Ο αντισημιτισμός δεν είναι αλληλεγγύη – είναι ντροπή για τη χώρα

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας 

Ο αντισημιτισμός δεν είναι αλληλεγγύη – είναι ντροπή για τη χώρα
πηγη: cyclades24.gr

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας 

Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου. 300 διαδηλωτές στη Σύρο ανάγκασαν ένα κρουαζιερόπλοιο γεμάτο Ισραηλινούς τουρίστες να αποχωρήσει χωρίς να προσδέσει ποτέ στο λιμάνι. Οι τουρίστες δεν αποβιβάστηκαν ποτέ. Το πλοίο κατευθύνθηκε στην Κύπρο. Η εικόνα μιας “ανεπιθύμητης” ομάδας ανθρώπων να εκδιώκεται από μια ελληνική πόλη λόγω της εθνικότητάς της, έκανε τον γύρο του κόσμου, με μεγάλα διεθνή μέσα – όπως οι Times of Israel – να αναφέρονται σε «αντισημιτικό αποκλεισμό».

Λίγες μέρες νωρίτερα, στην καρδιά της Αθήνας, στο Μοναστηράκι, μέλη του Ρουβίκωνα με κοινή περιβολή «περπατούσαν για τη Γάζα» και εισέβαλαν σε καταστήματα με εβραϊκή και μεσανατολική κουζίνα, αναζητώντας – κατά δήλωσή τους – Ισραηλινούς τουρίστες. Ζητούσαν να δουν διαβατήρια, άφηναν αυτοκόλλητα και μηνύματα καταγγελίας, και κατέγραφαν τις “επισκέψεις” τους με τη γνωστή ρητορική περί αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό. Ήταν μια σκηνή που θύμιζε άλλες εποχές: όταν άνθρωποι στιγματίζονταν δημόσια με βάση την καταγωγή ή το θρήσκευμά τους.

Η συχνότητα και η ένταση τέτοιων περιστατικών δείχνουν ότι ο αντισημιτισμός δεν είναι πλέον ένα περιθωριακό φαινόμενο. Αποκτά παρουσία στους δρόμους, διαποτίζει πολιτικά συνθήματα, διεκδικεί χώρο στον δημόσιο διάλογο. Και αυτό πρέπει να σημάνει συναγερμό σε μια κοινωνία με τα ελάχιστα δημοκρατικά αντανακλαστικά.

Δεν υπάρχει τίποτα “αντιπολεμικό” ή “ανθρωπιστικό” στο να διώχνεις τουρίστες, να τους στοχοποιείς σε εστιατόρια ή να τους απαγορεύεις την πρόσβαση σε ελληνικό έδαφος. Η αντίθεση στην κυβέρνηση Νετανιάχου – ή σε οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση – δεν δικαιολογεί συλλογική ενοχοποίηση ενός ολόκληρου λαού. Πολύ περισσότερο, δεν δικαιολογεί πράξεις που στρέφονται ενάντια σε απλούς πολίτες: τουρίστες, οικογένειες, επιχειρηματίες, φοιτητές, που επισκέπτονται τη χώρα μας ειρηνικά.

Αυτό που είδαμε στη Σύρο δεν ήταν “διαμαρτυρία για τη Γάζα”. Ήταν μια κραυγαλέα πράξη αποκλεισμού με βάση την εθνικότητα. Ήταν μια δημόσια εκδήλωση μίσους. Και η ζημιά δεν είναι μόνο ηθική ή πολιτική. Είναι και βαθιά οικονομική.

Η Ελλάδα στηρίζεται στον τουρισμό. Το 2024, εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί επέλεξαν την πατρίδα μας για διακοπές. Πολλοί εξ αυτών επανέρχονται κάθε χρόνο. Άλλοι αγοράζουν ακίνητα ή επενδύουν σε επιχειρήσεις, δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Όταν λοιπόν γινόμαστε πρωτοσέλιδο στον διεθνή Τύπο ως μια χώρα που «διώχνει Ισραηλινούς τουρίστες» ή «φιλοξενεί ομάδες που κάνουν έλεγχο διαβατηρίων σε Εβραίους πελάτες», η ζημιά είναι ανυπολόγιστη. Ειδικά σε μια εποχή που ο παγκόσμιος τουριστικός ανταγωνισμός είναι τεράστιος και που η Ελλάδα προσπαθεί να εδραιωθεί ως ασφαλής, φιλόξενη και κοσμοπολίτικη χώρα.

