Μια πρόταση δυσπιστίας που δεν πέρασε, αλλά μπορεί να ράγισε το ευρωπαϊκό κέντρο
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας
Η πρόταση δυσπιστίας κατά της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εντέλει απορρίφθηκε. Αυτό το ήξεραν όλοι στις Βρυξέλλες: οι αριθμοί των 2/3 για την έγκριση δεν έβγαιναν και ο κεντρώος συνασπισμός Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Σοσιαλιστών και Φιλελευθέρων διέθετε τη δύναμη των κοινοβουλευτικών συσχετισμών για να αποτρέψει μια θεσμική ανατροπή, με μόλις 175 ψήφους υπέρ και 360 κατά. Αν ήταν μόνο θέμα ψήφων, η ιστορία θα έκλεινε εδώ.
Όμως η πολιτική δεν αποτυπώνεται εδώ και καιρό μόνο στους αριθμούς. Γράφεται στα αφηγήματα, στις σκιές που μένουν πίσω. Και αυτή η πρόταση δυσπιστίας της ακροδεξιάς ,όσο καταδικασμένη κι αν ήταν λειτουργεί σαν οθόνη πάνω στην οποία προβάλλονται τρεις παράλληλες κρίσεις: το αφήγημα διαφθοράς με το «Pfizergate, το σκάνδαλο του Green Deal που πυροδοτεί νέα ερωτήματα περί αδιαφάνειας, και η εικόνα ενός Ευρωκοινοβουλίου που μετά το 2029 μπορεί να έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί.
Το περιβόητο «Pfizergate», με τα SMS της φον ντερ Λάιεν με τον CEO της Pfizer εν μέσω πανδημίας, μπορεί για πολλούς να είναι απλώς μια πτυχή της διαχείρισης μιας πρωτοφανούς κρίσης. Όμως στα χέρια των λαϊκιστών, ακροδεξιών και ευρωσκεπτικιστών μετατρέπεται σε πολιτική ωρολογιακή βόμβα: απόδειξη, λένε, ότι η Επιτροπή παίρνει αποφάσεις πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς λογοδοσία. Την ίδια στιγμή, καταγγελίες για αδιαφανή ροή κονδυλίων του Green Deal ρίχνουν νερό στον ίδιο μύλο: στις Βρυξέλλες η ισχύς αναπαράγεται παρασκηνιακά και τα «μεγάλα αφηγήματα» της ΕΕ , η πράσινη μετάβαση και ο ψηφιακός μετασχηματισμός γίνονται εύκολα όχημα εξυπηρέτησης μικρών συμφερόντων απ όσους τα αντιστρατεύονται οικονομικά και πολιτικά.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα πλαίσιο που γίνεται πιο ασταθές όχι μόνο εκ των έσω, αλλά και από τους απ’ έξω. Οι αναλυτές στις Βρυξέλλες ξέρουν καλά ότι η πολιτική πλημμυρίδα του Τραμπ στις ΗΠΑ ξαναφέρνει στο τραπέζι το σενάριο μιας αποδυναμωμένης διατλαντικής σχέσης, ακριβώς τη στιγμή που ο Πούτιν δείχνει πρόθυμος να εργαλειοποιήσει οποιοδήποτε ρήγμα στην ευρωπαϊκή ενότητα. Κι αν αυτά φαίνονται μακρινά, οι «εσωτερικοί δαίμονες» της Ένωσης είναι ακόμη πιο χειροπιαστοί: οι αυταρχικές ηγεσίες σε κράτη μέλη, από την Ουγγαρία μέχρι την Σλοβακία, εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία για να μπλοκάρουν ευρωπαϊκές αποφάσεις ή να εμπορεύονται την ψήφο τους με αντάλλαγμα εθνικά προνόμια.
