Νέος Εκλογικός Νόμος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση: Μια Ευκαιρία για Δημοκρατική Αναζωογόνηση
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Η τοπική αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια μια σειρά από προκλήσεις που σχετίζονται με την πολιτική νομιμοποίηση και τη συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατική διαδικασία. Τα πρόσφατα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών επιβεβαιώνουν ανησυχητικά φαινόμενα: στις τελευταίες εκλογές σε πολλούς δήμους εκλέχτηκαν δήμαρχοι με ποσοστά που κυμαίνονται μόλις στο 25-30% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Η χαμηλή συμμετοχή στον δεύτερο γύρο, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απουσία πολιτικού ενδιαφέροντοα και τον διπλό γύρο ψηφοφορίας, θέτει υπό αμφισβήτηση τη δημοκρατική νομιμοποίηση των αιρετών και την πολιτική αποτελεσματικότητα της διοίκησης.
Η πρόταση για νέο εκλογικό νόμο, που εισάγει σύστημα πολλαπλής ψήφου και καταργεί τον δεύτερο γύρο στις τοπικές εκλογές, αποτελεί μια πρωτοβουλία με διεθνείς αναφορές και σημαντικά πλεονεκτήματα, που μπορούν να ενισχύσουν τόσο τη συμμετοχή όσο και τη σταθερότητα στη διοίκηση.
Διεθνώς, η πολλαπλή ψήφος, ή ranked voting, είναι μια εκλογική μέθοδος που επιτρέπει στους ψηφοφόρους να κατατάσσουν τους υποψηφίους κατά σειρά προτίμησης. Μεταξύ των πιο γνωστών και εφαρμοζόμενων εκδοχών είναι η Άμεση Επαναληπτική Εκλογή- Instant Runoff Voting (IRV) και η Συμπληρωματική Ψήφος- Supplementary Vote (SV).
Το IRV εφαρμόζεται σε χώρες όπως η Αυστραλία, με επιτυχία που έχει αναγνωριστεί διεθνώς. Με το IRV, αν κανένας υποψήφιος δεν λάβει απευθείας πλειοψηφία, ο υποψήφιος με τις λιγότερες ψήφους αποκλείεται και οι ψήφοι του ανακατανέμονται σύμφωνα με τη δεύτερη προτίμηση, διαδικασία που επαναλαμβάνεται μέχρι να προκύψει νικητής με πλειοψηφία. Αυτό το σύστημα προάγει τη συναίνεση, μειώνει την πόλωση και ενθαρρύνει υποψηφίους να απευθύνονται σε ευρύτερο κοινό.
Το SV, που μέχρι πρόσφατα χρησιμοποιούνταν στη Βρετανία για την εκλογή δημάρχων όπως στο Λονδίνο, είναι μια πιο απλοποιημένη μορφή προτιμησιακής ψήφου, όπου οι ψηφοφόροι δίνουν δύο προτιμήσεις και μόνο οι δύο πρώτοι υποψήφιοι παραμένουν στον δεύτερο γύρο ανακατανομής ψήφων. Αυτό μειώνει την πολυπλοκότητα και διατηρεί την πλειοψηφική λογική, ενώ εξασφαλίζει ότι ο νικητής έχει ευρύτερη αποδοχή.
Η ελληνική πρόταση, που καταργεί τον δεύτερο γύρο και επιτρέπει στον ψηφοφόρο να δώσει έως και δύο προτιμήσεις με ενιαία καταμέτρηση, φαίνεται να συνδυάζει τα πλεονεκτήματα των παραπάνω συστημάτων, προσαρμοσμένη όμως στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού πολιτικού τοπίου. Η αλλαγή αυτή αφαιρεί τη δευτερογενή διαδικασία, που μέχρι σήμερα δημιουργούσε γραφειοκρατικά εμπόδια, υψηλό κόστος και, κυρίως, αποθάρρυνε πολλούς πολίτες από τη συμμετοχή.
Οι τελευταίες εκλογές έδειξαν ότι η συμμετοχή μειώθηκε δραματικά στον δεύτερο γύρο, με πολλούς ετεροδημότες να απέχουν, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δήμαρχοι εξελέγησαν με ποσοστά που αντιστοιχούν σε μόλις το ένα τέταρτο των εγγεγραμμένων. Με το νέο σύστημα, η ψήφος του πολίτη μετράει ισότιμα από την πρώτη Κυριακή, χωρίς να κινδυνεύει να “χαθεί” σε δεύτερους γύρους, κάτι που αναμένεται να αυξήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και να ενθαρρύνει τη συμμετοχή.
