εκείνης ήταν η δαπανηρή Σικελική εκστρατεία, ο οικονομικός στραγγαλισμός-αποκλεισμός της Αθήνας, η επισιτιστική κρίση και ο λοιμός που «γονάτισε» τους Αθηναίους. Οι συγκρίσεις με το σήμερα δεν αφήνουν περιθώρια για εφησυχασμούς. Όπως ο Πελοποννησιακός πόλεμος άλλαξε τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, έτσι και ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αλλάξει πολλά στον σύγχρονο κόσμο μας.