Μετά-κορόνας σκέψεις
Η Μαρία Βλάχου γράφει για τα δυο, δύσκολα χρόνια που βιώνουμε.
* Της Μαρίας Βλάχου
Τελευταία σκεφτόμουνα ότι είναι ανάγκη να ξαναγνωριστούμε γιατί χαθήκαμε τελείως.
Είναι μια σκέψη που τελευταία με ενοχλεί πολύ τα βράδια. Η σκέψη ότι έχω χάσει δύο χρόνια από τη ζωή μου και δεν μπορώ ακόμα να πω ότι πέρασαν αυτά τα δύο χαμένα χρόνια και ότι μπορώ να ξεκινήσω πάλι. Γιατί ακόμα περνάνε, ακόμα αυτή η περίοδος διανύεται με έναν περίεργα κινηματογραφικό τρόπο, κατέληξε σε ένα σίκουελ που όσο περιπετειώδες και καθηλωτικό ήταν στην αρχή, πλέον κούρασε. Δύο χρόνια στέρησης ανθρώπινης επαφής, δυο χρόνια που γράφουν πολύ λιγότερες σκηνές με τους δικούς μου ανθρώπους, δυο χρόνια χαμένα από αναμνήσεις που θα είχα φτιάξει, από βόλτες με ελεύθερο πρόσωπο, από όνειρα και από βήματα μπροστά, σε κάτι καινούριο, σε κάτι άλλο. Κάθε μια μέρα από αυτά τα δύο χρόνια ήταν μοναδική, αυτή και μόνο αυτή. Δεν γυρνάει πίσω, δεν ξανάρχεται.
Κάπως πρέπει να απαντήσω σε αυτό. Κάπως να το ξορκίσω. Κάθεται απέναντι μου.
Αυτό μου με ενοχλεί τα βράδια και παίζει με τον ύπνο μου που τόσο χρειάζομαι, είναι ότι με όσα χάθηκαν από στιγμές και από ανθρώπους, κάπου έχασα και μένα. Ίσως όλοι χάσαμε λίγο από εμάς, κάποιο κομμάτι του εαυτού μας που δεν μπορούμε να το ακούσουμε πλέον, γιατί ο θόρυβος από επιστημονικά επιτεύγματα και από πολιτικά επείγοντα μας έχει ξεκουφάνει. Ίσως και να μη θέλει να μας μιλήσει.
Οπότε κάνω μια απόπειρα να με ξαναγνωρίσω. Να ξανασυστηθώ με τον εαυτό μου. Να θυμηθώ που πήγαινα όταν με σταμάτησαν ξαφνικά στον δρόμο και με γύρισαν πίσω στο σπίτι μου. Να θυμηθώ πώς πήγαινα. Με φόβο ή με λαχτάρα? Με άγνοιά ή με αδιαφορία? λίγο έχει σημασία γιατί πήγαινα. Και πόσο το εκτιμάω πλέον αυτό. Πήγαινα νοητά και πραγματικά κάπου. Τώρα ανησυχώ σε κάθε βήμα που κάνω για τους γύρω μου. Τώρα φοβάμαι αν έπιασα κάτι ή αν ανέπνευσα λάθος, ποιος θα επωμιστεί το κόστος. Ποιος θα λυγίσει και ποιος θα αντέξει. Τώρα για να πάω κάπου πρέπει να αναμετρηθώ εκεί έξω με ιούς, μάσκες, εμβόλια, ασθενείς, φοβισμένους, γενναίους, ανόητους, ανεύθυνους, λογικούς. Οπλίζομαι..…Το οπλοστάσιο χωλαίνει όσο πιο πολύ περνά ο καιρός.
Είναι σα να ανέστησε αυτή η πανδημία όλο το underground και το upper ground που δεν ξέραμε ότι υπήρχε. Νέα θέματα συζητήσεων και ολοκαίνουρια πάνελ διαφωνιών και πολυτελών συγκρούσεων που μοιάζουν τελικά πολύ μακριά από εμάς. Πολύ μακριά, στο τέλος της ημέρας, από τον καθένα που έχει φυλαχτεί καλά στη γωνιά του και νιώθει ασφάλεια, ‘’καλά πήγε και σήμερα’’, λέει σε παράλληλη αναμετάδοση την ώρα που έχει ξεχαστεί για λίγο σε κάποια άλλη ζωή κάποιου άλλου που ζει απέναντι του σε μια οθόνη.
Όλοι έχουμε βρεθεί κάποια στιγμή εκεί. Στη γωνιά μας. Όταν κλείσουν οι οθόνες, όταν σταματήσουν οι ενημερώσεις, όταν παραφυλάει εκείνη η ησυχία που σε φοβίζει γιατί ακούς κάθε ήχο σου και κάθε σιωπή σου που δεν θέλεις να εξηγήσεις, όταν έχει σκοτεινιάσει για τα καλά και δεν αυταπατάσαι για πολλά. Λέω να μην αφήσω τον φόβο να με καθηλώσει. Τον βλέπω έξω συνέχεια και πολλοί τον κρατάμε από το χέρι. Ο καιρός αυτός μας ανάγκασε να κοιτάξουμε κατάματα τις αδυναμίες μας. Θέλω να περπατάω άφοβα. Και ας σκοντάφτω. Και ας φάω και τα μούτρα μου τελικά.