Επιπλέον, η πρόβλεψη ότι ο νικητής με ποσοστό πάνω από 42% θα εξασφαλίζει 3/5 των εδρών στο δημοτικό συμβούλιο αποτελεί σημαντικό βήμα για την κυβερνησιμότητα, αποφεύγοντας κατακερματισμένες πλειοψηφίες που συχνά οδηγούν σε αδιέξοδα και διαρκείς συναλλαγές. Αυτή η ισορροπία μεταξύ σταθερότητας και δημοκρατικής αντιπροσώπευσης είναι απαραίτητη για να λειτουργήσει η αυτοδιοίκηση αποτελεσματικά.
Επιπρόσθετα, η δυνατότητα ηλεκτρονικής ψήφου για ετεροδημότες αναμένεται να μειώσει τα πρακτικά εμπόδια, διευκολύνοντας την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος και αναζωογονώντας τη συμμετοχή ειδικά των νέων και των πολιτών που διαμένουν μακριά από τον τόπο καταγωγής τους. Ενώ η μείωση του αριθμού των υποψηφίων βελτιώνει την ποιότητα καθώς δεν χρειάζεται ένας υποψήφιος δήμαρχος να υποχρεώνεται να κατεβάζει συνδυασμό με δεκάδες τοπικούς υποψηφίους.
Από τη σκοπιά της πολιτικής επιστήμης, η έννοια της δημοκρατικής νομιμοποίησης συνδέεται άμεσα με την ευρεία συμμετοχή και την αποδοχή των αποτελεσμάτων από τους πολίτες (Robert Dahl). Η εισαγωγή συστημάτων πολλαπλής ψήφου όπως το IRV και το SV προάγει ακριβώς αυτή την αποδοχή, αφού μειώνει τη συχνότητα εκλογής υποψηφίων με μικρό κοινωνικό έρεισμα και ενισχύει την πολιτική συναίνεση.
Η εκλογική ανάλυση έχει δείξει ότι συστήματα προτιμησιακής ψήφου μειώνουν την πόλωση και προωθούν υποψηφίους που συγκεντρώνουν ευρύτερη υποστήριξη (Bowler & Grofman) Επιπλέον, η δυνατότητα πολλαπλών προτιμήσεων περιορίζει τη στρατηγική ψήφο και αυξάνει την αντιπροσωπευτικότητα, ενώ παράλληλα επιτρέπει στον ψηφοφόρο να εκφράσει πιο ολοκληρωμένα τις προτιμήσεις του.
Σε ένα πολιτικό σύστημα όπου ο εκλογέας αισθάνεται ότι η ψήφος του “μετράει” και δεν θα χαθεί σε επόμενους γύρους ή πολιτικές ισορροπίες, αυξάνεται η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και η διάθεση συμμετοχής. Αυτό ενισχύει την κοινωνική συνοχή και την αποτελεσματικότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η αλλαγή αυτή δεν είναι μόνο μια τεχνική μεταρρύθμιση· είναι μια ευκαιρία για την αναζωογόνηση της τοπικής δημοκρατίας. Μέσα από πιο απλές και συμμετοχικές διαδικασίες, μέσα από την ενίσχυση της κυβερνησιμότητας και τη διεύρυνση της συμμετοχής, η αυτοδιοίκηση μπορεί να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών και να λειτουργήσει ως ζωντανός πυλώνας δημοκρατίας.
Η υιοθέτηση τέτοιων σύγχρονων εκλογικών συστημάτων είναι διεθνώς αποδεδειγμένη πρακτική, που έχει συμβάλει σε πιο σταθερές, δημοκρατικές και αποτελεσματικές τοπικές διοικήσεις. Η Ελλάδα, με το νέο εκλογικό νόμο, μπαίνει σε αυτό το δρόμο, προσαρμόζοντας την πολιτική πραγματικότητα και το εκλογικό της πλαίσιο σε σύγχρονα πρότυπα.
Η επιτυχία της μεταρρύθμισης αυτής θα κριθεί από την εφαρμογή και την αποδοχή της από τους πολίτες, οι οποίοι καλούνται να δουν τη συμμετοχή τους ως καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον των τοπικών κοινωνιών. Η νέα εποχή στην τοπική αυτοδιοίκηση, που ξεκινά με το σύστημα πολλαπλής ψήφου και την κατάργηση του δεύτερου γύρου, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μιας ουσιαστικής δημοκρατικής ανανέωσης και ενίσχυσης της πολιτικής νομιμοποίησης στην Ελλάδα.