Ο Μακρόν, ο Λεκορνύ και τα όρια της πολιτικής κρίσης στη Γαλλία
Η κρίση της κυβερνησιμότητας ως αντανάκλαση των ορίων του γαλλικού Κέντρου - Αρθρογραφεί στο TheOpinion o Διονύσης Μαγουλάς
Η Γαλλία ζει μια πολιτική σκηνή που θυμίζει, περισσότερο από ποτέ, το θεσμικό άγχος των μεταπολεμικών δεκαετιών. Ο Σεμπαστιάν Λεκορνύ, ο νεοδιορισμένος πέμπτος πρωθυπουργός του Εμμανυέλ Μακρόν σε μόλις δύο χρόνια, ανακοίνωσε την παραίτησή του λίγες μόλις ώρες μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησής του, επικαλούμενος την απουσία σταθερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και την αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων. Η παραίτηση και η επακόλουθη υπαναχώρηση, έπειτα από παρέμβαση του ίδιου του Μακρόν ήταν περισσότερο από μια κρίση προσώπων, ήταν σύμπτωμα μιας βαθύτερης θεσμικής κόπωσης.
Η εικόνα έχει κάτι το παράδοξο. Από τη μια, ένας τεχνοκράτης με θεσμική αυτοσυνείδηση, που δεν θέλει να κυβερνήσει χωρίς πολιτική βάση, από την άλλη, ένας πρόεδρος που επιμένει πως η ευθύνη του ηγέτη είναι να μην εγκαταλείπει το πηδάλιο μέσα στην καταιγίδα. Ο Μακρόν επέμεινε πως «θα αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη για το τι θα γίνει μετά», δίνοντας ένα σαφές μήνυμα ότι η διαχείριση της κρίσης δεν μπορεί να αφεθεί στη λογική της φυγής.
Αυτό το επεισόδιο φωτίζει τα όρια -αλλά και την αναγκαιότητα- του γαλλικού Κέντρου. Ο μακρονισμός γεννήθηκε το 2017 ως υπόσχεση υπέρβασης του ιστορικού διπολισμού της γαλλικής πολιτικής. Ο Μακρόν προσπάθησε να συνθέσει τη φιλελεύθερη οικονομική λογική της Δεξιάς με τον κοινωνικό ρεαλισμό της Αριστεράς, οικοδομώντας μια «τρίτη Γαλλία» που θα συνδύαζε αποτελεσματικότητα και ευαισθησία. Οκτώ χρόνια μετά, το εγχείρημα δείχνει κουρασμένο: η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι διάχυτη, η Βουλή ασταθής και οι πολιτικές συμμαχίες εύθραυστες.
Όμως, πίσω από την κούραση, υπάρχει και κάτι ουσιαστικό. Ο Μακρόν εξακολουθεί να ενσαρκώνει την προσπάθεια να διατηρηθεί η κυβερνησιμότητα μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η σύγκρουση έχει γίνει αυτοσκοπός. Οι αντίπαλοί του, είτε πρόκειται για τη ριζοσπαστική Αριστερά είτε για τον Ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν, επενδύουν στην πόλωση. Ο ίδιος, αντίθετα, επιχειρεί να κρατήσει ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και να προστατεύσει το θεσμικό πλαίσιο από την παρακμή του δημόσιου διαλόγου.
Δεν είναι εύκολο εγχείρημα και γι’ αυτό οι στιγμές σαν την παραίτηση Λεκορνύ αποκτούν σημειολογικό βάρος. Δείχνουν ότι η πολιτική του Κέντρου δεν αποτυγχάνει από έλλειψη οράματος, αλλά από την κόπωση της συνεννόησης, από το ότι χρειάζεται διαρκή προσπάθεια για να κρατηθεί η ισορροπία σε ένα πεδίο που φυσικά τείνει προς τον κατακερματισμό.
Η δήλωση του πρώην πρωθυπουργού και σημαντικού μακρονικού εταίρου Εντουάρ Φιλίπ ότι «ίσως ήρθε η στιγμή να επανέλθει ο λόγος στον λαό» προκάλεσε συζητήσεις για το αν πρόκειται για κάλεσμα σε πρόωρες προεδρικές εκλογές. Στην πραγματικότητα, εξέφρασε κάτι ευρύτερο: τη συνειδητοποίηση ότι το προεδρικό στρατόπεδο έχει φτάσει στα όρια της αντοχής του. Ο Φιλίπ μπορεί να μην αμφισβητεί άμεσα τον Μακρόν, αλλά υπενθυμίζει ότι η μετριοπάθεια χρειάζεται ανανέωση για να μην εκφυλιστεί σε αδράνεια.
