Λειψυδρία: Μια αναγκαία μεταρρύθμιση για ν’ ανέβει η στάθμη του νερού

Αρθρογραφεί στο TheOpinion o Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας. 

Λειψυδρία: Μια αναγκαία μεταρρύθμιση για ν’ ανέβει η στάθμη του νερού

Αρθρογραφεί στο TheOpinion o Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας. 

Σε μια εποχή που η κλιματική αλλαγή παύει να είναι αφηρημένο σενάριο και μετατρέπεται σε σκληρή καθημερινότητα, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα που μέχρι πρότινος αντιμετωπιζόταν ως περιοδική ενόχληση: τη λειψυδρία. Οι ελλείψεις σε νερό, που άλλοτε περιορίζονταν σε άνυδρες περιοχές ή ακραίες περιόδους του καλοκαιριού, επεκτείνονται πλέον με γεωμετρική πρόοδο σε όλη τη χώρα και σε όλη τη διάρκεια του έτους. Και το χειρότερο: δεν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο, αλλά για μια διαρθρωτική κρίση που συνδέεται με το κλίμα, την κακοδιαχείριση και τη διοικητική ανεπάρκεια.

Το 2025 βρίσκει τη χώρα αντιμέτωπη με μια παρατεταμένη ξηρασία, φαινόμενο που, λόγω της κλιματικής αλλαγής, τείνει να καταστεί επαναλαμβανόμενο και εντονότερο. Οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται μόνο στο περιβάλλον, αλλά διαχέονται στην αγροτική παραγωγή, την τουριστική ανάπτυξη, την κοινωνική ευημερία και, εν τέλει, στη κοινωνική συνοχή.

Η Ελλάδα δεν είναι μια άνυδρη χώρα. Διαθέτει σημαντικούς υδάτινους πόρους τόσο επιφανειακούς, όσο και υπόγειους. Το πρόβλημα δεν είναι η απόλυτη έλλειψη νερού, αλλά η τεράστια αναντιστοιχία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης, με φόντο τη γεωγραφική ασυμμετρία και την πολιτική αδράνεια δεκαετιών. Κατακερματισμένες υποδομές, διαρροές που φτάνουν το 50% των διαθέσιμων ποσοτήτων, εκατοντάδες μικροί και ανεπαρκείς φορείς διαχείρισης χωρίς συντονισμό ή στρατηγικό σχεδιασμό, που όλα αυτά έχουν δημιουργήσει ένα εύθραυστο σύστημα που δεν αντέχει την πίεση των καιρών. Παράλληλα, η γεωργική κατανάλωση -που αντιστοιχεί περίπου στο 80% της συνολικής χρήσης νερού στην Ελλάδα- βασίζεται ακόμα σε παρωχημένες και σπάταλες μεθόδους άρδευσης.

Η λειψυδρία όμως δεν πλήττει μόνο τη γεωργία ή τα μικρά νησιά. Ήδη δεξαμενόπλοια μεταφέρουν νερό για να καλυφθούν ανάγκες πόσιμου νερού, ενώ γεωτρήσεις ενεργοποιούνται εκτάκτως σε τουριστικές περιοχές όπως η Ρόδος, η Κρήτη και οι Κυκλάδες. Παράλληλα, η Πολιτική Προστασία και ο Στρατός καλούνται να συνδράμουν σε παροχή νερού σε ορεινά ή απομονωμένα χωριά. Αυτές οι λύσεις είναι αναγκαίες αλλά είναι εμβαλωματικές. Δεν επιλύουν το πρόβλημα· απλώς το μεταθέτουν χρονικά.

