Ο κυνισμός ως νέα κανονικότητα στην πολιτική

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Χρήστος Αβδελλάς, Σύμβουλος, Α’ Δημοτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, Project Manager, reframe.food, Σύμβουλος Ευρωπαϊκών πολιτικών

Ο κυνισμός ως νέα κανονικότητα στην πολιτική
(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI)

Η πολιτική υπήρξε πάντοτε πεδίο σκληρής αντιπαράθεσης, γεμάτο συμβιβασμούς, στρατηγικές και προσωπικές φιλοδοξίες. Όμως τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε την αποθέωση του κυνισμού ως κυρίαρχης μεθόδου άσκησης πολιτικής.

Η πρόσφατη παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από τη Βουλή δεν είναι απλώς μια πολιτική πράξη, αλλά η επίσημη επιβεβαίωση ενός σχεδίου που εξελίσσεται εδώ και μήνες. Η μετάβαση από το “rebranding” στην πλήρη αποκοπή από το κόμμα που ο ίδιος διαμόρφωσε είναι ίσως η πιο καθαρή έκφραση της νέας πολιτικής λογικής, της πολιτικής ως προϊόντος και της δημόσιας ζωής ως σκηνής διαρκούς επανεκκίνησης.

Όλοι γνωρίζουν ότι έχουν επιστρατευθεί πανάκριβοι επαγγελματίες του χώρου της επικοινωνίας, ότι έχει στηθεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική ανανέωσης προφίλ, κάτι που ούτε ο ίδιος αρνείται ή κρύβει. Κι όμως, η μετάβαση αυτή δεν προκύπτει από ιδεολογική ανάγκη ή πολιτική συνέπεια, αλλά από τον ψυχρό υπολογισμό της εξουσίας.

Η ευκολία με την οποία ο Τσίπρας εγκαταλείπει θέσεις που αποτέλεσαν κεντρικούς πυλώνες της μέχρι σήμερα πορείας του, η αδιαφορία με την οποία υπονομεύει και αποδυναμώνει το ίδιο του το κόμμα, δείχνουν έναν πολιτικό που φαίνεται να αντιμετωπίζει την παράταξή του όχι ως συλλογικό φορέα ιδεών, αλλά ως όχημα προσωπικής επανεκκίνησης. Δεν διστάζει να θυσιάσει το πολιτικό του σπίτι και όσους τον στήριξαν, προκειμένου να ανοίξει δρόμο για το προσωπικό του comeback.

Το παράδειγμα Τσίπρα είναι απλώς το πιο κραυγαλέο. Η λογική του κυνισμού, όμως, διαπερνά όλο το πολιτικό σύστημα και τείνει να γίνει η νέα κανονικότητα.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι η πολιτική του αναβίωση στηρίζεται από συγκεκριμένα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα. Δεν είναι μυστικό ότι τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου, που έχει συγκρουστεί με τη σημερινή κυβέρνηση, αναζητά νέα πολιτική στέγη. Η ταύτιση ενός πολιτικού με την αναζήτηση αυτών των συμφερόντων αναδεικνύει την πιο κυνική όψη του συστήματος, η πολιτική ως ανταγωνιστική αγορά, όπου κόμματα και ηγέτες προσφέρονται ως “επενδυτικές επιλογές”.

Επικοινωνιακές στρατηγικές υπήρχαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν στην πολιτική. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η εικόνα και το μήνυμα έπαιζαν πάντα ρόλο. Η διαφορά είναι ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια οι τακτικές αυτές δεν σχεδιάζονταν, δοκιμάζονταν και υλοποιούνταν μπροστά στα μάτια μας. Η επικοινωνία δεν λειτουργεί πλέον επικουρικά, αλλά τείνει να γίνεται ολόκληρη η πολιτική. Πόσο μάλλον ένα επαγγελματικό rebranding κόστους εκατομμυρίων, που ξεδιπλώνεται απροκάλυπτα, επιδιώκοντας να επιβάλει έναν πολιτικό αλλάζοντας, σχεδόν σαν να πρόκειται για εμπορικό προϊόν, τις ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις που ο ίδιος παρουσίαζε ως αδιαπραγμάτευτες.

Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν εξαντλείται στο πρόσωπο του Τσίπρα. Το φαινόμενο είναι ευρύτερο και αφορά συνολικά τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η πολιτική σήμερα. Η εικόνα προηγείται της ουσίας, τα κόμματα μετατρέπονται σε προσωποπαγή σχήματα και οι συμμαχίες με ισχυρά οικονομικά κέντρα βαφτίζονται “στρατηγικές επιλογές”. Ο Τσίπρας απλώς το κάνει με τρόπο τόσο άμεσο και απροκάλυπτο, που δεν αφήνει ούτε τα προσχήματα.

Όταν η πολιτική αποδεσμεύεται πλήρως από την ηθική και την ιδεολογία, παύει να είναι δημόσιο αγαθό και μετατρέπεται σε προϊόν διαχείρισης ισχύος. Η κοινωνία, τα ΜΜΕ και οι ίδιοι οι θεσμοί μοιάζουν να παρακολουθούν αυτή την εξέλιξη με ανησυχητική φυσικότητα. Και εδώ βρίσκεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος, όταν ο κυνισμός εσωτερικεύεται ως αυτονόητο στοιχείο της πολιτικής, τότε η δημοκρατία υποβαθμίζεται.

Η γενικευμένη αποδοχή του διαβρώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και ενισχύει την αίσθηση ότι “όλοι είναι ίδιοι”. Αυτό είναι το πραγματικό δηλητήριο, η απαξίωση της ίδιας της πολιτικής διαδικασίας.

Η περίπτωση Τσίπρα δεν είναι η μοναδική, αλλά αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα της νέας κανονικότητας. Το ερώτημα δεν είναι αν θα επιστρέψει, αλλά αν θα καταφέρουμε να ανακόψουμε τη μετατροπή της πολιτικής σε θέαμα rebranding και την πλήρη απομάκρυνσή της από τις αξίες της συνέπειας, της ευθύνης και της θεσμικής σοβαρότητας, γιατί χωρίς αυτές, καμία δημοκρατία δεν μπορεί να σταθεί για πολύ.