Μεταγραφές στα ψηφοδέλτια των κομμάτων: το κάρο και το άλογο
Αρθρογραφεί στο TheOpinion o Αντώνης Γαζάκης, Εκπαιδευτικός, μέλος του Συντονιστικού της Πόλης Ανάποδα
Αρθρογραφεί στο TheOpinion o Αντώνης Γαζάκης, Εκπαιδευτικός, μέλος του Συντονιστικού της Πόλης Ανάποδα
Το τελευταίο διάστημα, ενόψει εκλογών, γίνεται ο κακός χαμός με τις διάφορες «συστρατεύσεις» και τη συμμετοχή πολιτευτών σε ψηφοδέλτια κομμάτων με τα οποία μέχρι πρότινος τους χώριζαν πολλά: ενδεικτικά, ο Ευάγγελος Αντώναρος, πάλαι ποτέ δεξί χέρι του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, ο Σταύρος Κοντονής, πρώην υπουργός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κατεβαίνει με το ΠΑΣΟΚ, η Ασημίνα Ξηροτύρη-Αικατερινάρη, πρώην βουλεύτρια της ΔΗΜΑΡ, στο Επικρατείας του ΚΚΕ, ενώ στο ψηφοδέλτιο του ίδιου κόμματος στην Α΄ Αθηνών θα βρεθεί η Κωνσταντίνα Κούνεβα, πρώην ευρωβουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ.
Φυσικά, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ο παραπάνω κατάλογος όχι απλώς δεν εξαντλείται σε αυτά τα ονόματα, αλλά αναμένεται να συμπληρωθεί και με άλλα μέχρι να κατατεθούν τα ψηφοδέλτια. Επιπλέον, θα πληθύνουν ανάλογες στηρίξεις, χωρίς να συνδυάζονται με κοινή εκλογική κάθοδο, από προβεβλημένα πρόσωπα, ή, αντίστροφα, προς υποψηφίους της τοπικής αυτοδιοίκησης που έχουν στηριχτεί ως τώρα από άλλους πολιτικούς χώρους, όπως είναι η υποστήριξη από τον ΣΥΡΙΖΑ της υποψηφιότητας του νυν δημάρχου Περιστερίου, Ανδρέα Παχατουρίδη, ο οποίος σίγουρα δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την αριστερά.
Με αφορμή λοιπόν αυτό το φαινόμενο έχει ξεσπάσει μια αρκετά έντονη πολεμική, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με παθιασμένες απόψεις που καταδικάζουν για τις επιλογές τους είτε τα ίδια τα πρόσωπα είτε τα κόμματα, ενώ από την άλλη δεν λείπουν και εκείνες οι θέσεις που, πιστές στην κομματική γραμμή, υπερασπίζονται αυτές τις επιλογές με ανάλογο πάθος.
Με βάση τα παραπάνω, οποιαδήποτε στάση δεν στοιχίζεται με τη μία ή την άλλη πλευρά φαντάζει κάπως αντιδημοφιλής. Όμως, εδώ και μέρες, καθώς παρατηρώ την όλη συζήτηση χωρίς να συμμετέχω σε αυτή, σκέφτομαι ότι εν προκειμένω το όποιο πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στα πρόσωπα αυτά καθαυτά, όσο στο πώς αυτά επιλέγονται και σε ποιες πολιτικές (και στρατηγικές) συστρατεύονται.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να διαχωρίσουμε την κριτική που ασκείται ανάλογα με το αν προέρχεται από μέλη ενός κόμματος ή από τρίτους, πιθανούς ψηφοφόρους του και μη. Στην πρώτη περίπτωση, το κρίσιμο ζήτημα είναι αν αυτές οι επιλογές γίνονται από τη βάση ή/και τα όργανα των κομμάτων και αν η μεταγραφή αποδέχεται την ατζέντα του κόμματος στο οποίο εντάσσεται. Θεωρώντας το τελευταίο, έστω και τυπικά, μάλλον αυτονόητο -αυτή εξάλλου είναι και η έννοια της «προσχώρησης»- το μόνο πρόβλημα που θα πρέπει να απασχολεί τα μέλη ενός κόμματος είναι αν οι σχετικές αποφάσεις λήφθηκαν με σεβασμό στην -όποια- εσωτερική δημοκρατία του κόμματός τους. Από εκεί και πέρα μπορούν να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα.