Η παρέμβασή του δείχνει ότι ο μακρονισμός βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. Από το αρχικό όραμα της υπέρβασης, περνά τώρα στη φάση της θεσμικής επιβίωσης: να διατηρήσει τον κορμό της λογικής του μέσα σε μια κοινωνία που αλλάζει. Ο Φιλίπ, όπως και πολλοί από τους μετριοπαθείς συνεργάτες του Μακρόν, καταλαβαίνουν ότι η πολιτική του Κέντρου δεν μπορεί να επιβιώσει ως τεχνοκρατική διαχείριση, αλλά χρειάζεται νέο κοινωνικό αφήγημα, μια νέα γλώσσα νομιμοποίησης. Κι εδώ βρίσκεται ίσως η πιο δύσκολη αποστολή του Προέδρου.
Οι αναλογίες με την Τέταρτη Δημοκρατία είναι παραπάνω από εμφανείς. Η Γαλλία βιώνει ξανά μια μορφή κοινοβουλευτικής αστάθειας, όπου η εκτελεστική εξουσία αμφισβητείται από όλες τις πλευρές και οι κυβερνήσεις απειλούνται πριν καν αρχίσουν να λειτουργούν. Η Τέταρτη Δημοκρατία κατέρρευσε επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει και σήμερα, η Πέμπτη Δημοκρατία δείχνει να δυσκολεύεται να πείσει.
Εδώ βρίσκεται και η δυσκολία του Μακρόν, γιατί θέλει να προστατεύσει τους θεσμούς χωρίς να εκληφθεί ως αυταρχικός. Η άρνησή του να δεχθεί την παραίτηση Λεκορνύ είναι μια μορφή θεσμικού πείσματος, μια δήλωση ότι το κράτος δεν μπορεί να κυβερνάται με τη λογική της προσωρινότητας. Είναι μια υπενθύμιση ότι η σταθερότητα, σε δημοκρατικά καθεστώτα, δεν είναι πολυτέλεια αλλά προϋπόθεση της ίδιας της πολιτικής ελευθερίας.
Η κρίση των ημερών αυτών ίσως αποδειχθεί καθοριστική για την επόμενη φάση του μακρονισμού. Αν παρά τις προβλέψεις ο Λεκορνύ καταφέρει να επιβιώσει πολιτικά και να κυβερνήσει, θα είναι χάρη στη στήριξη ενός προέδρου που γνωρίζει ότι η διαχείριση της ήττας είναι εξίσου σημαντική με τη διαχείριση της επιτυχίας. Αν, αντίθετα, η κυβέρνηση οδηγηθεί ξανά σε αδιέξοδο, ο Μακρόν θα κληθεί να αποφασίσει στα σοβαρά αν η διατήρηση της ισορροπίας αξίζει περισσότερο από την ανανέωση της νομιμοποίησης μέσω της κάλπης.
Σε κάθε περίπτωση, το επεισόδιο αυτών των ημερών αφήνει πίσω του μια διπλή διαπίστωση. Πρώτον, ότι η γαλλική πολιτική έχει εισέλθει σε μια εποχή μόνιμης ρευστότητας, όπου η έννοια της πλειοψηφίας έχει χάσει τη σταθερότητά της. Και δεύτερον, ότι η ηγεσία, στις μέρες μας, μετριέται όχι με την ισχύ των αριθμών αλλά με τη βούληση του ηγέτη να αναλαμβάνει την ευθύνη την ώρα που ξεσπά η κρίση, όταν και η πολιτική αριθμητική δεν τον ευνοεί.
Ο Μακρόν δεν είναι πια ο outsider του 2017, ούτε ο χαρισματικός αναμορφωτής της πρώτης κυβερνητικής του θητείας. Είναι ένας πολιτικός που αναγκάζεται να λειτουργήσει ως τελευταίο θεσμικό αντίβαρο σε μια εποχή κόπωσης από το κέντρο και υπερβολών από τα άκρα. Οι επικριτές του βλέπουν στην εξουσία του αλαζονεία, ενώ οι εναπομείναντες υποστηρικτές του βλέπουν επιμονή. Ίσως η αλήθεια να βρίσκεται κάπου ανάμεσα: στην επίγνωση ότι η ευθύνη δεν είναι ευχάριστη, αλλά είναι τουλάχιστον απαραίτητη.