Μετά τη μείωση της ανεργίας: Το στοίχημα των ανισοτήτων στην αγορά εργασίας
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας τον Σεπτέμβριο του 2025 είναι αναμφίβολα πιο αισιόδοξη απ’ ό,τι πριν λίγα χρόνια. Η συνολική ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009, η ανάπτυξη δείχνει ανθεκτική και η χώρα προσελκύει νέες επενδύσεις. Στους πίνακες των ευρωπαϊκών στατιστικών η Ελλάδα έχει βγει από την «κόκκινη ζώνη». Κι όμως, πίσω από τους αριθμούς αποκαλύπτεται μια πιο σύνθετη πραγματικότητα: οι ανισότητες στην αγορά εργασίας επιμένουν, και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση στις γυναίκες και στους νέους.
Το έμφυλο χάσμα στην απασχόληση παραμένει από τα υψηλότερα στην ΕΕ. Η χώρα εξακολουθεί να καταγράφει περίπου 19 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά στην απασχόληση ανδρών και γυναικών, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι κάτω από 11. Αυτό σημαίνει ότι, παρά την πρόοδο, εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες μένουν εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Το φαινόμενο είναι ακόμα πιο έντονο στις μητέρες με μικρά παιδιά, όπου η έλλειψη παιδικών σταθμών και ευέλικτων μορφών εργασίας μετατρέπει την επιλογή της απασχόλησης σε ένα ασύμφορο «παζάρι» μεταξύ οικογενειακών ευθυνών και χαμηλών καθαρών αποδοχών.
Η ανεργία των νέων, αν και μειωμένη, εξακολουθεί να κυμαίνεται κοντά στο 19%, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 14%. Ακόμη και όσοι βρίσκουν εργασία συχνά εγκλωβίζονται σε κακοπληρωμένες ή προσωρινές θέσεις χωρίς προοπτική εξέλιξης. Είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν το 40% των νέων εργαζομένων στην Ελλάδα απασχολείται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, όταν στην ΕΕ το ποσοστό είναι γύρω στο 15%.
Αυτό το διπλό χάσμα –έμφυλο και γενεακό– δεν είναι απλώς κοινωνικό πρόβλημα, αλλά αποτελεί και οικονομικό βαρίδι. Σύμφωνα με μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πλήρης ένταξη των γυναικών στην αγορά θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 8% σε βάθος δεκαετίας. Αντίστοιχα, η καλύτερη αξιοποίηση των δεξιοτήτων των νέων θα μείωνε δραστικά τη «διαρροή εγκεφάλων» που ταλαιπώρησε τη χώρα στα χρόνια της κρίσης, ακόμα και θα προσέλκυε και κάποιους από όσους έφυγαν.
Η κυβέρνηση έχει επίγνωση του ζητήματος και επιχειρεί να το αντιμετωπίσει. Η ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) τρέχει προγράμματα για την απασχόληση γυναικών, νέων και ανέργων άνω των 55, με έμφαση στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία. Μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, διατίθενται πάνω από 700 εκατομμύρια ευρώ για δράσεις κατάρτισης και επανακατάρτισης έως το 2026. Επίσης, το Υπουργείο Εργασίας εξήγγειλε την καθιέρωση «κουπονιών επανακατάρτισης», ώστε κάθε εργαζόμενος ή άνεργος να μπορεί να επιλέγει μόνος του πρόγραμμα κατάρτισης από πιστοποιημένους παρόχους. Πρόκειται για μια θετική καινοτομία που μειώνει τη γραφειοκρατία και αυξάνει την ευελιξία.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ποσότητα των προγραμμάτων, αλλά η ποιότητα και η στόχευσή τους. Στην Ελλάδα έχει παρατηρηθεί επανειλημμένα το φαινόμενο χιλιάδες νέοι και νέες να καταρτίζονται σε αντικείμενα χωρίς ζήτηση στην αγορά, ενώ οι επιχειρήσεις δηλώνουν ότι δεν βρίσκουν προσωπικό με τις κατάλληλες δεξιότητες. Η έλλειψη ουσιαστικής αξιολόγησης, η αποσπασματικότητα και η αναπαραγωγή γραφειοκρατικών μοντέλων κάνουν πολλές δράσεις να χάνουν τον στόχο τους.
Το ζητούμενο είναι η ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης και της (επανα)κατάρτισης με την αγορά εργασίας. Χώρες όπως η Γερμανία, με το σύστημα μαθητείας, ή η Ολλανδία, με την ισχυρή κουλτούρα διαρκούς κατάρτισης, έχουν δείξει τον δρόμο. Στην Ελλάδα, όπου το εκπαιδευτικό κεφάλαιο είναι υψηλό –οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερα ποσοστά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τους άνδρες– η πρόκληση δεν είναι η εκπαίδευση καθεαυτή, αλλά η αξιοποίησή της.
Παράλληλα, χρειάζονται ισχυρότερα κίνητρα για την εργασία. Οι χαμηλές καθαρές αποδοχές σε συνδυασμό με τις υψηλές εισφορές καθιστούν τη μισθωτή εργασία λιγότερο ελκυστική, ιδιαίτερα για τις γυναίκες που σταθμίζουν το κόστος εργασίας με το κόστος φροντίδας. Μια πολιτική μείωσης εισφορών για μερική απασχόληση, φορολογικά μπόνους για τα νοικοκυριά όπου εργάζονται και οι δύο γονείς, καθώς και κίνητρα για επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν νέες μητέρες, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καταλυτικά.
Η ευελιξία στην εργασία είναι επίσης κλειδί. Η τηλεργασία, οι ευέλικτες μορφές ωραρίου και τα προγράμματα μερικής απασχόλησης δεν πρέπει να θεωρούνται «δεύτερης κατηγορίας», αλλά εργαλεία ένταξης. Για μια μητέρα που θέλει να επιστρέψει στην εργασία ή για έναν νέο που συνδυάζει σπουδές και δουλειά, η ύπαρξη τέτοιων επιλογών μπορεί να είναι καθοριστική.
Η επιχειρηματικότητα αποτελεί ακόμη έναν πυλώνα που δεν έχει αξιοποιηθεί αρκετά. Παρά τις βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει υψηλό διοικητικό και φορολογικό βάρος για νέες επιχειρήσεις. Ειδικά για τις γυναίκες και τους νέους, η πρόσβαση σε μικροχρηματοδοτήσεις και προγράμματα στήριξης νεοφυών επιχειρήσεων μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις και να δώσει διέξοδο σε ανθρώπους που δυσκολεύονται να βρουν μισθωτή εργασία.
Πέρα από τις πολιτικές, υπάρχει και η διάσταση της νοοτροπίας. Στην ελληνική κοινωνία επιβιώνει η αντίληψη ότι η εργασία των γυναικών είναι «δευτερεύουσα» και η εργασία των νέων «μεταβατική». Αυτή η κουλτούρα υπονομεύει την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και συντηρεί τα στερεότυπα. Χρειάζεται αλλαγή αφήγησης: η εργασία δεν είναι μόνο βιοπορισμός, είναι αυτονομία, κοινωνική ένταξη και προσωπική πρόοδος.
Μόνο τότε η μείωση της ανεργίας θα πάψει να είναι ένας ψυχρός αριθμός και θα μετατραπεί σε πραγματική κοινωνική πρόοδο, σε μια αγορά εργασίας πιο δίκαιη, ανοιχτή και ελκυστική για όλους.