Απέναντι σε αυτήν την κρίσιμη κατάσταση, η ελληνική πολιτεία έχει εκπονήσει και θέτει σταδιακά σε εφαρμογή μια πολυεπίπεδη στρατηγική ανάσχεσης του προβλήματος, η οποία κινείται σε τρεις βασικούς άξονες: την άμεση αντιμετώπιση των συνεπειών της λειψυδρίας, τη θεσμική και διοικητική μεταρρύθμιση στη διαχείριση των υδάτινων πόρων, και την επένδυση σε βιώσιμες και ανθεκτικές υποδομές. Η πρόσφατη απόφαση για τη συγχώνευση περισσότερων από 750 μικρών δημοτικών και τοπικών φορέων ύδρευσης και άρδευσης σε 45 ισχυρές περιφερειακές δομές αποτελεί ένα σημαντικό βήμα. Οι νέοι φορείς, οργανωμένοι ανά υδρολογική λεκάνη, αποκτούν αυξημένη δυνατότητα πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία, εποπτεύονται από τη ΡΑΑΕΥ και οφείλουν να ακολουθούν ενιαία στρατηγική διαχείρισης, κατανομής και τιμολόγησης του νερού.

Παράλληλα, δρομολογούνται επενδύσεις σε έργα υποδομής ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, χρηματοδοτούμενα από το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Στα έργα αυτά περιλαμβάνονται η κατασκευή νέων ταμιευτήρων, η επέκταση και αντικατάσταση πεπαλαιωμένων δικτύων, η εφαρμογή “έξυπνων” μετρητών για τη μέτρηση κατανάλωσης, η επαναχρησιμοποίηση υδάτων για βιομηχανική ή αρδευτική χρήση, καθώς και μονάδες αφαλάτωσης σε νησιά όπου δεν υπάρχουν εναλλακτικές πηγές. Τα έργα αυτά έχουν προτεραιοποιηθεί σε περιοχές υψηλού κινδύνου: Θεσσαλία, Κρήτη, Ανατολική Πελοπόννησο, Δωδεκάνησα.

Αλλά το πιο δύσκολο μέρος είναι αυτό που δεν λύνεται με χρήματα: η αλλαγή νοοτροπίας. Δεν μπορεί να υπάρξει διαχειρίσιμη κατάσταση χωρίς μείωση της ζήτησης. Αυτό σημαίνει νέα τιμολογιακή πολιτική, που θα ενσωματώνει περιβαλλοντικό κόστος και θα επιβραβεύει τη συνετή κατανάλωση. Σημαίνει αναβάθμιση της γεωργίας προς τεχνολογικά προηγμένα και υδροοικονομικά αποδοτικά μοντέλα — τέλος στο αυλάκι και στο βαμβάκι παντού. Σημαίνει εκπαίδευση, ευαισθητοποίηση και, κυρίως, πολιτικό θάρρος για μέτρα που δεν είναι ευχάριστα, αλλά είναι αναγκαία.

Η λειψυδρία δεν είναι μόνο περιβαλλοντικό πρόβλημα — είναι ζήτημα κοινωνικό, οικονομικό και εθνικό. Στην εποχή της κλιματικής κρίσης, το νερό γίνεται εργαλείο ασφάλειας, ανάπτυξης και δικαιοσύνης. Όπου υπάρχει νερό, υπάρχει ζωή. Αντίθετα όπου λείπει, έρχεται σύγκρουση, φτώχεια και εγκατάλειψη.

Η Ελλάδα έχει ακόμη το περιθώριο να αναχαιτίσει την κρίση πριν μετατραπεί σε μόνιμο εθνικό τραύμα. Αλλά ο χρόνος λιγοστεύει. Η πολιτεία πρέπει να δράσει ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα: από τη διοικητική μεταρρύθμιση και τις υποδομές, μέχρι την αγροτική πολιτική, τον τουρισμό και την εκπαίδευση. Και εμείς, ως κοινωνία, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το νερό δεν είναι δεδομένο αγαθό, αλλά πολύτιμος και πεπερασμένος πόρος.

Αν δεν αντιμετωπιστεί το νερό με σεβασμό και στρατηγική, θα το αναζητείται — και δεν θα βρίσκεται.

Το μέλλον είναι ήδη εδώ. Και διψά.