Δεν είναι, όμως, μόνο θέμα χρημάτων. Είναι θέμα αξιών. Είναι θέμα ιστορικής συνέχειας.

Πώς μπορούμε, ως χώρα, να αποδεχτούμε τέτοιες συμπεριφορές, όταν γνωρίζουμε τι υπήρξε για μας η εβραϊκή παρουσία; Πόσοι θυμούνται ότι η Θεσσαλονίκη, μέχρι και τη δεκαετία του 1940, ήταν η μεγαλύτερη σεφαραδίτικη κοινότητα της Ευρώπης; Πόσοι γνωρίζουν ότι το 70% του εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδας εξοντώθηκε στο Ολοκαύτωμα; Σήμερα, υπάρχει ένα αυξανόμενο διεθνές ενδιαφέρον – ιδίως από το Ισραήλ – για την πολιτιστική αναβίωση του σεφαραδίτικου παρελθόντος της Θεσσαλονίκης. Εκατοντάδες επισκέπτες κάθε χρόνο έρχονται για να δουν τις ρίζες των προγόνων τους, να συμμετάσχουν σε θρησκευτικές τελετές, να επισκεφθούν το Εβραϊκό Μουσείο, το Μνημείο Ολοκαυτώματος, τις παλιές συναγωγές.

Αν αυτή τη Θεσσαλονίκη – αυτή τη μνήμη και αυτό το μέλλον – δεν μπορούμε να την προστατεύσουμε, τότε έχουμε αποτύχει ως πολιτισμός. Διότι ο αντισημιτισμός δεν είναι απλώς ένα “λάθος”. Είναι μια ιστορική πληγή που όταν ανοίγει, δεν αργεί να φέρει μεγαλύτερα κακά.

Κι όμως, στη δημόσια σφαίρα, οι καταδίκες ήταν χλιαρές. Η πολιτεία σιώπησε, σχεδόν αμήχανα. Οι τοπικές αρχές στη Σύρο δεν αντέδρασαν με την ένταση που απαιτούσε η περίσταση. Τα κόμματα απέφυγαν να συγκρουστούν ανοιχτά με τη ρητορική του μίσους. Λες και είναι «κατανοητό» να φέρεται κανείς εχθρικά απέναντι σε Ισραηλινούς, επειδή «κάπου στον κόσμο γίνεται πόλεμος». Μα αυτό είναι η επιτομή του ρατσισμού: να τιμωρείς κάποιον για κάτι που δεν ευθύνεται.

Η χώρα οφείλει να βάλει σαφή όρια. Δεν μπορεί να συνεχίσει να ταλαντεύεται ανάμεσα στον ανθρωπισμό και τον φανατισμό, ανάμεσα στην ανεκτικότητα και την επιλεκτική στοχοποίηση. Δεν μπορεί να είναι, ταυτόχρονα, τουριστικός παράδεισος και πολιτικός θύλακας διώξεων.

Η σιωπή μπροστά στον αντισημιτισμό δεν είναι ουδετερότητα. Είναι συνενοχή.

Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε καθαρά. Να καταδικάσουμε, χωρίς «ναι μεν αλλά». Να προστατεύσουμε την εικόνα της χώρας, την οικονομία της και – πάνω απ’ όλα – την ιστορική και ηθική της υπόσταση. Όχι άλλες εκπτώσεις στην εθνική μας αξιοπρέπεια.

Η Ελλάδα οφείλει να είναι μια χώρα ανοιχτή, δημοκρατική και φιλόξενη για όλους. Και αυτό ξεκινά από τη θαρραλέα υπεράσπιση του αυτονόητου: πως κανείς άνθρωπος δεν πρέπει να διώκεται λόγω του διαβατηρίου, του θρησκεύματος ή της ταυτότητάς του.