Μέσα σε αυτό το εύφλεκτο σκηνικό, η αντιπολίτευση που οργάνωσε την πρόταση μομφής δεν ενδιαφερόταν στ αλήθεια να ρίξει την Πρόεδρο της Επιτροπής. Ενδιαφέρεται να τη λαβώσει. Να δημιουργήσει ένα κλίμα δυσπιστίας στο εσωτερικό του κεντρώου συνασπισμού που κρατά όρθιο πολιτικά τον ευρωπαϊκό μηχανισμό. Και ως προς αυτό, ήδη κερδίζει πόντους: οι Σοσιαλιστές φρόντισαν να ξεκαθαρίσουν ότι δεν θα έδιναν λευκή επιταγή. Οι Φιλελεύθεροι διαπραγματεύονταν ανοιχτά τις επόμενες υποχωρήσεις. Και στο ΕΛΚ, ακόμη κι αν στηρίζουν τη φον ντερ Λάιεν, αυξάνονται οι ψίθυροι για το κατά πόσο πλέον είναι asset ή βαρίδι.
Στο βάθος όλων αυτών βρίσκεται η μεγάλη εικόνα: το μέλλον της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης στα όργανα της ΕΕ. Τα τελευταία στοιχεία του Europe Elects για την πρόθεση ψήφου δείχνουν ότι στις Ευρωεκλογές του 2029 οι συσχετισμοί μπορεί να γίνουν ακόμη πιο δύσκολοι για τις παραδοσιακές δυνάμεις γύρω από το κέντρο. Το ΕΛΚ και οι Σοσιαλιστές σταθερά φθείρονται, οι Φιλελεύθεροι είναι επίσης σε ποχώρηση, οι δε Πράσινοι δυσκολεύονται να αντέξουν τη φθορά από το κύμα αντιδράσεων κατά της Πράσινης Συμφωνίας, ενώ η ακροδεξιά ,το στρατόπεδο ID, ECR και οι ανεξάρτητοι ευρωσκεπτικιστές φαίνεται να προελαύνει. Ακόμη κι αν δεν μπορέσει να σχηματίσει πλειοψηφία, αυτοί που κάθονται Δεξιά της Κεντροδεξιάς θα μπορεί να μπλοκάρουν συμφωνίες και να εκβιάζουν ανοικτά στρατηγικές παραχωρήσεις.
Μια Επιτροπή που θα εξαρτάται όλο και περισσότερο από ad hoc συμμαχίες, μια Ολομέλεια που δεν θα έχει πια «φυσικό» μεγάλο συνασπισμό, εθνικές κυβερνήσεις που θα βλέπουν την αντιευρωπαϊκή ρητορική ως μέσο επιβίωσης, και μια παγκόσμια σκηνή όπου οι μεγάλοι παίκτες —από τον Λευκό Οίκο μέχρι το Κρεμλίνο— ευνοούν το χάος και την αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών θεσμών: όλα αυτά συνθέτουν έναν χάρτη μόνιμης ρευστότητας.
Κι αν αναρωτηθεί κανείς γιατί έχει σημασία μια πρόταση μομφής που απορρίπτεται, η απάντηση είναι απλή: γιατί το ρήγμα που αφήνει πίσω της δείχνει ότι το ευρωπαϊκό κέντρο δεν είναι πια απρόσβλητο. Μπορεί να αντέχει στην κάλπη, αλλά ραγίζει στην κοινή γνώμη. Και τα ρήγματα αυτά τα αξιοποιούν όσοι, δεξιά και αριστερά, επενδύουν στο μόνιμο κλίμα σκανδαλολογίας και απονομιμοποίησης.
Η ουσία είναι ότι η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερο από ποτέ μια πολιτική ηγεσία που να πείθει πως η διαφάνεια, η λογοδοσία και η αποτελεσματικότητα μπορούν να συνυπάρξουν. Αν οι πολίτες πειστούν ότι οι Βρυξέλλες είναι απλώς ένας θάλαμος διαπλοκής και παρασκηνίου, τότε το έδαφος για τον ευρωσκεπτικισμό του 2029 έχει ήδη προετοιμαστεί. Η φον ντερ Λάιεν το γνωρίζει καλά: η πρόταση δυσπιστίας μπορεί να απορριφθεί, αλλά ο ψίθυρος της δυσπιστίας θα μείνει.
Ίσως τελικά αυτή να είναι η πιο ηχηρή υπενθύμιση ότι οι μάχες στην Ευρώπη δεν χάνονται ή κερδίζονται μόνο κοινοβουλευτικά. Χάνονται ή κερδίζονται στα αφηγήματα που χτίζονται μετά. Και σε αυτό το αφήγημα, το κέντρο είναι πια πιο εύθραυστο από ποτέ.