Σε σχέση τώρα με την κριτική από τους υπόλοιπους, τα πράγματα είναι ακόμη πιο απλά, ακόμη κι αν, λόγω εύλογης καχυποψίας, θεωρηθεί πολύ μικρή η πιθανότητα μιας πραγματικής πολιτικής μεταστροφής των εν λόγω προσώπων. Δεν είναι λοιπόν οι μεταγραφές που δείχνουν ότι ένα κόμμα έχει πάει πιο δεξιά, πιο κεντρώα, πιο καιροσκοπικά, πιο οτιδήποτε. Κάτι τέτοιο δεν βάζει απλώς το περίφημο κάρο μπροστά από το άλογο, αλλά έναν από τους επιβάτες του. Το αντίθετο μάλλον συμβαίνει: ακριβώς επειδή ένα κόμμα έχει μετακινηθεί πολιτικά (ή επειδή έχει αλλάξει τη στρατηγική ή/και την τακτική του) χωράει τέτοιου τύπου μεταγραφές πολιτικού δυναμικού.
Περιμέναμε δηλαδή να δούμε τον Αντώναρο στον ΣΥΡΙΖΑ για να αποφασίσουμε ότι αυτό το κόμμα έχει μετακινηθεί προς το κέντρο και προς μια πολυσυλλεκτική σοσιαλδημοκρατία που στοχεύει στην εξουσία και διακατέχεται από το άγχος του καλού παιδιού που πρέπει να δίνει διαρκώς διαπιστευτήρια νομιμότητας; Δεν μας έφταναν οι απόψεις του για τον φράχτη στον Έβρο ή για τη μη επιστροφή των σιδηροδρόμων σε δημόσιο έλεγχο, για να αναφέρω μόνο δύο πρόσφατα παραδείγματα; Ή μήπως δεν έχουμε δει στην πράξη τη λογική του ΚΚΕ ότι αν έρθεις -ή επιστρέψεις- στο Κόμμα είσαι ευπρόσδεκτος/η -ακόμη κι αν υπήρξες υπουργός κυβερνήσεων αστικών κομμάτων; Για τις μετακινήσεις μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω φυσικά, αφού είναι πλέον κοινός τόπος ότι αποτελούν όμορους, αν όχι ταυτόσημους, πολιτικά χώρους.
Αν κάτι λοιπόν βγαίνει ως συμπέρασμα από αυτές τις μετακινήσεις είναι ότι θα πρέπει να κρίνουμε και να αποφασίζουμε περισσότερο με βάση πολιτικά προγράμματα και πολιτικούς στόχους και λιγότερο με βάση κάποια πρόσωπα που κατά κανόνα αξιοποιούνται περισσότερο σε συμβολικό επίπεδο και των οποίων η επιλογή στην πραγματικότητα εκπορεύεται από τα συγκεκριμένα προγράμματα και στόχους· δεν τα υπαγορεύει. Τελικά, η συζήτηση γύρω από αυτά τα πρόσωπα συσκοτίζει, δεν αποκαλύπτει.
Κλείνοντας, κάτι λίγο πιο γενικό, πέρα από Αντώναρους, Παχατουρίδηδες και Ξηροτύρες: εμείς που ανήκουμε στην αριστερά, οποιασδήποτε απόχρωσης, έχουμε καθόλου κατά νου τι σόι ανθρώπους θα πρέπει να φέρουμε με το μέρος μας για να γίνουμε πραγματικά πλειοψηφικό ρεύμα, ώστε να αλλάξουμε κάποια στιγμή την κοινωνία; Έχουμε σκεφτεί ότι για να γίνουμε πολλοί και πολλές θα χρειαστεί να μιλήσουμε με ανθρώπους που στο παρελθόν μπορεί και να τους απεχθανόμασταν για τις απόψεις τους;