Ο φαύλος κύκλος του οικονομικού λαϊκισμού και το φαινομενικό ελληνικό παράδοξο
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Στην Ευρώπη πυκνώνουν τα σημάδια ενός επικίνδυνου φαύλου κύκλου. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες κουβαλούν τεράστια δημόσια χρέη, τα ελλείμματα διογκώνονται και οι αγορές γίνονται ολοένα πιο δύσπιστες. Την ίδια στιγμή οι κοινωνίες αντιδρούν απέναντι στη λιτότητα και στις περικοπές, στρέφοντας το βλέμμα τους σε πολιτικές δυνάμεις που υπόσχονται γρήγορες λύσεις, περισσότερες δαπάνες και λιγότερους φόρους. Το αποτέλεσμα είναι μια αέναη ταλάντωση ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και τον οικονομικό λαϊκισμό που τελικά δεν αφήνει περιθώρια πολιτικής σταθερότητας. Στη Γαλλία, στη Βρετανία και στη Γερμανία αλλά και αλλού, η πολιτική φθορά των παραδοσιακών κομμάτων συνοδεύεται από τη ραγδαία άνοδο λαϊκιστικών δυνάμεων, που εκμεταλλεύονται τη δυσαρέσκεια για τις δημόσιες υπηρεσίες, το κόστος ζωής και τις κοινωνικές ανισότητες.
Το μοτίβο είναι γνώριμο. Όταν οι κυβερνήσεις επιχειρούν να συγκρατήσουν τα ελλείμματα με μέτρα περιοριστικά, η κοινωνική δυσαρέσκεια αυξάνεται και τροφοδοτεί τα αντισυστημικά κόμματα, από τη Ακροδεξιά και την Αριστερά. Όταν οι τελευταίοι έρχονται στην εξουσία με την υπόσχεση να ξοδέψουν περισσότερα από όσα αντέχει το κράτος, τα δημοσιονομικά εκτροχιάζονται. Είναι μια κλασική παγίδα που δείχνει τις δυσκολίες των δημοκρατιών να ισορροπήσουν ανάμεσα στη λογική της υπευθυνότητας και στις πιέσεις της εκλογικής πελατείας.
Η Ελλάδα ωστόσο δείχνει να κινείται σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Έπειτα από μια δεκαετία αυστηρής λιτότητας και πρωτοφανών θυσιών, τα δημόσια οικονομικά εμφανίζουν πλέον σταθερά πλεονάσματα, οι αξιολογήσεις της χώρας αναβαθμίζονται και η πρόσβαση στις αγορές είναι απρόσκοπτη. Η κυβέρνηση έχει καταφέρει να συνδυάσει τη δημοσιονομική πειθαρχία με μια πολιτική που περιλαμβάνει μειώσεις φόρων και αυξήσεις μισθών. Πρόκειται για μια στρατηγική που δεν τρέφει ψευδαισθήσεις αφθονίας, αλλά αξιοποιεί τα θετικά αποτελέσματα της οικονομίας ώστε να επιστρέψουν τα οφέλη στην κοινωνία.
Αυτό το «παράδοξο» κάνει την ελληνική περίπτωση ιδιαίτερη. Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η λιτότητα γεννά λαϊκισμό, εδώ η υπευθυνότητα έχει φέρει χώρο για παροχές χωρίς να αμφισβητείται η σταθερότητα. Η εικόνα αυτή δεν σημαίνει ότι οι κίνδυνοι έχουν εκλείψει. Το χρέος παραμένει υψηλό και η διεθνής συγκυρία εύθραυστη. Όμως, όσο η χώρα δείχνει προσήλωση στη δημοσιονομική ισορροπία, τόσο οι αγορές και οι εταίροι ανταμείβουν την Ελλάδα με εμπιστοσύνη.
Η μεγάλη πρόκληση είναι να αποφευχθεί η υπερβολική αισιοδοξία. Η επιτυχία μπορεί εύκολα να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν ανεξάντλητα περιθώρια παροχών. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το πολιτικό σύστημα θα μπορούσε να διολισθήσει ξανά στον οικονομικό λαϊκισμό, επαναλαμβάνοντας λάθη του παρελθόντος. Η διαφορά όμως σήμερα είναι ότι η κυβέρνηση δείχνει να κατανοεί τον κίνδυνο και να επενδύει σε μια στρατηγική που δίνει μεν ανάσες στους πολίτες, αλλά με τρόπο που δεν απειλεί τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Στην ουσία, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η χώρα δεν συζητεί για ελλείμματα, αλλά για το πώς θα αξιοποιήσει τα πλεονάσματα. Οι πολίτες δικαίως περιμένουν ανταμοιβή για τις θυσίες τους, και αυτή η ανταμοιβή έρχεται μέσα από φορολογικές ελαφρύνσεις και αυξημένους μισθούς. Το στοίχημα είναι να γίνει με σχέδιο, με ματιά στο μέλλον και χωρίς να υπονομευθεί η σκληρά κερδισμένη αξιοπιστία.
Η πολιτική εμπειρία έχει δείξει ότι οι εύκολες υποσχέσεις μπορεί να κερδίζουν εκλογές αλλά κοστίζουν ακριβά στις επόμενες γενιές. Στην Ελλάδα, μετά από όσα έχουν προηγηθεί, υπάρχει η δυνατότητα να γραφτεί διαφορετικά η ιστορία. Αν η υπευθυνότητα παραμείνει ο κανόνας και οι παροχές στηρίζονται σε πραγματικά πλεονάσματα και όχι σε δανεικά, τότε η χώρα μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση σε έναν ευρωπαϊκό κανόνα που δείχνει να εγκλωβίζεται στον φαύλο κύκλο του οικονομικού λαϊκισμού.